ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πρωτομαγιά στο Πήλιο με τον Αλέξανδρο Μέρο

πρωτομαγιά-στο-πήλιο-με-τον-αλέξανδρο-32604

Του Δημήτρη Μποσνάκη

Ο συγγραφέας Όμηρος Μπεκές υπήρξε φίλος του δημοσιογράφου και ιδρυτή της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» του Βόλου Αλέξανδρου Μέρου. Σε ένα από τα βιβλία του αφηγείται μια εκδρομή Αθηναίων φίλων, ποιητών και διανοούμενων, από το Βόλο στο Σανατόριο της Πορταριάς, από εκεί στις Μηλιές και πεζοπορία μέχρι την Τσαγκαράδα, στις αρχές του Μαΐου του 1930. Η ομορφιά του τοπίου γαληνεύει το πνεύμα και αφήνει να ξεδιπλωθούν οι αρετές των προσώπων. Κεντρικό πρόσωπο της λυρικής και στοχαστικής αφήγησης ο Αλέξανδρος Μέρος. Η οξυδέρκεια του Μέρου, ο ηγετικός χαρακτήρας, το πρακτικό και οργανωτικό του πνεύμα τον έφερνε πάντα στο επίκεντρο κάθε παρέας διανοουμένων.

Πρακτικός άνθρωπος με δημοκρατική σκέψη. Γιατί η δημοκρατία είναι έννοια πρακτική, μετρήσιμη, στα μέτρα και στις ανάγκες του λαού. Ο Μέρος ήταν πραγματιστής, δεν ήταν ποιητής. Δημιουργούσε εικόνες για να διδάξει, να διαφωτίσει. Ήταν καθοδηγητής. Δεν εσωτερίκευε τις σκέψεις του και τις κοινωνικές παραστάσεις. Τις εξέθετε γυμνές, χωρίς ρεμβασμούς και εξιδανικεύσεις. Το όραμά του ήταν η Ελλάδα που προχωρά εμπρός. Γι’ αυτό επέλεξε τη δημοσιογραφία, για να δείξει την αλήθεια όπως είναι.

«Τριάντα εκατομμύρια οκάδες, είπε ο Μέρος, έδωσε η περσινή σοδειά του Πηλίου. Αν λογαριάσουμε προς οχτώ και κάτι την οκά, έχουμε διακόσια πενήντα εκατομμύρια δραχμές. Η γη αυτή που βλέπεις χάρισε πέρσι στα παιδιά της διακόσια πενήντα εκατομμύρια δραχμές». «Η ζωή ενός λαού είναι αριθμός. Ακόμη και η ιδεολογία, η πιο σταθερή πραγματικότητα του ανθρώπου, δε στέκεται χωρίς τους αριθμούς».

Ευθυτενής, αποφασιστικός, προβλεπτικός, ασυναγώνιστα οργανωτικός, με ξεκάθαρους στόχους: «Τραβάει εμπρός, απομακρύνεται όσο το δυνατό πιο γλήγορα και σε πέντε λεπτά εξαφανίζεται από προσώπου γης, για να μας περιμένει ανυπόμονος, φτάνοντας πρώτος στον προορισμό μας».

Είχε το σύστημά του και είχε την απαίτηση οι άλλοι να σέβονται το σύστημά του και να ακολουθούνε την αόρατη παρουσία του: «Περπατούσαμε πάντα πίσω από το Μέρο».

Δημοτικιστής, οπαδός του φυσικού λόγου και της φυσικής συμπεριφοράς, σατίριζε με λεπτότητα την υπερβολή, την ημιμάθεια, την υπέρβαση του μέτρου και τον καθαρευουσιανισμό.

Η εφημερίδα του καταγινόταν με τα προβλήματα του ανθρώπου, και όχι με τον σωφρονισμό και την προσαρμογή στις «ηθικές αρχές» που επέβαλε το σύστημα της ημιμάθειας και του μιμητισμού μιας άγονης αρχαιολατρείας, που διέκρινε την εποχή εκείνη (1930) την κρατική εξουσία. Έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους και χωρίς «τακτ».

Ο συγγραφέας Όμηρος Μπεκές περιγράφει τον Μέρο: «Τον γνώρισα πάντα ηρωικό, μεγαλόψυχο, απρόσεχτο στις μικρότητες, στραμμένο αποφασιστικά προς τις αψηλότερες κορυφές της ζωής. Τέτοιοι άνθρωποι περιφρονούνε το ζυγό της Αφροδίτης. Κι αν καμιά φορά ο θεός της αγάπης τους πληγώσει, ανάβει μέσα τους η φωτιά του ηφαιστείου που τινάζει το χαραχτήρα τους ως τα μεσούρανα της δράσης και της μεγαλουργίας».

Έζησε και άσκησε το λειτούργημα της δημοσιογραφίας σε μια εποχή που κυβερνούσαν χάρτινοι ήρωες, κακοποιητές της ιστορίας και του πολιτισμού, διώκτες των ευρωπαϊκών επιδράσεων, υπέρμαχοι της κατεστραμμένης γλώσσας και της βιασμένης ηθικής, υπερασπιστές ενός φτωχού, αμόρφωτου, αλλά αγνού λαού. Σε μια εποχή που τα γράμματα διδάσκονταν σε στριμωγμένες τάξεις των εκατό ατόμων, με την παγωμένη ματιά του δασκάλου, το στειλιάρι του επιστάτη που έπεφτε βαρύ, την εποχή που οι άνδρες δεν καταδέχονταν να συμβουλευτούνε τις γυναίκες, που οι γυναίκες δεν είχαν ποτέ αντίρρηση. Την εποχή που τα λόγια του Χαρίλαου Τρικούπη ζέσταιναν τις καρδιές που πίστευαν σε μια Ελλάδα που είχε μέλλον και προοπτική. Που αγωνιζότανε να αλλάξει.

Η θέση του ήταν πάντα στο κέντρο της παρέας. Οι άλλοι γύριζαν γύρω του όπως οι πλανήτες γύρω από τον ήλιο. Θεωρεί την ελληνική αρχαιότητα «μια πραγματικότητα, που άφησε κληρονομιά το έργο της, την Ακρόπολη, για να πιστοποιεί την ύπαρξη και την ψυχή της». «Η μεγαλοφυΐα έχει ως όρους της αέρα ξηρό και καθαρό ουρανό. Γι’ αυτό η μεγαλοφυΐα στην Αθήνα βρισκότανε στον τόπο της».

Θεωρεί τους Πηλιορείτες μετανάστες στην ξενιτιά «Ιάσωνες, που φεύγουν από το Πήλιο για να φέρουν πίσω το χρυσόμαλλο δέρας».

Περιγράφει με γυμνή ειλικρίνεια τους πολιτικούς της εποχής του: «η αιτία είναι ότι τα τέλματα γεννούνε παντού και πάντα τους βατράχους. Έτσι και το Ελληνικό τέλμα, τέλμα πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, γέννησε τους βατράχους τους δικούς του. Κ’ είτανε φυσικό. Οι ιδιαίτερες συνθήκες του ιστορικού μας περιβάλλοντος, που μας εμπόδισαν κοντά διακόσια χρόνια τώρα, από τη γνώση του εαυτού μας, στάθηκαν υπερβολικά ευνοϊκές για να γεννηθούνε στον τόπο μας οι οικογένειες αυτών των βατραχοειδών».

Μια απολαυστική ανάγνωση όπου ο δυναμικός ρεαλισμός και ο βαθύς στοχασμός του Αλέξανδρου Μέρου και της εκλεκτής παρέας του δένουν με το σκληρό γρανιτένιο βράχο της πηλιορείτικης βουνοπλαγιάς, αλλά και τον βαθύ λυρισμό των αγριολούλουδων, των βαθύσκιωτων ρεμάτων και τις συναυλίες των πουλιών στις βαθιές ρεματιές ανάμεσα στην Πορταριά, στις Μηλιές και στην Τσαγκαράδα. Έναν Μάη του ’30 που κάνει τις σκέψεις και τα οράματα να συναγωνίζονται το ύψος του βουνού και τη χαρά που γεννάει στους ανθρώπους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου