ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι Πολεμιστές ποτέ δε ρωτάνε!

οι-πολεμιστές-ποτέ-δε-ρωτάνε-64091

Του Θωμά Στραβέλη,

συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Τι αξία θα είχε ένας αγώνας, η ίδια η ζωή μας, αν προχωρούσαμε από μία χαρά σε άλλη χαρά ή από μία λύπη σε άλλη λύπη, από ένα φως σε άλλο φως ή από ένα σκοτάδι σε άλλο σκοτάδι; Αλλά δε χρειάζεται ν’ απαντήσουμε. Μόνο να παραδεχτούμε πόσο ωραίο είναι, μέσα στο σκοτάδι, να πιστεύεις στο φως! Κι όσο περισσότερο ουρανό έχεις στην καρδιά σου, τόσο λιγότερη γη επιθυμείς. Στόχευε, λοιπόν, στο φως των αστεριών, για να πετύχεις τις κορυφές…Το ιδανικό είναι πάντα η κορυφή, όπου κατεβαίνει ο Θεός και ανεβαίνει ο άνθρωπος. Όμως, αν πρέπει ν’ ανεβείς σ’ ένα ψηλό βουνό, μη νομίσεις ότι, καθυστερώντας την ανάβαση, αυτό θα χαμηλώσει. Εσύ ξέρεις ότι, χωρίς αγώνα και μόχθο, μέθοδο και σύστημα, κορφές δεν κατακτώνται. Γι αυτό, «πανταχόθεν σε αυτόν περισκόπει! Κεκρυμμένοι βρόγχοι παρά του εχθρού πολλαχόθεν καταπεπήγασι».

Κάποτε, ρώτησαν έναν ασκητή: «Ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος;». Κι εκείνος απάντησε: «Ένας είναι ο σωστός δρόμος. Ο ανήφορος». Πάντα ψηλότερα ν’ ανεβαίνουμε, κατά τον ασκητή, πάντα μακρύτερα να κοιτάζουμε. Είν’ αλήθεια, όμως, ότι κανένας δεν βρίσκεται τόσο ψηλά, που να μη μπορεί ν’ ανεβεί ψηλότερα. Αλλά, αν θέλεις να υψώσεις τους άλλους, στάσου, πρώτα, εσύ ψηλά. Και θυμήσου: Η τόλμη είναι το μυστικό τής ανόδου, η αρχή τής δράσης.

Κι όσο ανεβαίνεις ψηλότερα, τόσο έχεις ανάγκη να πάρεις τα μέτρα σου για να μη πέσεις! Εσύ ξέρεις, βέβαια, ότι όποιος φοβάται μήπως πέσει, είναι καταδικασμένος να σέρνεται. Ξέρεις ακόμα ότι όποιος σκοντάψει και δεν πέσει, κερδίζει δύο βήματα προς τα εμπρός… Έχεις μάθει, επίσης, ότι η λογική τού κατήφορου, είναι ο ίδιος ο κατήφορος. Και τον χείμαρρο, που τρέχει τρελά στον κατήφορο, μονάχα οι μικρές πέτρες τον ακολουθούν. Οι μεγάλες, εκείνοι οι βράχοι, όχι μόνο δεν κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά σου στέκονται και εμπόδιο στον κατηφορικό σου δρόμο. Αλλά όποιος πιστεύει αληθινά, μοιάζει με τον χαρταετό. Οι αντίθετοι άνεμοι τον σηκώνουν ψηλότερα.

Όταν ρώτησαν τον Ζαν Καλμπάν, τον γηραιότερο άνθρωπο του πλανήτη, πώς βλέπει το μέλλον, απάντησε: «Πάρα πολύ σύντομο!» Γι’ αυτό, εσύ, ανεβαίνοντας, αποχαιρέτα τους όλους. Δεν ξέρεις πότε θα κατηφορίσεις, αν και καμία απόσταση δεν είναι μεγάλη, όταν δεν τρέχεις.

Ο ανήφορος που διαλέγουμε είναι δύσκολος και, συχνά, σκοτεινός – ένας ανήφορος χωρίς τελειωμό, Γιατί, τότε, διαλέγουμε τον ανήφορο; Νομίζω πως το κάνουμε «χωρίς νοητά επιχειρήματα, χωρίς καμία βεβαιότητα». Νιώθουμε, εξάλλου, πόσο ανήμπορος, σε μία κρίσιμη στιγμή, είναι ο νους μας, πόσο μετέωρες όλες οι μικρές και μεγάλες βεβαιότητές μας. Διαλέγουμε τον ανήφορο, γιατί κατά κει μας σπρώχνει η καρδιά μας. «Απάνω! Απάνω! Απάνω», φωνάζει η καρδιά μας, και την ακολουθούμε μ’ εμπιστοσύνη. Ανηφορίζουμε, λοιπόν, πνιγμένοι στα δάκρυα», φτάνει να σωθούμε. «Να σωθούμε από ποιον; Από το σώμα, που μας περικλείνει», από τα πάθη, που μας κατακλύζουν, από την κοσμική αγωνία, που μας εξοντώνει. Ξέρουμε ασφαλώς ότι το σπουδαιότερο στη ζωή δεν είναι τόσο το να κατακτάς, όσο το να μάχεσαι. Γι αυτό, «μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;». Αλλά ξέρουμε και τούτο: Στις κορυφές, φτάνουν ή η αρετή πετώντας ή η πονηριά έρποντας…

Ανεβαίνουμε, λοιπόν, λέγοντας «Όχι! Όχι! Ποτέ δεν αναγνωρίζουμε τα σύνορά μας. Σπάζουμε τα σύνορα! Μας αρκούνόσα βλέπουν τα μάτια μας. «Πού πάω;» ρωτάει, στην «Ασκητική» του, ο Νίκος Καζαντζάκης. «Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει μονάχα η τωρινή τούτη στιγμή, γεμάτη πίκρα, γεμάτη γλύκα, και τη χαίρομαι όλη».

Στο ίδιο του έργο, γράφει ακόμα: «Η ουσία τού Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα. Ο ανήφορος, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωπική ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά τον κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει. Μα μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά. Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα, αρχίζει ο πόνος – και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος, είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας τον τρισυπόστατον αγώνα».

Ο Καζαντζάκης βλέπει «τη ζωή σαν ένα στρατόπεδο, όπου αντίθετες δυνάμεις συγκρούονται, σμίγουν, ισοζυγίζονται, παλεύουν, νικούν και νικιούνται, συμβιβάζονται και ξαναρχίζουν πάλι να μάχονται. Κι εμείς όλοι αποφασίζουμε να γίνουμε ένας στρατός. Και μαχόμαστε ακατάπαυστα, περνώντας από αγώνα σε αγώνα όλες τις πολεμικές θητείες τού στρατευόμενοι ανθρώπου». Άλλωστε, στο βάθος,«η ζωή είναι στρατιωτική θητεία στην υπηρεσία τού Θεού…».

Σε τούτες τις πολεμικές μας θητείες πρέπει ν’ αντικρούσουμε τον εχθρό. «Μα δεν ξέρουμε με βεβαιότητα, αν θα νικήσουμε. Δεν ξέρουμε με βεβαιότητα, αν θα νικηθούμε». «Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με ανδρεία, ανηφορίζω, κρατώντας γενναία τα στενά, που μου εμπιστεύτηκαν. Δεν θα τα προδώσω! Χρέος έχω, άλλη μία φορά, να γίνω ήρωας». Όμως, αλίμονο, στην εποχή μας, που οι συνηθισμένες πράξεις θεωρούνται ηρωισμός… Εσύ, μην αφήσεις να πληθύνουν τα μαχαίρια, όταν το βόδι ψοφήσει! Τουλάχιστον, μη προσθέσεις το δικό σου.

Αγαπώ τον κίνδυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρω; Τον πιο κακοτράχαλο ανήφορο. Σκύβω κι αφουγκράζομαι στον ανήφορό μου την πολεμική φωνή στα σωθικά μου, και δέχομαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές» ενός αόρατου αρχηγού. – Μαθαίνω να υπακούω. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο ρυθμό είναι ελεύθερος. – Μαθαίνω να προστάζω. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι άξιος της γης ετούτης. – Μαθαίνω ν’ αγαπώ την ευθύνη. Να λέω: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω. – Μαθαίνω ν’ αγαπώ τον καθένα, ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Να μη ζητώ φίλους, να ζητώ συντρόφους! – Τέλος, μαθαίνω να είμαι ανήσυχος, ανικανοποίητος, απροσάρμοστος, πάντα! Όταν μία συνήθεια καταντήσει βολική, τη συντρίβω. Πού πάω; Θα νικήσω ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Η φωνή μού ζητά να σωπάσω! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!». Μονάχα ανεβαίνουν τον ανήφορο «προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. Γιατί ο κατήφορος οδηγεί στην αποσύνθεση, στην ύλη, στο θάνατο». Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχει σημασία ποιο δρόμο θα διαλέξουμε, αν δεν ξέρουμε προς τα πού πάμε. Εμείς το ’χουμε αποφασίσει: Παίρνουμε τον ανήφορο κοιτάζοντας ψηλά. Γιατί όσο πιο ψηλά κοιτάζουμε, τόσο πιο ψηλά φτάνουμε.

Και μία πολύ καλή συμβουλή σ’ αυτόν, που αγαπάει τα ύψη: Μη θέλεις να φτάσεις σε κορφές, αν φοβάσαι τη μοναξιά. Γιατί, όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο μόνος θα ’σαι. Εκεί ψηλά, «μοναχός κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος». Βλέπετε, οι κορφές, και μάλιστα οι πολύ ψηλές, είναι, από τη φύση τους, προορισμένες για τους αετούς! Σαν αετός,κι εσύ, συνέχισε να κερδίζεις ύψος! Ξέροντας πως χάνει μονάχα όποιος σταματάει…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου