ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Πάσαν την συναγωγήν εκκλησίασον» (Ο Κύριος – Λευϊτικόν 8, 1 – 5)

πάσαν-την-συναγωγήν-εκκλησίασον-ο-κ-814275

Του Νίκου Ε. Σακαλάκη, μαθηματικού

Αναμφίβολα, για όποια καρδιά αρνείται την Εκκλησία και κατά προέκταση την Αγία Γραφή, δανειζόμαστε παραλλαγμένους κάποιους στίχους του Heine: «Δεν είχε αίμα στην καρδιά, αλλά άρνηση αναλυτή, κι αρνούμενη ολόγυρά της, στο τέλος αρνήθηκε κι αυτήν»!

Χωρίς την πνευματική ζωή της Εκκλησίας, την ένωση με τον αληθινό Τριαδικό Θεό, ο άνθρωπος παραμένει άτομο, υποταγμένο στην νομοτέλεια της Βιολογίας.

Η Επιστήμη αδυνατεί να οριοθετήσει το «Δέον» στη ζωή του ανθρώπου. Απόδειξη τα κοινωνικά συστήματα, η φιλοσοφία τους, οι αναζητήσεις τους για «ιδέες» καθολικού κύρους και οι συγκρουόμενες θεωρίες τους.

Το «καθολικό κύρος» είναι το όριο στο οποίο τείνει το ανθρώπινο πνεύμα. Μέχρι σήμερα, σε ανθρώπινο επίπεδο, υπάρχει μια παρατεταμένη διαμάχη για την αληθινή αντίληψη του κόσμου. Είναι επιβεβλημένη αδυναμία στον άνθρωπο να αναζητεί την αλήθεια ως συνάρτηση της υποκειμενικότητάς του, διότι είναι κτίσμα.

Δρασκέλισμα των κτιστών – ατομικών ορίων γίνεται μόνο στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, το «μόνο καινόν υπό τον ήλιον» (Ι. Δαμασκηνός).

Ο όρος «Εκκλησία» δεν εκφράζει απλά μια συλλογικότητα – σύναξη ανθρώπων, έστω και αν ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στο Θεό. Στην αληθινή Εκκλησία τα μυστηριακά – οντολογικά θεμέλιά της τα έχει επιμεληθεί – καθορίσει ο ίδιος ο Θεός.

Κάθε θεολογική τοποθέτηση – πρακτική που αγνοεί ή περιφρονεί ή διορθώνει «τους λόγους, ους συνέταξε Κύριος» (Λευϊτ. 8, 36), αποτελούν πλάνη ή αίρεση και προκαλούν μόλυνση του πνευματικού περιβάλλοντος της Εκκλησίας.

Η πλάνη – αίρεση είναι ο θεωρητικός πυρήνας (Λογιστικό) και η βίωσή τους είναι η μόλυνση.

Στο βιβλίο Λευϊτικό (8, 1 – 5) για πρώτη φορά αναφέρεται η λέξη «εκκλησίασον», υπογραμμίζει ο Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων (Κατήχηση ΙΗ΄). Στο Λευϊτικό (8, 1 – 5) διαβάζουμε: «Και ελάλησε Κύριος προς Μωϋσήν λέγων· και πάσαν την συναγωγήν εκκλησίασον επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου. Και εποίησε Μωϋσής όν τρόπον συνέταξεν αυτώ Κύριος, και εξεκλησίασε την συναγωγήν επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου». Με την διατύπωση «εκκλησίασον» υπογραμμίζονται: Η παρουσία του Θεού, οι αποκαλύψεις θεολογικών αληθειών, οι πνευματικές εμπειρίες των πιστών – Ισραηλιτών.

Θεολογικό ανάπτυγμα της διατυπώσεως «εκκλησίασον» αποτελεί η θεολογική τοποθέτηση: «όπου Εκκλησία εκεί πάρεστι το Πνεύμα του Θεού, και όπου Πνεύμα του Θεού εκεί πάρεστιν η Εκκλησία και η του Κυρίου Χάρις» (Ειρηναίος).

Να υπογραμμίσουμε – υπενθυμίσουμε και τα παράλληλα εδάφια.

-Δευτερ. (4,10): «ημέραν, ήνέστητε ενώπιον Κυρίου του Θεού ημών Χωρήβ τη ημέρα της Εκκλησίας, ότι είπε Κύριος προς με· εκκλησίασον προς με τον λαόν, και ακουσάτωσαν τα ρήματά μου, όπως μάθωσι φοβείσθαι με πάσας τας ημέρας, ας αυτοί ζώσιν επί της γης και τους υιούς αυτών διδάξουσι».

– Δευτερ. (9,10): «και έδωκε μοι Κύριος τας δύο πλάκας τας λιθίνας γεγραμμένας εν τω δακτύλω του Θεού, και επ’ αυταίς εγέγραπτο πάντες οι λόγοι, ους ελάλησε Κύριος προς υμάς εν τω όρειημέρας εκκλησίας».

Άξιο παρατηρήσεως, ότι στην εκκλησιαστική σύναξη (Δευτερ 8, 3), ο Κύριος καθιστούσε τον Ααρών αρχιερέα.

Στο Λευϊτικό είναι σαφής και κατηγορηματικός ο Θεός, να μην εισέλθουν στις σχέσεις του με το εκκλησίασμα εγωκεντρισμοί ή αρχές και αξίες ή πρακτικές αντίθετες με το θέλημά Του, διότι αυτό συνιστά «μίασμα» ή «μόλυνση», ατομική ή συλλογική, που επιφέρουν στέρηση Θ. Χάριτος.

Όπως δηλαδή η πτώση του ανθρώπου είχε συνέπειες πάνω στην κτίση, έτσι και οι εκκλησιολογικές πτώσεις, κυρίως των ποιμένων, έχουν οργανικό αντίκτυπο σ’ όλο το Εκκλησιαστικό σώμα, που λέγεται Μόλυνσις. Στο λεξικό διαβάζουμε:

ΜΟΛΥΝΣΙΣ είναι η είσδυσις εν τινι οργανισμώ παθογόνων μικροβίων.

Ο Αγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης χαρακτηρίζει την αμαρτίαν ως «παρυπόσταση»: «Ουδέ υπόστασιν έχει το κακόν, αλλά παρυπόστασις του αγαθού ένεκα και ουχ εαυτού γινόμενον» (περί θείων ονομάτων, P.G. 3, 732 BC).

Η ορθοδοξία είναι κυοφορία και πραγμάτωση της Θεώσεως, ενώ η παναίρεση του οικουμενισμού είναι διάχυτος μολυσμός, που εμποδίζει την κυοφορία.

Σήμερα η αίρεση αυτή έχει γίνει «παρυπόστασις» στην Εκκλησία, δηλ. μέγιστος μολυσμός που στερεοποιήθηκε μέσα της. Ο Αγ. Κύριλλος στην «Κατήχηση ΣΤ’ διδάσκει:

«Συναγελάζου τοις προβάτοις· φεύγε τους λύκους· της Εκκλησίας μη αναχώρει».

«Φεύγε του λύκους», υπογραμμίζει ο Ι. Πατήρ και όχι απλώς «φεύγε της διδασκαλίας των». Συνιστά δηλ. διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς.

Αναμφίβολα, έχουμε εφαρμογή του μεταγενέστερου 15ου Κανόνα, ο οποίος δεν σε θέτει εκτός εκκλησίας.

Η πλάγια οδός, συνύπαρξη Ορθοδοξίας και οικουμενισμού, ελέγχεται από το Θεό και αποδοκιμάζεται: «Και εάν μετά ταύτα πορεύησθε πλάγιοι, και μη βούλεσθε υπακούειν μου, προσθήσω υμίν πληγάς επτά κατά τας αμαρτίας υμών» (Λευϊτ. 26, 21).

Σύμφωνα με το Λευϊτικό και οι Άγιες Οικουμενικές σύνοδοι (9) είναι διαχρονική υπακοή – εφαρμογή στο παράγγελμα του Κυρίου: «Και πάσαν την συναγωγήν εκκλησίασον επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου», οι οποίες επιβεβαίωσαν (ως Μωϋσής) ότι «τούτο εστί το ρήμα, ο ενετείλατο Κύριος ποιήσαι» (Λευϊτ. 8, 1 – 5).

Συμπερασματικά – περιληπτικά το Λευϊτικό εμφανίζει – αναδεικνύει τρεις κυρίως άξονες ζωής: Την Εκκλησία, τις εντολές του Θεού και τ’ αποτελέσματα της παρακοής (στέρηση Θ. Χάριτος).

Χαρακτηριστικά χωρία: «Τα κρίματά μου ποιήσετε και τα προστάγματά μου φυλάξεσθε και πορεύεσθε εν αυτοίς· εγώ Κύριος ο Θεός ημών» (Λευϊτ. 18, 4), όπως επίσης «μη μιαίνεσθε εν πάσι τούτοις» (Λευιτ. 18, 24).

Η Εκκλησία μας αυτή τη στιγμή (ανθρωπίνως) βρίσκεται στο τέλμα του οικουμενισμού και η έξοδος, αναμφισβήτητα, επίπονη. Η σύγχρονη έκφανση των Ορθοδόξων είναι προβληματική, πλην εξαιρέσεων.

Οι νίκες των Ορθοδόξων (διαχρονικά) υπακούουν πάντοτε στους κανόνες – άξονες που αποτυπώνονται και στο Λευϊτικό. Ποτέ δεν νίκησε η Ορθοδοξία ως συνύπαρξη με την αίρεση. Καθαρότητα και μόλυνση, ως νέα αντι–οικουμενιστική πρακτική, είναι οικουμενιστικό προϊόν, που σημαίνει έμπρακτη (σιωπηλή) παραδοχή ή ανοχή της αίρεσης.

Η επιμειξία ορθοδοξίας – αίρεσης που επιχειρείται, προσβάλλει καίρια το Θεό, του οποίου η αξιοπιστία είναι αναμφισβήτητη και την οποία δια του προφήτου Ωσηέ υπενθυμίζει στο Εκκλησιαστικό σώμα: «Και μνηστεύομαι σε εμαυτώ εν πίστει, και επι γνώση τον Κύριον» (Ωσηέ, Κεφ. Β, 29).

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου