ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι φανέλες του… «μαρτυρίου!»… Και η σημερινή κατάσταση

οι-φανέλες-του-μαρτυρίου-και-η-ση-146366

Του Βασίλη Κοντορίζου

Τον παλιό καιρό, δηλαδή πρίν από το έτος 1950, στα χωριά του Πηλίου, ήταν απαραίτητο η κάθε οικογένεια να έχει τρία τουλάχιστον ζώα για τις ανάγκες του σπιτιού. Μία κατσίκα, μία προβατίνα και ένα γαϊδουράκι. Από την κατσίκα και την προβατίνα εξασφάλιζαν το γάλα των παιδιών, το τυρί της χρονιάς και δύο τουλάχιστον ή και περισσότερα αμνοερίφια. Το ένα προοριζόταν για τον οβελία του Πάσχα, ενώ το άλλο για το κυριακάτικο γεύμα της οικογένειας, για όσες βέβαια Κυριακές επαρκούσε το βάρος του. Αν υπήρχαν περισσότερα από δύο αμνοερίφια, τότε τα περίσσια προοριζόταν για πώληση.

Απαραίτητο, όμως, ήταν και το κοτέτσι, με καμιά δεκαριά κότες, που εξασφάλιζε στην οικογένεια τα φρέσκα αβγά και τα ψητά ή τα μαγειρευτά της κοτοπουλάκια.

Όσο τα δύο αυτά ζωικά είδη απέδιδαν, τα κρατούσαν και τα συντηρούσαν. Όταν σταματούσε η παραγωγή τους, οδηγούνταν κι αυτά στον χασάπη, ενώ η οικογένεια ανανέωνε το ζωικό της κεφάλαιο από τα νεότερα θηλυκά ζώα, που είχαν προηγουμένως γεννηθεί. Η προβατίνα είχε ένα πρόσθετο ρόλο στην οικιακή οικονομία. Πρόσφερε κάθε Μάη το μαλλί της.

Το γαϊδουράκι, από την άλλη, έπαιζε το ρόλο του συγκοινωνιακού και μεταφορικού μέσου, δηλαδή, πότε «όχημα φορτηγό», κουβαλώντας την σοδιά απ’ τα κτήματα και τα ξύλα για το τζάκι ή την σόμπα και πότε «όχημα επιβατικό» για την μεταφορά από το χωριό στα κτήματα των μελών της οικογένειας, συνήθως των ασθενέστερων, αν ήταν πολλοί οι μεταβαίνοντες.

Ο πατέρας μου διατηρούσε καφενείο στον Άγιο Νικόλαο της Πορταριάς, δεν εγκατέλειψε όμως τα λίγα κτήματα που είχε η οικογένεια στην ιδιοκτησία της. Το αμπελάκι στα «δύο ρέματα», το περιβόλι με τις μηλιές και τον «μπαχτσέ» στην Αγία Τριάδα, καθώς και το ελαιοπερίβολο στο Μεριά. Δεν εγκατέλειψε επίσης την παράδοση του χωριού, διατηρεί τα τρία οικόσιτα ζώα που προανέφερα..

Εκείνο που θυμάμαι έντονα είναι ο γαϊδαράκος μας, ο «Στέλιος», όπως τον λέγαμε. Μόλις φτάναμε στην Αγία Τριάδα, ο «Στέλιος» ελευθερωνόταν για να βοσκήσει στο πάνω απ’ τον αμαξιτό δρόμο κομμάτι του κτήματος, το οποίο ήταν πατατοχώραφο. Το μεσημέρι τέλειωναν οι δουλειές στο κτήμα κι έπρεπε να επιστρέψουμε στο χωριό. Ο πατέρας μου για να καλέσει το γαϊδουράκι, αρκούσε να βάλει μια φωνή. «Στέλιοοο»…. κι ο αγαθός γάιδαρος έφτανε τρέχοντας έτοιμος για αναχώρηση.

Η προβατίνα, τώρα, του σπιτιού έδινε ένα επί πλέον έσοδο την οικογένεια – που να μην το ‘δινε !!! Της έπαιρναν και το μαλλί τον μήνα Μάη που την κούρευαν. Το μαλλί αυτό η οικοδέσποινα το έπλενε, το στέγνωνε, το λανάριζε (το έξαινε, για να γίνει αφράτο), το έγνεθε (το ‘κανε κλωστή, με το αδράχτι) και με το νήμα αυτό έπλεκε τις φανέλες της οικογένειας και τις κάλτσες, τα σκαπίνια, όπως τις έλεγαν. Για μας τα παιδιά το δράμα άρχιζε από τη στιγμή που τέλειωνε το πλέξιμο της φανέλας και έπρεπε να την φορέσουμε. Το νήμα από το μαλλί της προβατίνας, όσο και να προσπαθούσε η μάνα, δεν ήταν δυνατό να γίνει απαλό. Ήταν τραχύ, με τρίχες σαν αγκάθια, οι οποίες τσιμπούσαν το κορμί μας και μας έκαναν να υποφέρουμε… «τα πάθη του Χριστού»!

Η μάνα μας επέμενε ότι έπρεπε να τις φοράμε κατάσαρκα για να μην κρυώνουμε το χειμώνα. Σε περίπτωση που είχαμε αντιρρήσεις, τις οποίες βέβαια πάντοτε είχαμε, τότε τον λόγο έπαιρναν η παντόφλα ή ο πλάστης (κυλινδρικό επίμηκες ξύλο, διαμέτρου 1,5 εκ. και μακρύ περίπου ένα μέτρο. που χρησίμευε στο άνοιγμα φύλλων για πίτα). Δεν υπήρχε περίπτωση να κρατήσουν πολύ οι αντιρρήσεις, τα κλάματα και τα παρακάλια για τις φανέλες. Στο τέλος πειθαρχούσαμε και ας υποφέραμε μέχρι να τις συνηθίσουμε.

Πάντως, όπως θυμάμαι, στα χωριά τότε ο κόσμος ήταν αυτάρκης. Ο οικογενειακός προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος, γιατί οι οικογένειες έκαναν νοικοκυρεμένη διαχείριση. Σκεπάζονταν «μέχρις εκεί που το πάπλωμα έφτανε» και δεν προέβαιναν σε άκαιρες και αλόγιστες σπατάλες. Φυσικά και τότε δεν ήταν μία εποχή «παχιών αγελάδων», υπήρχε και τότε οικονομική κρίση. Η χώρα μόλις είχε ξεμπλέξει από ένα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, που είχε διαδεχθεί τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική Κατοχή.

Σήμερα, ζούμε τα ίδια και χειρότερα από οικονομικής πλευράς. Μόνο που τώρα, ακόμη και στα χωριά, δεν υπάρχουν οι καταστάσεις που επικρατούσαν τότε. Σπάνια τα σπίτια στο χωριό έχουν τα τρία απαραίτητα ζώα, ενώ τα κτήματα, εκτός ελαχίστων, έχουν εγκαταλειφθεί.

Θυμάμαιότι στα χρόνια της θητείας μας ως Δημοτικής Αρχής του χωριού, φροντίσαμε να διευκολύνουμε την καλλιέργεια των κτημάτων, χωρίς μεγάλη επιτυχία θα έλεγα, παρά την προσπάθεια που καταβάλαμε. Αγροτικοί δρόμοι, δεξαμενές άρδευσης, κλειστό δίκτυο άρδευσης και άλλα πολλά . Τώρα δεν βλέπω να γίνεται τίποτα. Ας όψεται ο «Καλλικράτης» (όχι ο αρχαίος Αρχιτέκτων αλλά ο νόμος – τέρας που επέβαλε ο Ραγκούσης) Η παρούσα Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί ότι θα τον καταργήσει. Αλλά δεν βλέπω πάντως να κρατάει την υπόσχεσή της. Θα μου πείτε και ποια υπόσχεση κράτησε.!…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου