ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος π. Αναστάσιος Ζαχαρής: Ενας σύγχρονος «Παπαφλέσσας»

μακαριστός-πρωτοπρεσβύτερος-π-αναστ-32633

Του Στάθη Αναγιάννη,

Ποιητή, ζωγράφου, συνθέτηΑρχιπλοιάρχου Λ.Σ. ε.α.

Ήτο Σάββατο πρωί, 24η του μηνός Μαρτίου 2018, παραμονή της Μεγάλης Ημέρας.
Εκαθόμην εις την ταράτσαν της οικίας μου, δι’ έναν σύντομον πρωϊνόν καφέ, αγναντεύοντας την πανέμορφη πόλιν και το αθάνατο βουνό των Κενταύρων.

Την γαλήνην του πρωινού διέκοψε ένα τηλεφώνημα, το οποίο με επληροφόρει, ότι ο π. Αναστάσιος Ζαχαρής, ο αγαπημένος κατ’ ημάς «παππά-Τάσος», δεν ευρίσκεται έτι πλέον μεταξύ ημών.
Έμεινα καθ’ ολοκληρίαν ακίνητος, σχεδόν ανέκφραστος, αδυνατών να διαχειρισθώ την σκέψιν μου και τα εντονότατα συναισθήματα, που ως ορμώδης χείμμαρος ήρχιζαν εντός μου να αναταράσσουν μνήμας.

Ο νεφελώδης ουρανός εβαρύνθη περισσότερον και τα πυκνά νέφη, μου εφάνη πως ήρχισαν να αποκτούν ένα ιδιότυπον βάρος, που τα έκαμνε να δίδουν την εντύπωσιν ότι επροσέγγιζον εις την γην, ως να ήτο φορτίον επικαθήμενον επί ενός αοράτου και τεραστίου εμβόλου που εσυμπιέζετο υπό το αβάστακτον βάρος των.
Αίφνης, διαισθάνθην τα νέφη να με περιβάλλουν, αφανίζοντας το τοπίο γύρω μου, ώσπου εν μέσω ενός ιδιοτύπου στροβιλισμού, αίφνης ευρέθην εις το Τρίκερι, εις την πλατεία του χωρίου μου και συμφώνως με το τερτάδιον που ανά χείρας μου ευρίσκετο ανεωγμένον, εν τω έτει 1972, ότε ήμην μαθητής της Έκτης Τάξεως του Δημοτικού μας Σχολείου.
Είδον τους συνομηλίκους μου να με τριγυρίζουν, άλλοι παίζοντες, άλλοι φωνασκούντες, τινές δε εξ’ αυτών επιδιδόμενοι εις αστειότητας και πειράγματα μεταξύ των.

Εν μέσω αυτών, ο νούς μου και το βλέμμα μου αναπόσπαστα, ανέγνωσαν δια μίαν εισέτι φοράν, το ποίημα που θα απήγγειλα κατά την αυριανήν λαμπρήν τελετήν, επί τω εορτασμώ της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου.
Περί την πέμπτην πρωϊνήν ώρα, με είδον εκ νέου, μέλος μίας εκ των τεσσάρων ομάδων μαθητών, να κρούομεν κατά το πάγιον έθιμον, τας καμπάνας της Αγίας Τριάδος, ενώ ταυτοχρόνως, από τας λοιπάς ομάδας συμμαθητών μου, εκρούοντο και αι καμπάναι των εταίρων πολυαρίθμων εκκλησιών του χωρίου μας, αναγγέλλουσαι αναπαραστατικώς, το χαρμόσυνον νέον της ενάρξεως της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά το 1821.

Και είδον ακολούθως, να ενδύομαι μετά μεγίστης αδημονίας και μεθ’ επάρσεως και συγκινήσεως, την τιμημένην φουστανέλλαν του Αρματωλού και του Κλέφτη, διαπερνών και θέτων εις την μέσην μου δια της τετριγυρισμένης μανδήλας την μπιστόλα και την ξιφολόγχην, όπλα αληθινά, όπου μου εμπιστεύετο κατά τας Εθνικάς Επετείους ο αείμνηστος μπάρμπα Μήτσος ο ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ, απόγονος, όπως εκαμάρωνε, από την δοξασμένην γενεάν του Οδυσσέως ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ.

Ίδιος εις την όψιν, με την ιδίαν πελώριαν μουστάκα, με τον ίδιον αγέρωχον χαρακτήρα, με το ίδιον θυμικόν.
Πάραυτα συνετάχθη το Σχολείον ολάκερον και με βηματισμόν συγγεχρονισμένον, υπό την επίβλεψιν των εκλεκτών και αγαπητότατων και σπουδαιοτάτων διδασκάλων μας, του Τρικεριώτη Κωνσταντίνου ΠΑΤΡΙΚΟΥ και εκ γυναικόςΤρικεριώτη Γεωργίου ΛΑΜΠΡΟΥ, εκινήσαμεν δια των λιθίνων περιτέχνων καλντεριμίων την θριαμβώδη πορείαν μας προς την Μητρόπολιν του χωρίου μας, την Αγίαν Τριάδαν, δια την παρακολούθησιν της τελέσεως της λαμπροτάτης δοξολογίας.

Από τα χείλη όλων μας, μετά δυνάμεως φωνής στεντορίας, εβοούσεν ο τόπος ολάκερος, τραγουδώντας το υπέροχον άσμα:
«Όλη Δόξα όλη Χάρη, Άγια Μέρα ξημερώνει
και την μνήμη σου το Έθνος, χαιρετά γονατιστό.»
Αι καρδίαι όλων των παρισταμένων κατά την διαδρομήν συγχωριανών ανερρίγουν και διασχίζοντες την πλατείαν, οι καπεταναίοι όρθιοι απέδιδον εις ημάς τους μικρούς μαθητάς μίαν ιδιότυπον τιμήν σεβασμού, ως να ανεγνώριζον εις το αμύστακον πρόσωπόν μας, τους ευκλεείς και ενδόξους Ήρωας της Πατρίδος, όπου εσήκωσαν το Γένος από την μαύρην δουλείαν των Οθωμανών.
Επεράσαμεν την τελευταίαν στροφήν εις τον ανήφορον του καλντεριμίου, όπου εβλέπομεν πλέον εις την ευθείαν που ακολουθεί, την πίσω πλευράν της Μητροπόλεως, το σημείον του Ιερού, ότε τα τραγουδίσματα των ασμάτων, τα βοώντα με φωνήν μεγάλην και στεντορίαν, ήρχισαν να ελλαττούνται ακουστικής και δυνάμεως, καλυπτόμενα από την βαρείαν και τραχυτάτην και τομούσα φωνήν του Ιερέος μας, του αγαπητότατου παππά – Τάσου.
Ο παππά – Τάσος δεν ήτο εύκολος υπόθεσις.
Εγεννήθη εις Ραχούλαν Καρδίτσης την 7ην Αυγούστου του σωτηρίου έτους 1928.
Ο ανυπότακτος αγέρας των υπερήφανων Αγράφων, ενεφύσησεν εντός του μεγάλα ιδανικά και υπερτάτην αγάπην δια την Πατρίδαν και την Ορθόδοξον Πίστιν.

Μέσα εις τα σπλάχνα του, ο ίδιος αγέρας, τον ενέδυσεν με την ατρόμητον ψυχήν και το ατρόμητον βλέμμα του Καρδιτσιώτη λέοντος Στρατηγού Γεωργίου ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ, με τον πηγαίον και αρχέγονον Ελληνικόν αστεϊσμόν περί των πραγμάτων, καθώς και με την Αριστοφανικήν αθυροστομίαν, που και εκείνον εις βαθμόν υπέρθετον εχαρακτήριζεν.
Νεανίας εισέτι ο Αναστάσιος, τον έυρεν η κατοχή της αγαπημένης Πατρίδος μας υπό των Γερμανών ναζί.
Παρά το νεαρότατον της ηλικίας του, αδυνατών να αποδεχθεί οιανδήποτε μορφή ζυγού εις τον τράχηλόν του, υπερθέτως υπερήφανος δια την καταγωγήν του και τους ενδόξους προγόνους του, με Σταυρόν Χριστού εντός της ψυχής του φλογόπυρον, εσήκωσεν το άγουρον ανάστημάν του εις τους νέους επιδόξους βαρβάρους, θέτοντας εαυτόν και την ζωήν του εις την Υπηρεσίαν της Πατρίδος και σφίγγων εντός της παλάμης του το ντουφέκιον του μαχητού της Εθνικής Αντιστάσεως.

Ότε η Πατρίς ελευθερώθη, εκείνος, έχων τελέσει εις ακέραιον ως γνήσιος Έλλην, το εγκόσμιον χρέος του προς Αυτήν καθώς και τας εν συνεχεία στρατιωτικάς του υποχρεώσεις, ενεδύθη ευλαβώς τα Ιερά Άμφια, χειροτονούμενος διάκονος κατά το έτος 1955, ίνα υπηρετήσει κατά το λοιπόν του βίου του «Τον Θεόν της Σωτηρίας και πάσης σαρκός».
Διανύων την θεάρεστον διαδρομήν του εις τους κόλπους της εκκλησίας, τον Ιανουάριον του σωτηρίου έτους 1964, ότε εγώ ήμην τριών (3) ετών και τριών (3) μηνών, ετοποθετήθη αρχιερατικός επίτροπος εις τον Ιερόν ναόν Αγίας Τριάδος, Μητροπόλεως του χωρίου μας.

Τις Κυριακές η φωνή του, ήτις ψάλλουσα εβόα εις τα σοκκάκια και τας παρυφάς του Τρικερίου, η βαρεία και τραχεία ως είπομεν εκείνη φωνή, ανεπιτήδευτος και πρωτογενούς και αρχεγόνου χροιάς, ως κύμβαλον αλαλάζον, ως εν μέσω σκηνής Αρχαίας Τραγωδίας αναπέμπουσα ύμνους, εμαγνήτιζεν τα ώττα μου και εδόνει εκ θεμελίων την ψυχήν μου.
Δεν ήσαν ολίγες οι φορές, όπου η αγαπημένη μου μήτηρ Ευπραξία, διαπιστώνουσα λίαν ενωρίς του πρωϊνού της Κυριακής και εν μέσω πυρετωδών προετοιμασιών δια την μετάβασίν μας εις την εκκλησίαν, ότι διέλαθον της προσοχής της και εξηφανίσθην, αναζητώντας με δε αλλοφρονούσα εις το καλντερίμιον έμπροσθεν της οικίας μας, ελάμβανε την πληροφόρησιν εκ συγχωριανών μας, ότι είχον μεταβεί εις την εκκλησίαν κατά μόνας, φέρον ως ένδυμα, αντί εκείνου του μικροτάτου επισήμου κοστουμίου, μετά του λευκού τριγωνικού μανδηλίου εις την αριστεράν επιστήθιον τσέπην, μόνον το βρακίον μου και τοιουτοτρόπως απηλλαγμένος ενοχών και αναστολών εις εκείνην την προνηπιακήν ηλικίαν των τριών ετών, μετείχα εις το εκκλησίασμα ψυχή τε και σώματι, λαμβάνων επίσημον θέσιν έμπροσθεν της Ωραίας Πύλης.

Έκτοτε, καθ’ όλην την διαδρομήν μου μέχρις ότου απεφοίτησα από το Δημοτικόν Σχολείον Τρικερίου, ο παππά – Τάσος, ήτο δι εμέ ομοίως του πατρός μου και των μπαρμπάδων μου.
Και ότε εκείνοι έλειπον εις την ξενητιάν, εις τα πολύμηνα ταξείδια των με τα ποντοπόρα πλοία, εκείνος υποκαθίστα την παρουσίαν τους δι εμέ, ως στήριγμα ζωής και πίστεως.
Ήτο ως πατέρας διαρκώς συμβουλεύων, ήτο ως φίλος αδόλως εγκάρδιος και πάντοτε παρά το πλευρόν, ήτο ως μεγάλος αδελφός αγαπών το στερνοπαίδι, ήτο ως Ιερεύς και ως αγαπητός του Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, ισχυροτάτη ασπίς προστασίας και βεβαιότητος.
Το αυτό ήτο, όχι μόνον δι εμέ, αλλά δι’ όλα τα παιδία και δι’ όλους τους συγχωριανούς μας.
Ο παππά – Τάσος δεν ήτο ένα άμφιον κενόν, αποκομμένον εκ της ζωής και εκ της τοπικής κοινωνίας.
Ήτο ένα με την κοινωνίαν.

Ετσούγκριζεν μετά ψυχής το ποτήριον με το τσίπουρον εις τα καφενεία, χωρατεύων μετ’ αγάπης τους συγχωριανούς μου, εσήκωνεν τα ράσα και εχόρευεν λεβέντικα τον Τσάμικον χορόν της γεννέτειράς του.
Και την νύκταν, όταν τα σοκκάκια ησύχαζον και ο κόσμος αποσύρετο εις τας οικίας του, τότε εν κρυπτώ, εκείνος ανελάμβανεν δράσιν.

Εφώναζεν την αδελφήν του παππού μου, την αείμνηστον «θειά το Αγλαϊώ το Χατζάκικο», η οποία δια βίου εκτελούσεν μετ’ ευλαβίας χρέη καντηλανάφτισσας (νεοκόρου) εις Αγίαν Τριάδαν και αφού ετοίμαζεν μικρά δέματα εμπεριέχοντα λειτουργιάν και άλλα καλά και χρήματα εκ του ριπτομμένου οβολού των πιστών, ενετέλετο ταύτην, όπως ησύχως και διακριτικώς μεταβεί εις οικίας ορφανών και πτωχών του χωρίου μας, ίνα παραδώκει εκείνο το πολυτιμότατον βοήθημα της εκκλησίας, ανακουφίζων την ανέχειαν και παρηγορών τας ψυχάς των ταπεινών.
Ο παππά – Τάσος ήτο αληθής Ποιμήν.
Και ως αληθής Ποιμήν ηγάπα από καρδίας το ποίμνιόν του.
Δεν επεδείκνυεν την ευεργεσίαν. Δεν επεθύμει ζητωκραυγάς και υποκλίσεις.
Η δεξιά του ηγνόει τί εποίει η αριστερά του.
Ο παππά – Τάσος ήτο ένα με την μικρήν μας κοινωνίαν.
Η παρουσία του εσκόρπιζεν αγαλλίασιν εις τας ψυχάς και ο ευθύτατος άνευ περιστροφών λόγος του, απεκόμιζεν τον σεβασμόν όλων.
Ο παππά – Τάσος δεν εμάσει τα λόγια του. Τα σύκα – σύκα και η σκάφη – σκάφη.
Με αγάπην αθυρόστομον και με χωρατά ψυχής.

Ευδόκισα μαζί με άλλους συμμαθητάς μου να είμαι τας Κυριακάς πλησίον του μέσα εις το Ιερόν, να βιώνω την υπερτάτην τιμήν ως υψηλήν αποστολήν, της θερμάνσεως του Ζέοντος, του ύδατος δια του οποίου θα ητοίμαζεν την Αγίαν του Χριστού Κοινωνίαν, να παραδίδω εις την σταθεράν και σεβασμίαν ιερατικήν του χείραν το θυμιατόν και να ενδύομαι τα μικρά εκείνα άμφια ως παππαδάκι, φέρων άλλοτε τον Σταυρόν, άλλοτε τα Εξαπτέρυγα και άλλοτε την λαμπάδαν.
Και ενθυμούμαι μειδιών, στιχομυθίαν τινά μεταξύ αυτού και του Φώτη, ενός κατά τι μικροτέρου συμμαθητού μου.
Εζύγωνεν η μεγάλη Εβδομάς και εκείνος, όπως όλοι, είχεν μεταβεί μετά της μητρός του εις τον Βόλον δια της θαλασσίου συγκοινωνίας, καθ’ όσον το Τρίκερι εστερείτο εισέτι οδικής συνδέσεως μετά του υπολοίπου Πηλίου, είχεν μεταβεί λοιπόν εις Βόλον, όπου ηγόρασεν κατά το εθιμικόν μας, νέον κοστούμιον δια το Πάσχα και νέα υποδήματα.
Η λαβούσα χώρα εν εκείνω τω χρόνω μεταστροφή της μοδός, δεν είχεν εισέτι προφθάσει να εμφανισθεί εις την μικρήν μας κοινωνίαν, και εις τον χώρον των ανδρικών υποδημάτων εκυριάρχουν, ως διαχρονική σταθερά, οι χρωματισμοί του μαύρου και του καφέ, μετά τινών παραλλαγών των.

Ενεφανίσθη λοιπόν ο Φώτης, εν μέσω τελευταίας μοδός, φέρων υποδήματα βαθέως κοκκίνου μπρούσκου αποχρώσεως.
Τα εκοίταξεν πάραυτα ο παππά – Τάσος και σαλεύων δια της παλάμεώς του την γενειάδαν του, εγύρισεν εις τον Φώτην και δίχως περιστροφές, είπεν εις τόνον νουθετικόν και αυστηρόν συνάμα:
«Ρε σύ, αυτά τα παπούτσια είναι πούστικα! Τράβα να τα βγάλεις!»
Εσκάσαμεν εις τους γέλωτες. Και εκείνος σοβαρός μας είπεν:
«Ορέ οι πατεράδες σας αρμενίζουν και φουρτουνεύονται. Είσαστε από σκληρή και τίμια ράτσα. Θα γίνετε άντρες και οι άντρες έχουν περηφάνεια και ψυχή! Μην κοιτάτε τί βγάζουν αυτοί οι αφορεσμένοι με τις μόδες! Τα κόκκινα είναι για τις γυναίκες και τα φοράνε στα Τρικεριώτικα! Εσείς να μην παίρνετε τέτοια!».
Αυτός ήτο ο παππά – Τάσος.
Αλλά δεν ήτο μόνον αυτό.

Ήτο και ο φοβερός θεματοφύλακας των Αγίων και Ιερών κειμηλίων, όλων εκείνων των ανεκτιμήτων και βαρυτίμων αναθημάτων εις την Παναγίαν και τον Χριστόν, και τον Άγιο Νικόλαον, που από αιώνας οι Τρικεριώται καραβοκύρηδες και καπεταναίοι και τα πληρώματα, εκόμιζον εις την χάριν Των δι ευλογίαν και ευγνωμοσύνην.
Επί των ημερών και των επί συνόλω ένδεκα (11) ετών, που ο αγαπημένος μας Ιερεύς παρέμεινεν εις το Χωρίον μας, ταύτα εφυλάσσοντο υπό αυτού ως κόρην οφθαλμού.
Το μετέπειτα αποτελεί ένα άλλον κεφάλαιον, ανάρμοστον επί του παρόντος.
Ο παππά – Τάσος όμως δεν ήτο μόνος του.
Δίπλα του είχε μία παππαδιά.

Και όσον ηγάπησεν και ελάτρεψεν το Τρίκερι εκείνον, άλλη τόση ήτο και η αγάπη όλων προς αυτήν, την ερίτιμον και ευλαβή σύντροφό του και συνοδοιπόρο του και συγχωριανή του, την κυρά Αθηνά, το γένος Φωτίου Ζάϊρα.
Εκείνη ήτο η προσωποποίησις της ηρεμίας, της σεμνότητος, της ταπεινότητος, της ευλαβείας, της πραότητος.
Ενθυμούμαι ως παιδίον το βλέμμα της, ότι με εκέντριζεν πάντοτε, ότι είχεν μία πρωτοφανήν γλυκύτητα και αγάπη δι’ όλους τους ανθρώπους, ότι διήγαγε μίαν ζωήν σεμνοτάτην με το μέγεθος και την βαρύτητα που απορρέει εκ των ανεπιτήδευτων και αληθών ψυχών.

Με ετούτες τις χάρες και την αμέριστη αγάπη της, ανέστησε εις το χωρίον μου δύο υπέροχα παιδία, τον φίλτατον Αριστείδην και την αδελφήν του Μαρίαν (Μαρούλα όπως την εφώναζαν αι κορασίδαι) ενήλικες με αξίαν εις την κοινωνίαν σήμερα, όπου ευλογήθησαν να προσφέρουν εις τους γονείς τους τέσσαρα εγγόνια και τρία δισέγγονα.
Δεν θα αναφερθώ επιπλέον εις λεπτομερείας του πλουσίου βιογραφικού του μοναδικού εις αξίαν εκείνου Ιερέος.
Θα καταγράψω μόνον, ότι ο διαρκής πόθος του δια την πνευματικήν του διαπλάτυνση, τον ηξίωσεν να αποφοιτήσει εν τω παρόδω του χρόνου, από το Τμήμα Ιερατικής επιμορφώσεως της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η βαθυτάτη πίστις του δια την αξίαν των Γραμμάτων και των σπουδών, τον ωθούσε να παρακινεί και να προτρέπει μετ’ επιμονής, πλείστους γονείς εκ του χωρίου μου, δια την ανάγκην να αποστείλουν τα τέκνα τους εις Γυμνάσιον του Βόλου δια να μορφωθούν και να μην ακολουθήσουν τον επίπονο και επικίνδυνον δρόμο της θαλάσσης.
Ως αρίστους μαθητάς, τόσον εμένα, όσον και τινές άλλους συμμαθητάς μου, μας εκαμάρωνεν με χαράν ανείπωτη, ότι είχεν και ο ίδιος από την εδικήν του πλευράν το μερίδιόν του εις την εξέλιξίν μας, αφού ο Ιερός χώρος εις τον οποίον αυτός χοροστατούσε, εσφυρηλάτισεν μέσα μας αξίες και έθεσεν και εκείνος παράλληλα με τους γονείς μας το λιθάριόν του, εις την ορθήν οικοδόμησιν της ψυχής.

Ουδέποτε θα λησμονήσω την στιγμήν, καθ’ ήν ητοιμαζόμουν, ίνα μεταβώ μετά της μητρός μου εις Βόλον, προκειμένου να μετάσχω εις τας καθιερωμένας τότε εξετάσεις, δια την εισαγωγήν μου εις το Γυμνάσιον.
Εύρε την μητέραν μου και της είπεν:
«Ορέ, μην πάτε σε τίποτα ξενοδοχεία και είναι το παιδί κλεισμένο και μοναχό σε ένα δωμάτιο για μιά βδομάδα.
Να ρθείτε σπίτι μας ορέ στον Βόλο να μείνετε, να είσαι παρέα με την παππαδιά και ο Σταθάκης με τον Αριστείδη( όπου ήδη ήτο μαθητής Γυμνασίου). Να τον βοηθήσει κιόλας για τις εξετάσεις. Και το είπε εκ καρδίας. Το αυτό έπραξεν και η παππαδιά του, η κυρά Αθηνά.

Και πράγματι εμεταβήκαμεν εις φιλοξενίαν εις την εν τω Βόλω οικίαν τους επί μίαν εβδομάδαν.
Και ήνοιξαν διάπλατα τες θύρες. Και ήνοιξαν διάπλατα τας καρδίας των. Και δεν διέκρινον εάν ευρισκόμην εις την εδικήν τους οικίαν ή εις την εδικήν μας. Και ο Αριστείδης με αγάπη, ανέλαβεν να με περιηγείται με το ποδήλατόν του κατά τον ελεύθερον από διαβάσματα χρόνον, να μου δείξει ό,τι ημπορούσε από τον Βόλον ως αξιοθέατον και να με ευχαριστήσει ως ο καλλύτερος φίλος, παρ’ ό,τι ήτο μεγαλύτερός μου.
Αύτη ήτο η οικογένειά του.
Αυτός ήτο ο παππά – Τάσος.
Ένας Αληθής Ορθόδοξος Ιερεύς.
Ένας Αληθής Έλλην.
Ένας Αληθής Πατριώτης.
Ένας Αληθής διδάσκαλος.
Και εγώ, μαθητής του Δημοτικού Σχολείου Τρικερίου, όταν με ρίγος εμάθαινα εις την Ιστορίαν δια το λαμπρότατον τέκνον της Πατρίδος, τον ηρωϊκόν ΠΑΠΠΑΦΛΕΣΣΑ, εκείνον τον ατρόμητον, υπερήφανον και ανυπότακτον Αρχιμανδρίτη, εσάλεψεν ο λογισμός μου από χαράν ανείπωτη, όπου ημπορούσα να τον θωρώ έμπροσθέν μου ζωντανόν, εις την μορφή και το πρόσωπον του εδικού μας Ιερέως.
Καθ’ όσον δι εμέ, ο παππά – Τάσος ΖΑΧΑΡΗΣ, ήτο ένας σύγχρονος «ΠΑΠΠΑΦΛΕΣΣΑΣ»!
Και είναι από εκείνους, που ακόμη και όταν αποχωρούν από τα εγκόσμια,
ουδόλως λογίζονται ως απόντες, αλλά μεταξύ ημών,
αφού η μνήμη τους είναι ΑΙΩΝΙΑ!

Υ.Γ
Χρησιμοποίησα στο παραπάνω αφιέρωμά μου, γλώσσα «Θρησκευτικώς Αρχαιοπρεπή» για δύο λόγους:
Πρώτον, για να διαφανεί ακόμη μία φορά το Μεγαλείο, η Τελειότητα, η Δύναμη και ο ασύγκριτος Πλούτος της Μαθηματικής και Μουσικής συνάμα Ιερής Ελληνικής Γλώσσας, ως ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο των ανθελλήνων υπηρετών της Νέας Τάξης, που έχουν επιδοθεί σε πυρετώδεις διαδικασίες για να την αφανίσουν από την «Εκπαίδευση», προσδοκώντας να αφήσουν τα Ελληνόπουλα στο απόλυτο σκότος.
Δεύτερον, για να σας μεταφέρω ολοκληρωτικά σε μία εποχή υπέροχη που -δυστυχώς- απωλέσθηκε, και για να τιμήσω μ’ αυτόν τον τρόπο τα χαρακτηριστικά αυτής της εποχής και τα Ιδανικά της, για τα οποία ο Μακαριστός Ιερέας π. Αναστάσιος ΖΑΧΑΡΗΣ φλογερά αγωνίστηκε και δεν δίστασε να τα υπερασπιστεί με κίνδυνο της ζωής του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου