ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γεώργιος Καραϊσκάκης

γεώργιος-καραϊσκάκης-48048

Του Χρήστου Μηλίτση

Στις 23 Απριλίου κλείνουν 191 χρόνια από τον ηρωικό θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

O περίφημος αρματολός των Αγράφων, Στρατάρχης της Ρούμελης και αρχιστράτηγος της Ελλάδας, γεννήθηκε στο χωριό Μαυρομάτι της Καρδίτσας το 1782. Μητέρα του ήταν η Ζωή Διμισκή, ή Ντιμισκή, που καταγόταν από το χωριό Σκουληκαριά της Άρτας. Ήταν αδελφή του Κώστα Ντιμισκή, γνωστού κλέφτη εκείνης της εποχής και εξαδέλφη του οπλαρχηγού Γιώργου Μπακόλα. Πριν καλογερευτεί είχε παντρευτεί το Γιαννάκη Μαυροματιανό. Πέθανε και την άφησε χήρα και άτεκνη. Για να επιβιώσει πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομάτι και έγινε καλόγρια. Εκεί γνωρίστηκε με το Δημήτρη Καραΐσκο, που ήταν διοικητής σ΄αυτό το Βιλαέτι, έμεινε έγκυος και σε μια σπηλιά, κοντά στο μοναστήρι γέννησε τον Καραϊσκάκη, που από κλέφτης στην αρχή, εξελίχτηκε σε Αρχιστράτηγο της Ελλάδας. O πατέρας του οπλαρχηγός Καραΐσκος, μετέφερε το βρέφος, αρχικά στο χωριό Λεοντίτο και αργότερα στη Γράλιστα, όπου πέρασε τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ.

Όταν έγινε οκτώ ετών έχασε και τη μητέρα του και έμεινε πεντάρφανος. Σε ηλικία 15 χρόνων, έγινε κλέφτης στο σώμα του Κατσαντώνη. Το βάπτισμα του πυρός, το πήρε στα 1805 στη μάχη στα Μαλτέικα του Βάλτου. Εκεί οι κλέφτες έστησαν ενέδρα και διέλυσαν τους Τουρκαρβανίτες. Στη μάχη αυτή ο Καραϊσκάκης δείλιασε. Φοβήθηκε να πολεμήσει και ο φοβερός καπετάνιος Τσιάκας, πιο παλιός απ’ το Δίπλα, τού ’δωσε μια κλωτσιά στο πισινό λέγοντας του. (Σκιάζεσαι βρε παλιόγυφτε) Του είπε έτσι γιατί ήταν πολύ μελαχρινός. Από τότε ο Καραϊσκάκης έγινε φίλος του και μάλιστα πρωτοπαλίκαρο του και άρχισε τα κατορθώματα του. Πιάστηκε από τους Τούρκους το 1798 και οδηγήθηκε στον Αλή-πασά στα Γιάννενα. Τον είχε κατηγορήσει κάποιος Αρβανιτόβλαχος Καραγκούνης, κτηνοτρόφος, που είχε νοικιάσει βοσκοτόπια, ιδιοκτησία του Αλή, ότι του έκλεβε πρόβατα, μαζί με τους συντρόφους του Δίπλα και Τσόγκα. O Αλής διέταξε και τους έκλεισαν και τους δυο στη φυλακή. Τους απέλυσε, ύστερα από κάμποσο καιρό, αφού πήρε, όσα γρόσια ζήτησε για λύτρα. Μόλις αποφυλακίστηκε, βγήκε στο κλαρί. Πιάστηκε όμως σε μια μάχη από τους Τούρκους και τον ξανάφεραν στα Γιάννενα. Τότε ο Αλής που γνώριζε την αξιοσύνη και την ανδρεία του, τον ρώτησε:

-Τι θέλεις να σε κάμω μωρέ Καραϊσκάκη; Και τότε του απάντησε .

-« Αν με γνωρίζεις άξιον για αφέντη, κάμε με αφέντη, αν με γνωρίζεις άξιον για χουσμεκιάρη (υπηρέτη), κάμε με χουσμεκιάρη, αν με γνωρίζεις ανάξιον του παντός, ρίξε με εις τον γιαλόν της λίμνης των Ιωαννίνων. Ο Αλής τον συγχώρησε Αλλά τον ανάγκασε να καταταγεί στο στρατό του.

Όταν επαναστάτησε ο πασάς του Βιδινίου, που ήταν και φίλος του Ρήγα του Βελεστινλή, ακολούθησε τα στρατεύματα του Αλή που κινήθηκαν εναντίον του. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να αυτομολήσει στο στρατό του Πασβάνογλου. Συλλαμβάνεται και πάλι αργότερα από τους Τούρκους, και για τιμωρία, τον βάζουν στη φάλαγγα. Τον δίνουν χίλιους ραβδισμούς στα πόδια και τον ρίχνουν στη φυλακή. Μετά από δύο χρόνια, κατόρθωσε να αποδράσει, Καταφεύγει και πάλι στα κλέφτικα λημέρια. Γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη. Λέγεται μάλιστα, πως αυτός σκότωσε το Βέλη- Γκέκα, ένα από τα πιο φημισμένα πρωτοπαλίκαρα του Αλή. Στη μάχη που δόθηκε στο Κομπότι, οι Τούρκοι κατατροπώθηκαν, και το’ βαλαν στα πόδια.

O Καραϊσκάκης για να τους δείξει, πως δεν τους υπολογίζει, ανέβηκε σ’ ένα βράχο, γυμνώθηκε και τους έδειξε τα πισινά του, ενώ συγχρόνως τους έβριζε. Ήταν πολύ βωμολόχος. Ένας Γκέκας, τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε ανάμεσα στους δύο μηρούς. Γρήγορα όμως, έγινε καλά και ξανάρχισε το κυνηγητό των Τούρκων. Το ίδιο χρόνο 1805 στη θέση (πουλιού Βρύση) κοντά στο Κεράσσοβο, κτυπήθηκε με το Τούρκικο ασκέρι του Χασάν Μπουλούση και τον διέλυσε. Ύστερα από λίγο καιρό, άφησε τον Κατσαντώνη και τράβηξε προς το Βάλτο. Από παιδί είχε μια σφοδρή επιθυμία, ήθελε να πάρει το αρματολίκι των Αγράφων, Πήγε στη Βόνιτσα και προσπάθησε να εξεγείρει τους κατοίκους της περιοχής. Δεν τα κατάφερε, όμως, και ξαναγύρισε στα Άγραφα. Εδώ αγωνίζεται νύχτα και μέρα και καταστρώνει σχέδια να πάρει στα χέρια του το αρματολίκι των Αγράφων, από τους απογόνους του Γιάννη Μπουκουβάλα που το κατείχαν από το 1782.

Συγκρότησε ισχυρό σώμα από Βαλτινούς, Δίνει μάχη με τους Τούρκους εναντίον του Ομέρ Βρυώνη στη Λουξάδα και εναντίον του Κιουταχή στην Αράχοβα, στο Δίστομο, στη Δόμβραινα στο Βάλτο και τους τρομοκρατεί. Στη μάχη αυτή αναφέρεται και το τραγούδι: Κάτω στο Βάλτο στα χωριά, ξηρόμερο και Άγραφα. Γιεμ ‘ στα πέντε Βελαέτια, φάτε, πιέτε μωρ’ αδέρφια….. Με το σώμα των Βαλτινών και τη βοήθεια του Γιάννη Ράγκου, αναγνωρίστηκε ως αρχηγός, όχι μόνο από τους κατοίκους των Αγράφων, αλλά και από τους πασάδες της Λάρισας. Στην αρχή ερωτοτροπεί με τους Τούρκους, για να εδραιώσει και στερεώσει το αρματολίκι του. Αργότερα τους κηρύσσει ένα πόλεμο σκληρό και αμείλικτο. Oνομαστή είναι η μάχη της Τριφύλλας, κοντά στο χωριό Κλειτσός, που κατάσφαξε τους Τούρκους, σε μια ράχη, που φέρνει σήμερα τ’ όνομα του (ράχη του Καραϊσκάκη). Εκεί φονεύει τον αρχηγό τους Ηλιάσμπεη.

O Πέτρος Σπανδώνης στο βιβλίο του, (Oι κλεφτοαρματολοί και τα τραγούδια τους] γράφει ότι στη μάχη της Τριφύλλας, στη κρύα βρύση σκοτώθηκε ο Αρβανίτης Μολαημέρης, Εκείνη η βρύση από τότε, πήρε το δικό του όνομα. Εκεί, τραυματίστηκε και ο Καραϊσκάκη Η Δράση του Καραϊσκάκη κορυφώνεται με την έκρηξη της επανάστασης του 1821. όταν τ’ αντρειωμένα Άγραφα φέρνουν από τις πρώτες κιόλας μέρες το μεγαλύτερο βάρος του Αγώνα. Τον πρώτο χρόνο, γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας, και τον βρίσκομε να αντιπροσωπεύει τα Άγραφα στο συνέδριο των φιλικών, που έγινε στη Λευκάδα. Στη Λευκάδα στη θέση Μαγεμένο, έγινε η συγκέντρωση όλων των καπετανάτων της Ρούμελης, στην οποία πήραν μέρος υπό την εποπτεία του Καποδίστρια και ο Έλληνας στρατηγός του Ρωσικού στρατού Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, αρχηγός της Μεθοριακής Λεγεώνας των ελαφρών κυνηγών, ο Μητροπολίτης Αρτης και Ναυπάκτου Ιγνάτιος, ο Μητροπολίτης Λευκάδος Παρθένιος Κονιδάρης και πολλοί ιερείς. Το δεύτερο δεκαήμερο του Γενάρη του 1823 ο Oμέρ-Βρυώνης και ο Κιουταχής, στέλνουν πολυάριθμο στρατό στα Άγραφα, με αρχηγούς τον Ισμαήλ- πασά Πλιάσα, τον Ισμαήλ Χαζή-Μπέντο και Άγου-Βεσιάρη.

O Καραϊσκάκης με 950 άνδρες πιάνει τη διάβαση στο χωριό Άγιος- Βλάσης, στη θέση Κορομηλιά και προξενεί μεγάλη ζημιά στους Τούρκους και τους εξαναγκάζει να επιστρέψουν στο Αγρίνιο. Στη μάχη της Κορομηλιάς, σκοτώθηκε το πρωτοπαλίκαρο του Καραϊσκάκη ο Μπακουγιάννης. Oι Tουρκαρβανίτες, περνούν από το Αγρίνιο στη Λεπινού και Κραβασαρά καταδιωκόμενοι από τον Καραϊσκάκη. Στον Κραβασαρά, στη θέση Λάσπη δίνει μεγάλη μάχη και τους πετσοκόβει. Όσοι έμειναν, πέρασαν στην Πρέβεζα. Ξαναγυρίζει στη Νεβρόπολη. (Είχε τότε έδρα το χωριό Καστανιά) γιατί πληροφορήθηκε ότι μπουλούκια από Αρβανίτικα σώματα, με αρχηγό το Σελιχτάρ πασά, με 6.000 πεζούρα και καβάλα, ήρθαν στη Νεβρόπολη στις αρχές του καλοκαιριού το 1823. O Καραϊσκάκης έστειλε τότε μήνυμα σε όλα τα χωριά της Νεβρόπολης να τον ενισχύσουν.

Όλα τα χωριά έδωσαν το παρών. Από το Μεσενικόλα πήγαν και κατατάχτηκαν στ’ ασκέρι του οι Γώγος Γεώργος, Ξαντήρος Ιωάννης, ο Καραμανώλης Δημήτριος και δύο δεκαεξάχρονα παιδία ο Φωτάκος και ο Αποστολίδης ή Καγιάρας, που τα χρησιμοποιούσε για συνδέσμους. Προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα, και όταν αναστήθηκε το Έθνος, ο Βασιλιάς Όθωνας τα τίμησε με αριστείο ανδρείας.

Oι Τούρκοι, ανάγκασαν τον Καραϊσκάκη να συμπτυχθεί. Εισέβαλαν σε πολλά χωριά και αιχμαλώτισαν πολλούς κατοίκους των Αγράφων. Μετά από λίγες μέρες αργότερα, οι οπλαρχηγοί Καραϊσκάκης και Στουρνάρης τους πετσόκοψαν κυριολεκτικά, και τους ανάγκασαν να ζητήσουν ειρήνη, και έγινε τότε προσωρινή ανακωχή, αφού ο Σελιχτάρ δέχτηκε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους και να επιστρέψει τα πράγματα που λεηλάτησε. Στα μέσα της Χρονιάς εμφανίζεται ο Μαχμούτ πασάς-Σκόντρας. Κατεβαίνει στη Θεσσαλία, Από κει στέλνει γράμμα στον Καραϊσκάκη με σκοπό να τον προσεταιρισθεί που έγραφε: «Με λένε Μαχμούτ πασά-Σκόντρα. Είμαι πιστός. Είμαι τίμιος. O περισσότερος στρατός μου αποτελείται από χριστιανούς. Διορίστηκα από το Σουλτάνο να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα, μη γένοιτο. Ψευτιές δεν ξέρω. Όποιος θέλει να είναι μαζί μου, πρέπει να είναι κοντά μου, όποιος δεν θέλει, ας καρτερεί τον πόλεμο μου. Δέκα μέρες σας δίνω καιρό να σκεφτείτε».

O Καραϊσκάκης στέλνει το γράμμα αυτό στο Στουρνάρη, που ήταν αρχηγός στα ανταρτοσώματα του Ασπροποτάμου με σημείωμα δικό του, που του έγραφε. Δες τι γράφει ο Σελεπτσής, ο κερατάς. Εγώ όρισα όλος ο λαός να τραβηχτεί σε δυνατές θέσεις και μόνος μου, επειδή είμαι άρρωστος, θέλω αποσυρθεί στα παλούκια, εκεί θα τους καρτερέσω, κι’ ακούς ειδήσεις μου έπειτα. Κάμε το χρέος σου λοιπόν αδερφέ και εμένα εκεί να με εξεύρεις. Ταυτόχρονα έστειλε και την απάντηση στον πασά-Σκόντρα. το περιεχόμενο της μας το δίνει έμμετρα ο Γραμματέας του Καραϊσκάκη, Γαζής: Μου γράφεις ένα μπουγιουρτί, μου λες να προσκυνήσω./Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον π… μου τον ίδιο. Κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω,/κι’ αν έλθεις κατ’ απάνω μου, ευθύς θα πολεμήσω.

Όταν Σκόντρας πήρε την απάντηση του Καραϊσκάκη, εξαγριώθηκε. Έστησε το στρατηγείο του στη Νεβρόπολη και στις 20 Ιουλίου του 1823 διαίρεσε το στρατό του σε τρία τμήματα. Το ένα με αρχηγό το Σούλτσια Κόρτσια με 4.000 Αρβανίτες το έστειλε μέσω της Πόρτας στον Ασπροπόταμο, εναντίον του Στουρνάρη. Το άλλο σώμα με αρχηγούς τον Τσελεντίν-Μπέη και Σεριφ-Πασά με 8.500 άνδρες το στέλνει εναντίον του Καραϊσκάκη, το τρίτο με τον Άγω-Μπεσιάρη με 6.000 του δίνει διαταγή να περάσει από τη Ρεντίνα να εξουδετερώσει κάθε αντίσταση και να κατέβει στην κοιλάδα του Εύηνου ποταμού. Το Βραχοχώρι ορίστηκε στο τέλος σαν τόπος συγκέντρωσης και των τριών σωμάτων. Παράλληλα ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε όλους τους Καπεταναίους της περιοχής. Το Γιάννη Φραγκίσκα, Γιώργο Πεσλή, Κοντογιάννη, Σκαλτσά, Γιολδασαίους και το γέρο Πανουργιά, να καταφθάσουν με όση δύναμη μπορούν για να ενισχύσουν το στρατόπεδο που είχε έδρα την Οξιά των Αγράφων Μόλις συγκεντρώθηκαν τα στρατεύματα ο Καραϊσκάκης με τους άλλους οπλαρχηγούς κατέστρωσαν το σχέδιο των επιχειρήσεων και το απόγευμα κινήθηκαν Οι καταστροφές που προξένησαν οι Αρβανίτες στα χωριά της Νεβρόπολης ακόμη και της Ευρυτανίας το καλοκαίρι του 1823 ήταν ανυπολόγιστες.

Από μια ενθύμηση που είναι γραμμένη από κάποιον καλόγηρο στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής το γεγονός αυτό επαληθεύεται. Θύμηση γράφωμεν φώντας εβγίκε ο σκόντρας στα άγραφα και έκαψε και τα χωριά και τιν καρίτζα και τις εκλισίαις και πίραν και το βιο τους στο μαναστηράκι τα αλογομουλαρά τους και τα γιλάδια τους και τα γιδοπρόβατα τους επίρε καριτζίστικα α=1000. (Γράφτηκε ως έχει). Συγκεντρώθηκαν όλοι στην Oξιά της Καράβας, και το απόγευμα κινήθηκαν εναντίον των Τούρκων. O Καραϊσκάκης διαίρεσε το στρατό του σε τρία τμήματα. Έταξε τους άλλους αριστερά και δεξιά και αυτός τοποθετήθηκε στο μέσο. Oι Τούρκοι, που διέθεταν αρκετό ιππικό, διασκόρπισαν το δεξιό τμήμα του Γιάννη Φραγκίσκα, και τα άλλα δύο σώματα, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

O Καραϊσκάκης ανεβαίνει την νύχτα στην Oξιά, και προσπαθεί τις επόμενες μέρες να συγκεντρώσει καινούργιες δυνάμεις για να επιτεθεί και πάλι εναντίον των Τούρκων. Δεν τα κατάφερε, όμως, αλλά παρέμεινε αρκετό καιρό εκεί. Σ’ αυτό το μέρος τον Ιούνιο του ίδιου έτους τον βρήκε απεσταλμένος του Τούρκου Σελιχτάρ Μπόδα, και του έδωσε ένα γράμμα που έγραφε Το κίνημα που έγινε, ήταν λάθος, και δεν έγινε με τη δική του θέληση. Ότι έγινε- έγινε, και του ζητούσε να κλείσουν ειρήνη. Η υποχώρηση του Σελιχτάρ-Μπόδα έγινε γιατί οι Τούρκοι έλαβαν ανάγκη να στείλουν στρατό στο Τρίκκερι και ειδοποίησαν τον Σελιχτάρ να προβεί σ’ αυτό το διάβημα. Να κλείσει, δηλαδή ειρήνη με τα ανταρτοσώματα της Δ. Θεσσαλίας και να τρέξει εκεί. Έτσι κι’ έγινε ο Καραϊσκάκης δέχτηκε και κλείστηκε ειρήνη. Σε λίγο καιρό αρρώστησε και πάλι. Ήταν από γεννησιμιό του σχεδόν φιλάρρωστος. Αβοήθητος κι άρρωστος αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο Μοναστήρι του Προυσού.

O Σκόντρας αφού κατέστειλε το κίνημα στο Τρίκκερι υπαναχώρησε και τον πολεμούσε. Δίνει αργότερα μια αποτυχημένη μάχη στο Ανατολικό, αλλά κατανικιέται και αποχωρεί ντροπιασμένος, γιατί ο Καραϊσκάκης που εν τω μεταξύ είχε αναρρώσει τον κυνηγούσε κατά πόδι. Αλλά η φήμη και η δράση του γενναίου αρματολού των Αγράφων δεν σταματά εδώ τρέχει παντού στα Θεσσαλικά Άγραφα και στα Γραμμενοχώρια, σε ολόκληρη τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη όλοι προσεύχονταν γι’ αυτόν και οι Τούρκοι έτρεμαν όταν άκουαν το όνομά του. «Τρέμουν τα κάστρα, τρέμουνε. Τρέμουν τα Βιλαέτια./Τρέμει και η δόλια η Ρούμελη για τον Καραϊσκάκη». Η φήμη του αυτή υπήρξε η αιτία να έρθει σε ρήξη με το Γ. Ράγκο τον οποίο υποστήριζε η προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας και ο Μαυροκορδάτος. Έτσι με διοικητική πράξη της 31ηςΜαρτίου του 1824 τον έκρινε ένοχο εσχάτης προδοσίας της πατρίδας, τον πέρασε από δίκη και τον στέρησε όλα τα αξιώματα. Η νίκη του όμως εναντίον των Τούρκων στην Αράχοβα, ανάγκασε την Κυβέρνηση να μοιράσει το Αρματολίκι των Αγράφων στο Γ. Ράγκο και στο Καραϊσκάκη, αναγνώρισε τις υπηρεσίες του και όταν έπεσε το Μεσολόγγι, ο Ζαΐμης τον διόρισε Αρχιστράτηγο.

Ο Καραϊσκάκης συγκέντρωσε 3.500 άνδρες στην Ελευσίνα και από κει άρχισε τις επιθέσεις εναντίον των Τούρκων στη Βοιωτία, Φθιώτιδα και Φωκίδα. Η τόλμη του το στρατηγικό του μυαλό πάρ’ όλο ότι ήταν αγράμματος αναγνωρίστηκαν από όλους τους μεγάλους πολιτικούς και στρατιωτικούς της εποχής του γι’ αυτό και του ανέθεσαν από κοινού αργότερα την αρχιστρατηγία του παραπέρα αγώνα. Πέθανε από το θανατηφόρο τραύμα που δέχτηκε στη μάχη του Φαλήρου στις 23 του Απρίλη του 1827 τη μέρα της γιορτής του. Η σφαίρα τον χτύπησε στο πίσω μέρος και αυτό αφήνει υπόνοιες ότι σκοτώθηκε από τους αντιπάλους του Μαυροκορδάτο και Ράγκο, οι οποίοι τον εχθρεύονταν και τον παρέσυραν μάλιστα προηγούμενα σε δίκη. Σχετικά με το θάνατο ο Περραιβός στα απομνημονεύματα του αναφέρεται στο τελευταίο χαιρετισμό που απηύθυνε ο Καραϊσκάκης στους συμπολεμιστές του. «Αδελφοί στρατηγοί και στρατιώτες, εγώ αποθνήσκω ευχαριστημένος διότι εκπλήρωσα το προς τη πατρίδα χρέος μου…..

Συγχωρήστε με αδελφοί κι εγώ συγχωρώ όλους σας. Υγιαίνετε άξια παλικάρια και πολυπαθέστατοι σύντροφο Αυτά είπε και παρέδωσε το πνεύμα τη νύχτα της 22ας προς την 23ην Απριλίου του 1827. Η πατρίδα αναγνωρίζοντας τους αγώνες του, τον ηρωισμό και τη Θυσία του, τον έταξε μεταξύ των μεγάλων στρατηγών του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι λοιπόν η Θεσσαλία και ειδικότερα, τα Θεσσαλικά Άγραφα προσέφεραν στο βωμό της Επανάστασης τον ηρωικό στρατηγό της Ρούμελης τον στρατηγικότερο Στρατάρχη των Ελλήνων επαναστατώ, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη τον οποίον ο Παλαμάς ονόμασε «Αχιλλέα της ρωμιοσύνης“. O πρώην οπλαρχηγός, που εχρημάτισε κάποτε διάβολος, όπως ο ίδιος έλεγε, έγινε ο Άγιος κήρυκας της Ελευθερίας των Ελλήνων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου