ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γιατί το «Βόρεια Μακεδονία» αποτελεί διπλωματική ήττα Τσίπρα και επικυρώνει τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων

γιατί-το-βόρεια-μακεδονία-αποτελεί-809705

Του Αγγελου Αγραφιώτη, Μέλους της Γραμματείας του Τομέα Προστασίας του Πολίτη του ΠΑΣΟΚ

Κάθε άλλο παρά «ιστορική» είναι η συμφωνία που υπέγραψε ο Ελληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον Σκοπιανό ομόλογό του Ζόραν Ζάεφ, αναφορικά με το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και κάθε άλλο πανηγυρισμούς θα έπρεπε να φέρει στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Ο κ. Τσίπρας απέδειξε για ακόμη μια φορά την «Αχίλλειο πτέρνα» του: Ότι δηλαδή αδυνατεί να διαχειριστεί με επιτυχία κρίσιμα εθνικά θέματα και όποτε προσπαθεί να διαπραγματευθεί, τα αποτελέσματα είναι επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, δημιουργώντας «τετελεσμένα» τα οποία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και τα οποία κάθε άλλο παρά σταθερότητα δημιουργούν στην περιοχή των Βαλκανίων.

Καταρχήν θέλω να ξεκαθαρίσω ότι στόχος μου δεν είναι να ασκήσω μία «στείρα» αντιπολιτευτική τακτική, όπως μας είχαν συνηθίσει οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ προ του 2015, ειδικά για εθνικό θέμα. Στόχος μου είναι, όπως άλλωστε και όλων όσων συμμετέχουμε στο ΚΙΝ.ΑΛ. η διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας και τίποτα περισσότερο, κάτι που η τωρινή κυβέρνηση αδυνατεί να πράξει.

Για το λόγου το αληθές, εάν δει κανείς με μια πιο ψύχραιμη ματιά τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ, αντιλαμβάνεται ότι περιέχει ορισμένα θετικά σημεία τα οποία και ανταποκρίνονται στο πλαίσιο που έχει θέσει το Κίνημα Αλλαγής για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων. Ωστόσο τα σημεία αυτά δεν αρκούν. Με λίγα λόγια η συμφωνία αποτελεί ένα βήμα, αλλά όχι μια ολοκληρωμένη λύση και η ευθύνη γι’ αυτό βαραίνει τον ίδιο τον κ. Τσίπρα που εδώ και μήνες, με εν κρυπτώ διαπραγματεύσεις, κατάφερε να πετύχει μία συμφωνία που περιέχει κυρίως αβεβαιότητες και αρνητικά σημεία.

Το Κίνημα Αλλαγής ανταποκρινόμενο στον θεσμικό του ρόλο και έχοντας ανάλογη εμπειρία από τη διαχείριση στο παρελθόν ενός τόσου σοβαρού εθνικού ζητήματος, θέτει τις δικές του «κόκκινες» γραμμές και ενστάσεις.

Συγκεκριμένα, η συμφωνία Τσίπρα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή εάν η αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων περιλάμβανε αφενός την προσαρμογή της εθνικότητας και της γλώσσας σύμφωνα με την νέα ονομασία, και αφετέρου η επιστολή πρόσκλησης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ αποστελλόταν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ώστε να μη δημιουργηθούν τετελεσμένα.

Στην ουσία τι έχει καταφέρει αυτή τη στιγμή ο Έλληνας πρωθυπουργός; Να αναγνωριστεί πρώτα η μακεδονική εθνότητα και η γλώσσα και ύστερα να ξεκινήσουν οι διαδικασίες ένταξης στο ΝΑΤΟ, πριν δηλαδή η ΠΓΔΜ ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει.

Με απλά λόγια η Ελλάδα, με υπογραφή Τσίπρα, θα υποστηρίξει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας, με την Ε.Ε στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ταυτόχρονα θα υποστηρίξει την αποστολή πρόσκλησης από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ για ένταξή της στον οργανισμό. Με το «καλημέρα» δηλαδή, η ελληνική πλευρά εξάντλησε όλα τα διπλωματικά της όπλα που είχε στη φαρέτρα της.

Επιπλέον βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το εξής οξύμωρο. Στην ουσία 140 χώρες θα είναι έτοιμες να αναγνωρίσουν τα Σκόπια με το νέο τους όνομα, θα έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες, θα έχουν αλλαχθεί δημόσια έγγραφα, διαβατήρια πολιτών και εάν δεν αλλάξει το Σύνταγμά των γειτόνων μας στο μέλλον και δεν συμπεριλάβει όλα τα προαπαιτούμενα, τότε εμείς… θα έχουμε δικαίωμα να άρουμε τη συμφωνία και να υποχρεώσουμε 140 κράτη να μη τους αναγνωρίσουν και την ΕΕ και το ΝΑΤΟ να τους διώξουν. Εάν αυτό θεωρείται διπλωματική επιτυχία, τότε μάλλον στην κυβέρνηση χρειάζονται επειγόντως σεμινάρια.

Επικυρώνει τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων

Στο μεταξύ θα έχουμε δώσει το τέλειο επιχείρημα που θα ενισχύει τον αλυτρωτισμό των Σκοπιανών. Μπορεί στην κυβέρνηση να πανηγυρίζουν και ο Αλέξης Τσίπρας να δηλώνει υπερήφανος, όμως ο αλυτρωτισμός θα ακυρωνόταν πρακτικά εάν ο κ. Τσίπρας υποχρέωνε τον σκοπιανό ομόλογό του να αποδεχτεί ότι οι πολίτες της «Βόρειας Μακεδονίας» θα ονομαζόταν Βορειομακεδόνες και η γλώσσα τους σλαβομακεδονική. Με το να αποδέχεται το όνομα «Μακεδόνες» και τη γλώσσα ως «Μακεδονική», στην ουσία επικυρώνει τον αλυτρωτισμό των γειτόνων μας. Πολλώ δε μάλλον που κάτι τέτοιο θα έχει αναγνωριστεί επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση κατά τις διαδικασίες πρόσκλησης για την ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Ως ΚΙΝ.ΑΛ. θα πρέπει να επισημάνουμε ότι εμείς είμαστε αλληλέγγυοι στην ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής και ειδικότερα της ΠΓΔΜ, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ακύρωση κάθε μορφής αλυτρωτισμού. Η συμφωνία Τσίπρα στην ουσία συντηρεί τα προβλήματα και δεν οδηγεί σε ολοκληρωμένη και βιώσιμη λύση. Αντίθετα οξύνει τους εθνικισμούς και στα δυο κράτη, υπονομεύοντας έτσι τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.

Για όλα αυτά βέβαια αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνος είναι ο κ. Τσίπρας και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς. Στο ΚΙΝ.ΑΛ. είχαμε από καιρό επισημάνει τις επιβλαβείς κινήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και τις επιπτώσεις από την εμπλοκή του θέματος στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ δεν ευθύνονται μόνο για την τεράστια διπλωματική ήττα που υπέστησαν, αλλά και για το πολωτικό και διχαστικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί σε αυτό το μείζονος σημασίας εθνικό θέμα.

Σε αυτό το αρνητικό και επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα πλαίσιο που διαμόρφωσε με την πολιτική του ο κ. Τσίπρας, στο ΚΙΝ.ΑΛ. θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε συστηματικά για την εξεύρεση μιας ολοκληρωμένης, βιώσιμης λύσης.

Μίας συμφωνίας που δεν θα ρίχνει νερό στο «μύλο» του αλυτρωτισμού των Σκοπιανών και ταυτόχρονα θα εμπεριέχει όλες τις γόνιμες συνθήκες για τη διασφάλιση της σταθερότητας στην περιοχή προτού να είναι αργά. Όχι με «συμφωνίες ήττας», αλλά με εθνικές και ταυτόχρονα πατριωτικές λύσεις, που θα λύσουν μια για πάντα το επί δεκαετίες ζήτημα με τα Σκόπια, προς όφελος αυτή τη φορά και της Ελλάδος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου