ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η ζωή με τη Μητέρα

η-ζωή-με-τη-μητέρα-16745

Της Ελένης Σεφερειάδου – Πρίντζου

Ήταν ίσως η πρώτη νύφη που τόλμησε να δρασκελίσει τον Κραυσίδωνα, αστή αυτή, για να εγκατασταθεί στον Ξηρόκαμπο στα «τσιμεντένια προσφυγικά». Στο σπίτι του πατέρα μου, παραμονές πολέμου.

Από φύση της ευγενική, χαμογελαστή, λιγόλογη, ξεχώρισε στην πολύβουη αμιγή προσφυγιά, στην αρχή σαν ξένη, σαν παρείσακτη, αργότερα όμως όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η χρήσιμη και φρόνιμη παρουσία της με τις σοφές και άλλου διαμετρήματος της λογικής γνώσεις, την εξυπνάδα της, την μόρφωσή της, γίνεται πολύτιμη για τους ταπεινούς και εύστροφους πρόσφυγες.

Άλλωστε το σπιτικό τους μεγάλωσε με τον ερχομό των δύο παιδιών τους χαρά και ικανοποίηση της νέας οικογένειας και της Κονιαλίτισσας γιαγιάς Σοφίας, με το σαλβάρι, τη μακριά κοτσίδα στα μαλλιά, και τη διακριτική συμβίωση.

Ταχταρίσματα , νανουρίσματα, τούρκικα κι’ ελληνικά ήχησαν κι’ ανέσυραν μνήμες απ’ το παρελθόν. Ο Γιάννης Βρακίδης βάρδος, αυτοδίδακτος της Ν. Ιωνίας αφιέρωσε έμμετρο καλωσόρισμα στην ελπίδα της οικογένειας.

Η Κυρία Καραδήμου, έφερε δώρο για τα Χριστούγεννα, ένα αγγελάκι κοκάλινο που το κρατάμε ακόμη μαζί με τις χρυσοκλωστές από τα παιδάκια του Κώστα Ρόκου και η Μαριγούλα Νικολαίδου, μοδίστρα περιωπής, έφτιαξε σκουφάκι με μετάξι και δαντέλες.

Γιαγιά και Μάνα προσέγγισαν τα μικρά με απολυτίκια και ψαλμούς. Η γιαγιά τα γνώριζε καλά αν και τουρκόφωνη. Τα συμπλήρωνε η μαμά τρυφερή, επίμονη και υπομονετική.

Η ζωή κυλούσε δύσκολα, μα μέσα στο σπιτικό μας όλα ήταν διαφορετικά. Τα πάντα έρρεαν γαλήνια. Τα ταξίδια του πατέρα, τα πήγαινε έλα με το τραινάκι, βόλτες κάτω από τους βαρείς ίσκιους του πάρκου του Αγ. Κωνσταντίνου.

Ως που ξέσπασε ο πόλεμος… Θεατή η τραγωδία των ανθρώπων που εκτός από την τρομοκρατία και την παρουσία του θανάτου, μικροί και μεγάλοι αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας, της ανέχειας και της ανημποριάς. Η φτώχεια σάρωνε τη γειτονιά μας που φανερά ή όχι προσχωρούσε στις γραμμές της Αντίστασης.

Η κρεβατοκάμαρά μας ήταν μοναχική στον όροφο του σπιτιού. Το ένα της παράθυρο έβλεπε στην αυλή του μπάρμπα Λάμπρου Κάστανου και το άλλο σ’ εκείνη του Θανάση Καλαγάννη, του «μαχαραγιά» κατά τον πατέρα μου, γιατί ήξερε να φιλοσοφεί και να ζει ανεξάρτητος. Βλέπαμε τους ενοίκους να συνομιλούν κατά το βραδινό τους γεύμα μέσα από τις κληματαριές που σκίαζαν τις μικρές μας αυλές.

Συχνά, όταν δεν παίζαμε κρυφτό ή αμπάριζα στο σταυροδρόμι που φώτιζε και χρωμάτιζε τις άχαρες βραδιές μας, μέναμε με τους μεγάλους, μπροστά στο κατώφλι κι ακούγαμε τα περασμένα τους που ήταν τα, τότε, δικά μας παραμύθια.

Το πρωινό, όταν δεν είχα σχολείο, ήμουν πάντα παρούσα με την παρέα μου, την Αννούλα, τη Χλόη, την Αγγελικούλα, την Κασσιανή και την Βαγγελιώ.

Στην αυλή ή στο μπακάλικο του Μαραγκόπουλου για να βοηθήσουμε, να τρυπήσουμε πιπεριές για τη νηστεία της Σαρακοστής, ή να τσακίσουμε ελιές, ή να βάλουμε πετρέλαιο στα μπουκάλια που έφερναν οι πελάτες. Πολλές φορές πήγαινα και στο σπίτι της Σαπφώς από το Εγγλεζονήσι. Μου έκανα εντύπωση οι ξερές θαλάσσιες ανεμώνες που στόλιζαν τα φτωχά τους έπιπλα και οι αχιβάδες, μικρές και μεγάλες, ή στα μοδιστράδικα της Σοφούλας ή στης Μαρίκας. Βοηθούσα τα μοδιστράκια προς μεγάλη απογοήτευση της μαμάς μου. Θα μ’ εύρισκε και στο εργαστήρι του Μιλτιάδη Σαβουλίδη και στης κυρά Όλγας που έκανε περίφημα ντόνατς γεμιστά με κρέμα και κρεμούσε στον τοίχο γυαλισμένους τεντζερέδες.

Από κει με ξεφώλιαζε η μάνα μου, που δεν ήξερε ποια πόρτα να πρωτοχτυπήσει, ενώ τον γιο της τον εύρισκε γρήγορα στις αλάνες γύρω να κλωτσάει υφασματένια μπάλα μαζί με άλλους πιτσιρικάδες.

Τις Κυριακές, περίμενα να παίξω μετά την εκκλησία, φύκο, σκλαβάκια, γυαλίζες και χωματένια κουινάκια, ή καρύδια, όλα ευτελή μα τα μόνα που διαθέταμε, άρα πολύτιμα. Παίζαμε με το τίποτα. Η μητέρα άφηνε τη δουλειά της και μας παρακολουθούσε με διακριτική φροντίδα και χαλαρή επιτήρηση. Πάντα μετρημένη, διακριτική και προσεκτική να μη περιορίσει την έμφυτη ανεξαρτησία που είχαν τα παιδιά.

Όταν χιόνιζε, αποβραδίς ο πατέρας μαζί με τον γείτονα απέναντι τον κυρ Πέτρο, έριχναν την ιδέα, αφού είχαν μελετήσει αμίλητα τον καιρό, να βάλουν φτυάρια και αξίνες πίσω από την μέσα πόρτα. Το πρωί τους βρίσκαμε να ξεχιονίζουν το κατώφλι μας και ν’ ανοίγουνε «ντορό» όπως λέγανε το πέρασμα ανάμεσα σε δύο στοίβες χιόνια.

Με τους μεγάλους σεισμούς του ’54 η μητέρα, προσπαθούσε να κρατήσει την παροιμιώδη ψυχραιμία της και ενώ οι γείτονες έφτιαχναν αυτοσχέδιες σκηνές με κουρελούδες, εκείνη μαγείρευε, σκούπιζε μουρμουρίζοντας: «εγώ δεν βγαίνω στα σοκάκια», συμμορφώνοντας έτσι και το πατέρα μου, που τρελαίνονταν για περιπέτειες. Η ακολουθία των σεισμών και μετασεισμών συνεχίζονταν, όλο και περισσότερο.

«Εδώ τα σπίτια δεν έχουν ανάγκη» έλεγε και ξανάλεγε στους φιλοξενούμενους από τον Βόλο και το πίστευε αυτό και είχε δίκιο.

Της άρεσε να ράβει, να πλέκει φορεματάκια για μένα, μπλούζες για τον αδελφό μου. Τα στόλιζε με κοτσίδες, φούντες, ενώ ο πατέρας αγόραζε φθηνά δέρματα, εκείνη έπλεκε ή έραβε κορδέλες ασορτί με τα ρούχα μας. Φορούσαμε αυτά που έραβε η μαμά στη μηχανή SINGER που ακόμη στολίζει το δωμάτιό της. Μόνη της άλλαζε και τους γιακάδες και τις μανσέτες των πατρικών υποκαμίσων. Τότε, αν θυμάστε, τα έδιναν μαζί με κάθε αγορά.

Στην αυλή μας το ραγισμένο τσιμέντο στην είσοδο της Χρ. Λούλη σχημάτιζε τα «κουτάκια του βασιλιά» ή «κουτσό» όπως το λέγαμε. Όσα παιδάκια ήθελαν να παίξουν έτρεχαν για «κουτσό» στην αυλή μας. Η μητέρα τα καλοδέχονταν και τους κερνούσε ψωμί με θρεψίνη. Όποιο δε δένδρο ξεραινόταν, και είχαμε πλήθος γέρικες αμυγδαλιές και μπερικετιές, φυτεμένες από το χέρι της μητέρας, ο μπαμπάς τις τσιμεντάριζε και άφηνε εκεί ένα κύκλο. Ήταν ό,τι έπρεπε για τα κουινάκια, τις γυαλένιες και τα καρύδια αργότερα.

Υποτίθεται ότι όλο το μήκος της αυλής ήταν στη διάθεση του αδελφού μου για ποδηλατάδες μ’ εκείνο το ποδήλατο που του χάρισε ο νονός του ο Δεσποτόπουλος μαζί με μια σάλπιγγα γαλάζια με το πολύχρωμο κορδόνι.

Με τις τσέπες γεμάτες εργαλεία, χρήσιμα και άχρηστα, βιδολόγους, σφυριά, πένσες, με την ανοχή της μαμάς που τον συμβούλευε να μην ξεβιδώνει το ποδήλατό του. Εκείνος όμως το έλυνε το επιδιόρθωνε για να είναι ταχύτερο και όλο του περίσσευαν βίδες, που περίεργα, δεν επηρέαζαν καθόλου την καλή του λειτουργία.

Αναρωτιόμουν πάντα γιατί μου άρεζαν οι νεραντζιές του πεζοδρομίου φορτωμένες από χρυσά φρούτα που μας χαμογελούν ανάμεσα στα φυλλώματα.

Όταν έπληττα, η μαμά μου έβαζε να ζωγραφίζω σπίτια που θα μας άρεζε να κατοικίσουμε: δίπατα, με μεγάλη αυλή και πλήθος γλάστρες κατά μήκος. Ένα πηγάδι περίμενε με τον κουβά στο χείλος να μας ξεδιψάσει, ενώ μπροστά δέσποζε μια μεγάλη, φουντωτή πορτοκαλιά φορτωμένη πορτοκάλια. Έτσι εξηγείται…

Όταν αρρωστούσαμε, μέναμε στη ζέστη του κρεβατιού. Η μητέρα ήταν ανένδοτη. Θα περνούσαμε μαζί τα πρωινά και τ’ απογεύματα. Η χαρά μας ήταν μεγάλη. Τις παιδικές αρρώστιες τις περνούσαμε όλες, ενώ η μητέρα όταν μάθαινε ότι κάποιο παιδί νοσούσε μας έβαζε κοντά του να κολλήσουμε. Αντιβίωση δεν υπήρχε τότε, ούτε ιώσεις, κρύωμα το λέγαμε και το αντιμετωπίζαμε με ζέστη, βεντούζες και ελαφρύ γεύμα. Ο πατέρας καλούσε τον Τσιλούλη τον γιατρό, που έρχονταν με το τσαντάκι του, και το μόνιμο παπιγιόν. Φορούσε και ρεπούμπλικα και ήταν πάντα γελαστός. Αργότερα ερχόταν ο γερο-Αλεξανδρίδης που έμενε στην Ευαγγελίστρια απέναντι για να διαπιστώσει, το κρύωμα, αφού κοίταζε το λαιμό μας και έψαχνε την κοιλιά μας, για να μας δώσει Φλαβάλ για το λαιμό, παστίλιες με κακάο που θέλαμε πολλές και να διατάξει βεντούζες , κλύσμα, ή ρετσινόλαδο… ό,τι το χειρότερο … και ασπιρίνη όταν ανέβαινε ο πυρετός.

Με τον θάνατο και την κηδεία του Γεωργίου Β’ θυμάμαι τηνμητέρα μου ν’ ακούει τα εμβατήρια και να κλαίει γιατί της θύμιζαν τον χαμένο αδελφό της στην Αλβανία. Έκλαιγα κι’ εγώ μέσα στη φούστα της και από τότε δεν υπάρχει δοξολογία ή κατάθεση στεφάνου που να μη δακρύσω στη θύμησή του.

Τότε δεν είχαμε ράδιο. Ακούγαμε όμως όταν ερχότανε ο «μαχαραγιάς» Θανάσης, δίπλα μας και μας χτυπούσε χαρακτηριστικά τον μεσότοιχο της κουζίνας μας. Ο πατέρας είχε συνδέσει με καλώδιο το ράδιο του Καλαγιάννη μ’ ένα ακουστικό που κρέμονταν στη μέση της κουζίνας μας. Ήταν η επαφή μας με τον «έξω κόσμο» και τα γεγονότα της εποχής.

Ο θάνατος του πατέρα, άλλαξε την ζωή μας. Η μητέρα, του καθήκοντος, αυστηρή και για να μας παρασύρει μακριά από τις έννοιες που διαμόρφωσε η νέα μας κατάσταση, απαίτησε την επόμενη κιόλας μέρα να επιστρέψουμε στα σχολεία και στην καθημερινότητά μας. Μετά από λίγα χρόνια ετοιμαζόμασταν για την Αθήνα, για σπουδές. Εγώ έδωσα μάχη για να τα καταφέρω, τα κορίτσια δεν σπούδαζαν τότε..

Τις ελεύθερες ώρες μου τις περνούσα στο πατάρι του Γιάννη Λιαναρίδη, στην Κ. Καρτάλη. Εκεί γνώρισα ανθρώπους, γέμισα γνώσεις και βιβλία σκέψης. Ακόμη βρίσκω στη βιβλιοθήκη μου μυθιστορήματα, Ζαν Κριστόφ, Μαγεμένη ψυχή, Κάτω από το βλέμμα του Βούδα, Το Κάστρο κ.ά. με την υπενθύμιση ότι τα χάρισε η μαμά μου με το ισχνό της εισόδημα. Ήταν, η μητέρα και φίλη μας, λιγόλογη και χαμογελαστή στις πρώτες θέσεις της αίθουσας όταν στα στενά πλαίσια των μικρών πόλεων και της ρουτίνας προσπαθούσαμε οι συνάδελφοί μου κι’ εγώ να δημιουργήσουμε κάτι, διάλεξη, θέατρο, ή σινεμά.

Έζησε κοντά μας, μαζί μας, 100 χρόνια .

Πάντα παρακολουθούσε τη ζωή μας πάντα διακριτική, πάντα χαμηλότονη, πάντα χαμογελαστή.

Συνόδευε τα παιδιά της σε ήσυχο λιμανάκι σαν βαρκούλες καλοτάξιδες.

Πάντα απαντούσε όπως θα το θελε

– Μάνα πού είσαι;

– Εδώ παιδί μου..

Ο ήχος του τακουνιού της σβέλτος και αποφασιστικός ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μας μέσα στο σπίτι κι ακόμη λέμε «θα τη ρωτήσω», «θα την ενημερώσω»…

Ποτέ δεν μας αποθάρρυνε, δεν μας πίκρανε, δεν μας απογοήτευσε, ποτέ δεν εναντιώθηκε στην απόφασή μας. Ποτέ δεν μας φόβισε. Αυτή ενίσχυσε τη μνήμη μας σύνδεσμος με το παρελθόν μας, φλόγα για το μέλλον μας.

– Πώς γύρισες από τον σταθμό μονάχη;

– Πώς κοιμήθηκες χωρίς νέα μας πρώτη φορά;

Άναψα το καντηλάκι μου και πήρα δύναμη. Προσευχήθηκα με τη Σύνοψη της γιαγιάς. Μου έκαναν συντροφιά. Δεν ήμουν μόνη…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου