ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς

η-ιδεολογική-ηγεμονία-της-αριστεράς-62858

Του Κώστα Δ. Παπαδόπουλου, Δικηγόρου, LL.M (KCL), M.Sc. (LSE)

[email protected]

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας το 1974 συνδυάστηκε με δομικές αλλαγές στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο. Το αφήγημα των νικητών της εμφύλιας σύγκρουσης, που απέδιδε στο ΚΚΕ στρατηγική βίαιης κατάληψης της εξουσίας μέσω των γνωστών «τριών γύρων» της εμφύλιας αντιπαράθεσης και «μειοδοτικές» διαθέσεις για τις βόρειες περιοχές της χώρας, κατέρρευσε, κύρια γιατί η θριαμβεύσασα Δεξιά απέτυχε στην διαχείριση της νίκης της, διατηρώντας τις διάφορες capitis deminutiones των ηττημένων περισσότερο απ’ ότι ήταν πολιτικά ανεκτό[1] και δευτερευόντως γιατί ταυτίσθηκε με το ιδεολογικό-πολιτικό αφήγημα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Έτσι η Αριστερά στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, κατόρθωσε να κατοχυρώσει υπέρ των ηττημένων οπαδών της ένα μείζον «ηθικό πλεονέκτημα». Γιατί, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, «ο νικητής είναι απλώς νικητής, ο νικημένος όμως είναι ήρωας».[2]

Η «ιδεολογική ηγεμονία» της Αριστεράς, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της μεταπολίτευσης, βασίστηκε σ’ ένα μανιχαϊκό δίπολο, αντιστρόφως ανάλογο με εκείνο των νικητών, που μέχρι τότε είχε επικρατήσει. Σύμφωνα με αυτό, οι οπαδοί της Αριστεράς ήταν κατά βάση «καλοί», δηλαδή ιδεολόγοι αγωνιστές γιά εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία, για κοινωνική δικαιοσύνη κλπ, ενώ οι δεξιοί ήταν συλλήβδην «κακοί», δηλαδή συνεργάτες των Γερμανών, ταγματασφαλίτες, παρακρατικοί, μαυραγορίτες, καιροσκόποι κλπ. Στο πλαίσιο αυτό, όλες ή έστω οι περισσότερες εμφύλιες ακρότητες της δεκαετίας του 1940 αποδόθηκαν στις οργανώσεις και τους οπαδούς της Δεξιάς, ενώ οι αντιστασιακές οργανώσεις της Αριστεράς (ΕΑΜ – ΕΛΑΣ) και οι πολιτικοί φορείς της Αριστεράς (ΚΚΕ) εμφανίζονταν σταθερά προσηλωμένοι στην αποφυγή της εμφύλιας ρήξης.[3] Πρόκειται για μία εξαπλουστευμένη αντιπαράθεση καλού – κακού, χωρίς περιθώρια για διαβαθμίσεις και αποχρώσεις, «με το καλό να χάνει αδικαίωτο και να επιζητεί την ανάγκη επιτέλους να δικαιωθεί».[4]

Τούτων δοθέντων, το ιστορικό αφήγημα των ηττημένων επιβλήθηκε και κυριάρχησε, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε η δημόσια πρόσληψη του ελληνικής εμφύλιας διαμάχης να συμπίπτει απολύτως με μία «μυθοποιητική σύνθεση», που ουσιαστικά ταυτίζει την Αριστερά με το έθνος.[5] Η μονομέρεια της ιστοριογραφίας έχει προκαλέσει προβληματισμούς ακόμη και σε ιστορικούς, που δεν προέρχονται από τον χώρο της Δεξιάς, όπως πχ στον Γ. Μαυρογορδάτο, που έχει ασκήσει κριτική στην μονόπλευρη ιστορική «ρεβάνς των ηττημένων».[6]

Η ιδεολογική επικράτηση της Αριστεράς κατά την μεταπολίτευση οφείλεται και σε συντρέχοντες πολιτικούς λόγους. Με προφανή στόχο τον προσεταιρισμό των ψηφοφόρων της Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου μετά την «Αλλαγή» του 1981 ενέταξαν την Κατοχή και την Αντίσταση στους πολιτικούς σχεδιασμούς της νέας πολιτικής διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ εξιδανικεύθηκαν και αναγορεύθηκαν σε κύριους, αν όχι αποκλειστικούς, φορείς της Αντίστασης, για προφανείς λόγους ο ρόλος των κεντρώων και των φιλελεύθερων δυνάμεων αποσιωπήθηκε και η Δεξιά ταυτίστηκε με τον δωσιλογισμό ή, στην καλύτερη περίπτωση, χρεώθηκε με απουσία από τον εθνικό αγώνα. Η «αναγνώριση» της Εθνικής Αντίστασης με τον ν. 1285/1982 συνοδεύτηκε με την απονομή εκατοντάδων χιλιάδων αντιστασιακών συντάξεων. Όπως αποδείχθηκε από την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, ο συνδυασμός ριζοσπαστικής ιστορικής αναθεώρησης και επιδαψίλευσης υλικών παροχών σε μαζική κλίμακα υπήρξε άκρως αποτελεσματικός. Το «εθνικολαϊκιστικό» αφήγημα του ΠΑΣΟΚ απώθησε την ιστορία στο περιθώριο και κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή και στον δημόσιο λόγο.[7]

Υπό συνθήκες πλήρους ιδεολογικής επικράτησης της Αριστεράς, η ιστορική έρευνα δεν μπορούσε παρά να είναι ετεροβαρής, ιδιαίτερα στο εκρηκτικό ζήτημα της «κόκκινης» βίας, που είχε ασκηθεί σε πολλές περιοχές της χώρας, από τους φορείς της Αριστεράς (ΟΠΛΑ, ΕΠ κλπ) κατά την διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Γι’ αυτό, η βία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στις περιοχές που είχαν τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο, η διερεύνηση των αιτίων και των συνεπειών της κλπ αποτέλεσαν και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν απαγορευμένα θέματα για την αριστερή ιστοριογραφία. Είναι δε ζήτημα ανοικτό αν η αποσιώπηση της κόκκινης βίας, που ουσιαστικά συνιστά για την Αριστερά ένα είδος «ηθικής ετεροδικίας», οφείλεται σε απλή ιστορική παράλειψη ή μύχια αποδοχή της «αριστερής» βίας ως αποδεκτής πολιτικής πρακτικής, οπότε η αντιμετώπισή της ως απαξίας είναι εννοιολογικά και μεθοδολογικά αδύνατη.[8]

Το γεγονός ότι η κρατούσα ιστοριογραφία δεν αναγνωρίζει, αποσιωπά ή υποβαθμίζει την κατοχική βία της Αριστεράς έχει σαν αυτόθροη συνέπεια η τελευταία να μην λαμβάνεται υπ’ όψη σαν αιτιώδης παράγοντας των μετέπειτα εξελίξεων και η «λευκή» βία της μεταβαρκιζιανής περιόδου να εξετάζεται αυτοτελώς, χωρίς κανένα συσχετισμό με την «κόκκινη» βία της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Με βάση αυτή την πλασματική τομή, η ερμηνευτική προσέγγιση των ιστορικών της Αριστεράς για την τελευταία «ολοκληρωτική» φάση του εμφυλίου πολέμου αναγορεύει την βία της Δεξιάς σε αποκλειστικό αιτιώδη παράγοντα της εμφύλιας σύγκρουσης, παραγνωρίζοντας τις υπόλοιπες συντρέχουσες αιτίες. Απ’ αυτές κυριώτερη ήταν η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να αποδεχθεί ένα περιορισμένο ρόλο στην μεταπολεμική πολιτική σκηνή, αντίστοιχο με την περιορισμένη εκλογική επιρροή της Αριστεράς μετά τις ακρότητες των Δεκεμβριανών (εκτελέσεις, ομηρεία κλπ). Σήμερα γνωρίζουμε ότι μετά την συμφωνία της Βάρκιζας η ηγεσία του ΚΚΕ είχε κρατήσει ανοικτή την επιλογή της ένοπλης σύγκρουσης, αποκρύπτοντας ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του ΕΛΑΣ. Τελικά και αφού την άνοιξη του 1946 δόθηκαν υποσχέσεις για ηθική και υλική υποστήριξη από τους ηγέτες του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, η ηγεσία του ΚΚΕ, στην ουσία ο Ν. Ζαχαριάδης, σταδιακά διολίσθησε στην ένοπλη αντιπαράθεση.[9]

Σε κάθε περίπτωση, για την βία της Αριστεράς κατά την διάρκεια της Κατοχής υφίσταται «ιστοριογραφικό κενό». Στις πολλές εκατοντάδες έργων, που έχουν δημοσιευθεί τα τελευταία 50 χρόνια για την Κατοχή και την Αντίσταση, η βία της αριστεράς είτε απουσιάζει τελείως, είτε αποδίδεται σε εξτρεμιστικές παρεκτροπές τοπικών στρατιωτικών και κομματικών στελεχών, είτε δικαιολογείται, ως επί το πολύ στην βάση προηγούμενης άτοπης ή επιλήψιμης συμπεριφοράς των θυμάτων.[10] Ακόμη και από συνθετικά έργα σοβαρής περιωπής, όπως οι μελέτες του Πολυμέρη Βόγλη[11] και του Γιώργου Μαργαρίτη[12] η κόκκινη βία της περιόδου της κατοχής αντιμετωπίζεται ακροθιγώς και χωρίς αξιολογήσεις.

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2000, σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η εμφύλια βία της δεκαετίας του 1940 κατέλαβε το προσκήνιο της νέας ιστορικής έρευνας, με πολλές σημαντικές εργασίες για την βία της Κατοχής και της ΕΑΜοκρατίας,[13] την βία των ελλήνων συνεργατών των δυνάμεων κατοχής,[14] την εθνοτική βία[15] κοκ.

Η διερεύνηση της βίας της δεκαετίας του 1940 επέφερε σαν αυτόθροη συνέπεια την «έκθεση» της κόκκινης βίας της Κατοχής και των Δεκεμβριανών στην ιστορική (και όχι μόνον) έρευνα. Ήδη από το 1994 η «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού, ενός συγγραφέα με ανεπίληπτες ιδεολογικές περγαμηνές, είχε αναδείξει τις κατοχικές ακρότητες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Ακολούθησε το 2004 το άρθρο του Στάθη Ν. Καλύβα για την βία της Αριστεράς σε 60 περίπου κοινότητες των νομών Αργολίδας, Κορινθίας και Αρκαδίας, που χαρακτηρίστηκε από πολλούς σαν το εναρκτήριο έργο της νέας ιστοριογραφίας. Το συμπέρασμα του συγγραφέα ότι «η τρομοκρατία υπήρξε κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική (η οποία ενεργοποιήθηκε σε τοπικό επίπεδο) και την οποία ακολούθησαν με συνέπεια το ΚΚΕ και το ΕΑΜ σε όλη την Ελλάδα … με στόχο την διασφάλιση της συμμόρφωσης των αμάχων και την μεγιστοποίηση του ελέγχου πάνω στον πληθυσμό»[16] υποστηρίχθηκε με πληθώρα αρχειακών στοιχείων (δικογραφίες κακουργιοδικείων, εσωτερικά έγγραφα του ΚΚΕ από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας κα). Το 2010, κυκλοφόρησε η μονογραφία του Ιάσονα Χανδρινού για την δράση της ΟΠΛΑ στην περιοχή της πρωτεύουσας, που για πρώτη (και μοναδική) φορά στην μεταπολιτευτική ιστοριογραφία στοιχειοθέτησε τις δραστηριότητες της ΟΠΛΑ με ενδελεχή αρχειακή τεκμηρίωση, χωρίς «στρογγυλέματα» και εξωραϊσμούς για τις αμφιλεγόμενες πρακτικές της οργάνωσης.[17] Το εκδοτικό ρεκόρ του μυθιστορήματος του Μάνου Ελευθερίου «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», που είχε σαν θέμα την εκτέλεση της δημοφιλούς ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από την Εθνική Πολιτοφυλακή στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944, με 50.000 πωλήσεις την χρονιά που πρωτοκυκλοφόρησε, επιβεβαίωσε την στροφή του αναγνωστικού κοινού στην νέα θεματολογία της ιστορικής έρευνας.[18]

Η μετατόπιση της ιστοριογραφίας στην βία της Αριστεράς προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, που ξεκίνησαν από τις στήλες των εφημερίδων[19] και συνεχίστηκαν με άρθρα και μονογραφίες. Μία μερίδα της κριτικής προσάπτει στην νέα ιστοριογραφία τάσεις αναβίωσης της «πτωματολογικής φιλολογίας» των πρώτων δεκαετιών μετά τον εμφύλιο πόλεμο.[20] Μία δεύτερη μερίδα της κριτικής αμφισβητεί την μεθοδολογική καταλληλότητα της εμφύλιας βίας ως αντικειμένου ιστορικής έρευνας, με το επιχείρημα ότι «… σε παρόμοιες ανιστόρητες προσεγγίσεις, καθώς η βία θεωρείται γενικά ανεπίτρεπτη, ευθύνεται ο άρξας χειρών αδίκων, στο πλαίσιο μιάς θεολογικής συλλογιστικής», που υπονομεύει την αντικειμενικότητα της έρευνας.[21] Όμως, όπως έχει παρατηρήσει ένας από τους εγκυρότερους ιστορικούς της εξεταζόμενης περιόδου : «Το πραγματικό διακύβευμα ήταν η θέση της Αριστεράς στην συλλογική ιστορική μνήμη. Η αλλαγή του ιστοριογραφικού πλαισίου … ήταν συνδεδεμένη με την αποκαθήλωση της Αριστεράς στον νέο μετακομμουνιστικό κόσμο, διότι η Αντίσταση και δευτευόντως ο Εμφύλιος αποτέλεσαν τον “ιδρυτικό μύθο” και την καταστατική ταυτότητα της Αριστεράς στην Ελλάδα.»[22]

Στο πρόσφατο παρελθόν, ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αξιοποίησε στο έπακρο το «ηθικό πλεονέκτημα» και την «ιδεολογική ηγεμονία» της Αριστεράς, με δαψιλή πολιτικά αποτελέσματα. Εν τούτοις, η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας από την χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης επέφερε ισχυρά πλήγματα στο πρώτο, ενώ η δεύτερη βρίσκεται σε διαδικασία κριτικής ιστορικής αναθεώρησης. Είναι βέβαιο ότι τα καταληκτικά αποτελέσματα δεν θα στερούνται σημασίας ούτε ενδιαφέροντος.


[1] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922 – 1974), 2η εκδ. Αθήνα 1986, σελ. 555 – 600.

[2] Τάκης Θεοδωρόπουλος, H Καθημερινή, 19 Φεβρουαρίου 2015.

[3] Στάθης Ν. Καλύβας, Εμφύλιος Πόλεμος (1943 – 1949), Το τέλος των μύθων και η στροφή στο μαζικό επίπεδο, Επιστήμη και Κοινωνία 2003, τ. 11, σελ. 38 – 39.

[4] Άγγελος Ελεφάντης, Μας πήραν την Αθήνα, Ξαναδιαβάζοντας την Ιστορία 1941 – 1950, Αθήνα 2003, σελ. 246 – 247.

[5] Στάθης Ν. Καλύβας, οπ (2003), σελ. 38.

[6] Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Η ρεβάνς των ηττημένων», Το Βήμα, 17 Οκτωβρίου 1999.

[7] Γιώργος Αντωνίου – Νίκος Μαραντζίδης, Το επίμονο παρελθόν, σε Γ. Αντωνίου & Ν. Μαραντζίδης (επιμ.), οπ (2008), σελ. 36 – 37, Πολυμέρης Βόγλης, Διαμάχες για το παρελθόν : Η δεκαετία του 1940 ανάμεσα στην δημόσια ιστορία και την ιστοριογραφία, Τιμητικός τόμος Χάγκεν Φλάισερ, Αθήνα 2015, σελ. 353 – 355.

[8] Σ. Μουμτζής, Η κόκκινη βία 1943 – 1946, Επίκεντρο 2013, σελ. 212.

[9] Νίκος Μαραντζίδης & Κώστας Τσίβος, Ο ελληνικός Εμφύλιος και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, Αθήνα 2012, σελ. 75 – 81.

[10] Ο Αντρέας Κέδρος (Ελληνική Αντίσταση, 1976, τ. 2ος, σελ. 139 – 140) «δικαιολογεί» την εκτέλεση του συνταγματάρχη Ψαρρού ως εξής: «Ο Ζούλας αναγνωρίζει τον Ψαρρό και τον λούζει με βρισιές. Άραγε ο Ψαρρός ξεχνά την θέση που βρίσκεται και αντιδρά με υπερβολική βιαιότητα ; Το γεγονός είναι πως ξαφνικά μία ριπή από έναν από τους άνδρες του Ζούλα τον ρίχνει νεκρό».

[11] Πολυμέρης Βόγλης, Η Ελληνική Κοινωνία στην Κατοχή 1941 – 1944, Αθήνα 2010, ο ίδιος, Η αδύνατη Επανάσταση, Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, εκδ. Αλεξάνδρεια 2014 (Δεκ.), σελ. 63 – 64.

[12] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, Αθήνα 2001.

[13] Στάθης Ν. Καλύβας, Κόκκινη Τρομοκρατία : Η βία της Αριστεράς στην κατοχή, σε Mark Marower (επιμ.), Μετά τον πόλεμο, Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943 – 1960, 2η εκδ. 2004, (με πεδίο αναφοράς 60 περίπου κοινότητες των νομών Αργολίδας, Κορινθίας και Αρκαδίας), ο ίδιος, Η γεωγραφία της Εμφύλιας βίας στην κατοχική Μεσσηνία, Μία ποσοτική προσέγγιση, σε Γιάννη Καρακατσιάνη (επιμ.), Νότια Πελοπόννησος 1935 – 1950, 2009, σελ. 39 – 59, Βάιος Καλογρηάς, Κόκκινη Τρομοκρατία και «μαύρη αντίδραση» : Μορφές της εμφυλιοπολεμικής βίας στη Χαλκιδική (Νοέμβριος 1943 – Νοέμβριος 1944), σε Στράτο Δορδανά κα (επιμ), Κατοχική Βία 1939 – 1944, Ασίνη 2016, σελ. 165 – 188, Στέλιος Περράκης, Φαντάσματα του Εμφυλίου – Πλάκα Αργολίδας, 1943 – 1944, 2010, Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού, Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα, 1942 – 1944, 2η εκδ. 2012, Σοφία Ηλιάδου – Τάχου, «Μέρες» της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη, Τα χρώματα της βίας (1941 – 1945), Επίκεντρο 2012, Θανάσης Καλλιανιώτης, Η προστασία του «λαϊκού αγώνα» στον «Τσιαρτσιαμπά» : 1941 – 1950 (Διμοιρία ΟΠΛΑ – Λαϊκοί Εκδικητές – Ελεύθεροι Σκοπευτές), Ιστολόγιο Θανάση Καλλιανιώτη

[14] Stathis N. Kalyvas, Armed collaboration in Greece, 1941 – 1944, European Review of History, Απρίλιος 2008, τ. 15, σελ. 129 – 142, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), «Εχθρός» εντός των τειχών, Όψεις του Δοσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, Αθήνα 2006.

[15] Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλλέτ – Ζήτω το Έθνος, Προσφυγιά, Κατοχή και Εμφύλιος : Εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφονους ελληνορθόδοξους του δυτικού Πόντου, ΠΕΚ 2009.

[16] Στάθης Ν. Καλύβας, οπ (2004), σελ. 175.

[17] Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού, Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα, 1942 – 1944, 1η εκδ. 2010.

[18] Μάνος Ελευθερίου, Η γυναίκα, που πέθανε δύο φορές, Αθήνα 2006.

[19] Ο Ιός, Η νέα δεξιά ιστοριογραφία, Οι Ταγματασφαλίτες δικαιώνονται, Ελευθεροτυπία 26.10.2003 και 3.11.2003, ο ίδιος, «Εκσυγχρονισμένα κονσερβοκούτια», Η νέα «σοβιετολογία» για την Κατοχή και την Αντίσταση, Ελευθεροτυπία 5.12.2004, Ηλίας Νικολακόπουλος, Η κόκκινη βία και ο εξαγνισμός των δωσιλόγων, Τα Νέα 22.5.2004, Χάγκεν Φλάισερ, Η «κόκκινη» και η «μαύρη» βία, Το Βήμα της Κυριακής, 10.1.2010.

[20] Τάσος Κωστόπουλος, Κόκκινος Δεκέμβρης, το ζήτημα της επαναστατικής βίας, Αθήνα 2016, σελ. 61 – 66.

[21] Χρήστος Χατζηιωσήφ, Ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο και η ελληνική του εκδοχή, Ο αναθεωρητισμός στην ιστοριογραφία της Αντίστασης και του Εμφυλίου, Τιμητικός τόμος Χάγκεν Φλάισερ, Αθήνα 2015, σελ. 387.

[22] Πολυμέρης Βόγλης, οπ (2015) σελ. 364.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου