ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από τις ηρωικές μορφές του ΄21 ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης (1797-1864)

από-τις-ηρωικές-μορφές-του-΄21-ο-στρατηγ-31036

Του Χρήστου Μηλίτση

Διακόσια εικοσιένα χρόνια πέρασαν από τότε. Ήταν 28 του Απρίλη του 1797. Η μάνα του Γιάννη Μακρυγιάννη, ανηφόριζε για το χωριό της Αβορίτη του Λιδορικίου. Ήταν έγκυος και κουβαλούσε στη πλάτη της ένα ζαλίκι (φόρτωμα) από ξύλα και καλαμποκιές. Στο δρόμο την έπιασαν οι πόνοι και έτσι καταμόναχη στην ερημιά, μεσοστρατίς γέννησε το μωρό, το ‘βαλε μέσα στο δεμάτι με τις καλαμποκιές και το κουβάλησε στο φτωχοκάλυβό της. Έτσι ήρθε στο κόσμο ο Γιάννης Μακρυγιάννης, μία απ’ τις ηρωικότερες μορφές του 1821. Ήταν γιος του Δημήτρη Τριαντάφυλλου και ονομάστηκε Μακρυγιάννης για το υψηλό του ανάστημα. Η οικογένειά του, κατατρεγμένη και λεηλατημένη από τους Τούρκους, είχε πέσει σε μεγάλη φτώχια και μαρασμό, και απ’ τις πρώτες κιόλας στιγμές της ζωής του άρχισαν οι περιπέτειες και οι μεγάλες ταλαιπωρίες. Έμαθαν οι συγγενείς του ότι οι Τούρκοι ζητούσαν να τους σκλαβώσουν, μαζί τους δε και τη δική του οικογένεια. Έφυγαν από το σπίτι τους και δέκα εφτά ολόκληρα μερόνυχτα περιτριγύριζαν στα βουνά και στους λόγγους. Έτρωγαν χόρτα και βελανίδια και υπόφεραν από το κρύο και τις βροχές. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν για τη Λιβαδειά. Στο δρόμο τους έπρεπε να περάσουν υποχρεωτικά από ένα γεφύρι του Λιδορικίου, στενό το έλεγαν, που το φύλαγαν οι Τούρκοι. Ο Γιάννης ήταν ακόμα μωρό και για να μην κλάψει και τους προδώσει βαθιά μεσάνυχτα, υποχρέωσαν τη μάνα του να εγκαταλείψει στο δρόμο το μωρό. Όταν πέρασαν το γεφύρι, γύρισε πίσω η μάνα του και το πήρε, όπως γράφει στα απομνημονεύματα του.

Μικρός έχασε τον πατέρα του και επταετής εργαζόταν για εκατό παράδες το χρόνο σε κάποιο αρχοντόσπιτο στη Λιβαδειά. Στα δεκατέσσερα του χρόνια, βρίσκεται στη Δεσφίνα στη δούλεψη του εκεί ζαμπέτη (Αστυνόμου). Εκεί όταν σε κάποιο πανηγύρι το αφεντικό του τού ’δωσε το όπλο να το κρατήσει, έπεσε από απροσεξία και το έσπασε. Έφαγε της χρονιάς του και έφυγε. Πήγε σ’ ένα εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη και όλη τη νύχτα έκλαιγε πικρά και τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει. Του έταξε ένα ασημένιο καντήλι και κάπως ανακουφίστηκε. Αργότερα τον βρίσκομε υπηρέτη στο σπίτι του προύχοντα Θανάση Λιδορίκη στην Άρτα. Εκεί έμεινε δέκα χρόνια περίπου. Παράλληλα και με τη σύμφωνη γνώμη του αφεντικού του ασχολήθηκε με το εμπόριο. Πέτυχε κι έκανε και πολλές καλές γνωριμίες, γιατί ήταν τίμιος, εργατικός, ειλικρινής και πολύ θρήσκος. Στις συναλλαγές του πάντα βάδιζε με το σταυρό στο χέρι. Γράφει στα απομνημονεύματα του: «Τότε, (όταν απέκτησε χρήματα) έφκιασα ντουφέκι ασημένιο, πιστόλες κι άρματα και ένα καντήλι καλό, και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος, το πήρα και πήγα στο προστάτη μου και ευεργέτη μου και αληθινό μου φίλο στο Αϊ-Γιάννη και σώζεται ως τη σήμερον. Έχω και τ’ όνομα μου γραμμένο στο καντήλι και τον προσκύνησα με δάκρυα απ’ τα σπλάχνα μου, όπου θυμήθηκα τις πολλές μου τις ταλαιπωρίες, όπου δοκίμασα». Απόκτησε αρκετά απ’ το εμπόριο. «Με είχαν (γράφει) Ρωμιοί και Τούρκοι ως Ταμίαν και καζάντισα του θεού τα ελέγη και έφκιασα και σπίτι, υποστατικά και είχα και μετρητά και ομολογίες πλήθος και τις έχω και σήμερον (σ.σ.1816) περίπου από σαράντα χιλιάδες γρόσια και το κεμέρι μου γιομάτο. Απόχτησα ότι ήθελα και δεν είχα ανάγκη αλλουνού».

Στην Άρτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και απ’ τη στιγμή εκείνη αφιερώθηκε ολόψυχα και ό,τι είχε και δεν είχε τα έδωσε όλα για τον αγώνα. Να πώς περιγράφει ο ίδιος τη μύηση του σ’ αυτό το μυστήριο». Έκατσα στην Άρτα ως δέκα χρόνια. Έκαμα πολλούς φίλους. Εκεί είχα φίλον και έναν Σακελάριον. Δεν ήταν άλλος σαν αυτόν εις την Άρταν. Αυτός είχε και τέσσερα σερνικά παιδιά. Το ένα απ’ αυτά ήταν στην Ευρώπη που σπούδαζε και ήταν φίλος και αγαπημένος του Καποδίστρια. Ήρθε το παιδί στην Άρτα κατηχημένο. Ορκίζει τον πατέρα του και φεύγει πίσω. Ο πατέρας του θέλησε να με βάλλει κι μένα εις το μυστήριο. Παίρνει να με ορκίσει και πάλι μετανογούσε και αυτό μου το ‘κανε πολλές φορές. Τότε εγώ πείσμωσα εναντίον του και του λέγω: Σου πέρασε η ιδέα ότι είμαι άτιμος του σπιτιού σου και ντρέπεσαι να μου το πεις;. Και όμως είμαι άτιμος αν ματαπατήσω στη πόρτα σου. Σηκώθηκα και έφυγα. Φωνάζει ο παπάς. Εγώ δεν ματαγύρισα πίσω. Πέρασαν δυο-τρεις μέρες, ήρθε, ξαναήρθε, δεν ματαζύγωσα. Αφού ήρθε πολλές φορές με δάκρυα στα μάτια του αποκρίθηκα. Δια εμένα να σε περάσει τέτοια κακή ιδέα, το παιδί σου;

Έκλαψε κι’ αυτός και με παρακάλεσε να πάμε μαζί σπίτι και ύστερα να μη ξαναπάγω σαν μου ξηγηθεί. Πήγα κατεβάζει τις εικόνες και με ορκίζει και αρχινάγει να με βάλλει στο μυστήριο. Αφού προχώρησε, τότε του ορκίστηκα ότι δεν θα μαρτυρήσω κανενού, όμως να μου δώσει καιρό οκτώ μέρες, να συλλογιστώ αν είμαι άξιος δι’ αυτό το μυστήριον και αν μπορώ να ωφελήσω, να λάβω ή να κάτσω, είναι σαν να μην ξέρω ολότελα. Πήγα στοχάστηκα και τα ‘βαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κινδύνους και αγώνες θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα. Είμαι άξιος, Του φίλησα το χέρι. Ορκίστηκα. Του παρακάλεσα να μη μου μαρτυρήσει τα σημεία της κατήχησης, ότι είμαι νέος και να μην αντέξω και λυπηθώ τη ζωή μου και προδώσω το μυστήριον και κιντυνέψει η πατρίς. Συμφωνήσαμε και σ’ αυτό και μου είπε όθεν δουλέψω χρήματα και κατάχρησης δεν μπορώ να κάνω. Και η ευχή του παπά του ευλογημένου και της πατρίδος μου και της θρησκείας μου, ως την σήμερον δεν άφησε ο θεός να ντροπιαστώ. Τράβηξα δεινά, πληγές και κινδύνους, όμως είμαι πολύ καλά σαν θέλει ο Θεός. Του είπα, όλα θα πάνε καλά. Όμως ο Αλή-πασάς είναι πολύ δυνατός και θα μας κιντυνέψει. Τι είναι οι καπετανέγοι μ’ αυτόν. Μου είπε τα αίτια και σε λίγο καιρόν, θέλησε ο θεός να τον κλείσουνε παντού εις τα 1820. Μπήκα εις το μυστήριον και αναχώρησα από τον πατριώτη μου και πήγα σπίτι μου και εργαζόμουν για την πατρίδα μου και θρησκεία μου, να την δουλέψω λεικρινώς, καθώς τη δούλεψα να μην μου πει κλέφτην και άρπαγα, αλλά να μου πει τέκνον της και γω μητέρα μου».

Αυτός ήταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης που η ιστορία τον αδίκησε. Για πολύ καιρό έμεινε και παραμένει ακόμη άγνωστος για τους πολλούς. Χρειάστηκε να βρεθεί ο Γιάννης Βλαχογιάννης για να τον αποκαταστήσει ιστορικά. Με επισταμένη και συστηματική έρευνα που έκανε στο σπίτι του Κίτσιου Μακρυγιάννη, γιο του Στρατηγού, βρήκε στο υπόγειο του μέσα σ’ ένα σκουριασμένο τενεκέ μισοσαπισμένο, του Στρατηγού τα πολύτιμα γραψίματα. Έτσι από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού, που αν και αγράμματος κράτησε από την προεπαναστατική ακόμη περίοδο και από σχετικές έρευνες που έγιναν γύρω από τη ζωή του και το επαναστατικό έργο του, αποδείχτηκαν περίτρανα ότι ο στρατηγός Μακρυγιάννης υπήρξε ένας πρώτης τάξεως πολεμιστής, άριστος οικογενειάρχης, ικανότατος στρατηγός, ακόμα και άριστος διπλωμάτης και πολιτικός προικισμένος με ανυπέρβλητο θάρρος, μεγάλη εντιμότητα και αισιοδοξία για τον αγώνα, όπως οι περισσότεροι σχεδόν αγωνιστές του 21. Όπως είδαμε το 1821 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πολέμησε αρχικά κάτω από τις διαταγές του Γώγου Μπακόλα.

Διακρίθηκε στις μάχες στο παλαιό Ναβαρίνο το 1825, καθώς στο Νεόκτιστο και στους μύλους όπου και τραυματίστηκε Κατηγορήθηκε για συνομωσία, συνελήφθηκε από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στις φυλακές τις Άρτας. Μετά δίμηνο δραπέτευσε και πήγε στον Ισμαήλ-Μπέη που ήταν φίλος του Αλή-Πασά και αντίπαλος με του Τούρκους της Άρτας.

Το 1821 εντάχτηκε στη δύναμη του Γώγου Μπακόλα και με 50 άντρες μπήκε στη Άρτα. Έφτασε πολεμώντας στο Αγγλικό Προξενείο και ελευθέρωσε τη γυναίκα του Αθανασίου Λιδορίκι, που τον θεωρούσε ευεργέτη του.

Το 1822 σαν οπλαρχηγός τεσσάρων χωριών των Σαλώνων, έλαβε μέρος στη μάχη της Νεβρόπολης και στη συνέχεια διορίστηκε υποδιοικητής της Ακρόπολης Αθηνών. Πιο ύστερα με 150 άνδρες, διορίστηκε πολιτάρχης στην Αθήνα.

Τον Οκτώβριο του 1823 προήχθηκε στο Βαθμό του Χιλίαρχου. Πολέμησε με το πειθαρχημένο σώμα του με τον Ιμπραήμ-πασά και τραυματίστηκε στο δεξιό βραχίονα. Σαν έγινε Κυβέρνηση διορίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια αρχιστράτηγος του εκτελεστικού Πελοποννήσου. Πολύ γρήγορα όμως ήρθε σε διάσταση μ’ αυτόν και όταν αρνήθηκε να υπογράψει τον όρκον που υποβλήθηκε στους στρατιωτικούς, γιατί δεν συμβιβάζονταν με τις ιδέες του και τα φρονήματα του έχασε το βαθμό του. Αργότερα αποκαταστάθηκε από το Όθωνα. Αλλά παρότι ο Βασιλιάς τον αγαπούσε, βάφτισε μάλιστα και το γιο του, αρνήθηκε να υιοθετήσει την αυταρχική πολιτική του και ζητούσε επίμονα Σύνταγμα. Με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε εναντίον του βασιλέως καταδικάστηκε σε θάνατο.

Η ποινή το του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και φυλακίστηκε. Το 1853 στο Μεντεσέ με την επέμβαση του Καλλέργη αποφυλακίστηκε. Τον Οκτώβριο του 1862, η προσωρινή Κυβέρνηση τού απένειμε το βαθμό του Υποστρατήγου και τον Απρίλιο του 1864 τον προήγαγε σε υποστράτηγο. Παρ’ όλο ότι ήταν αγράμματος, έγραψε με σαφήνεια, γλαφυρότητα και απλότητα τα απομνημονεύματα του, χάρις στα οποία ήρθαν στο φως αρκετά ιστορικά και διδακτικά γεγονότα, πολύ χρήσιμα για τους ιστορικούς, που παρέμειναν άγνωστα μέχρι τότε. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών το 1864.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου