ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μια Βραδιά στου «Μητσέα»

μια-βραδιά-στου-μητσέα-175837

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Σαββατόβραδο. Έξω βρέχει. Μαζεύοντας όλο το φως, η νύχτα θα μου αποκαλύψει, πιστεύω, το μυστικό της! Τα ξύλα στο τζάκι τού «Μητσέα» τριζοβολούν. Είναι θείο δώρο η φωτιά, μέσα στα κρύα χειμωνιάτικα βράδια. Με το δώρο αυτό κερδίζεται, ακόμα και η καρδιά τού απελπισμένου…

Η Σοφία, για άλλη μια φορά, μου σερβίρει, με ευγένεια κι απλότητα, κοτόπουλο ψητό στα κάρβουνα. Η Σοφία δεν γνωρίζει τα όρια της ευγένειας. Ο Κώστας μού φέρνει το κρασί και μου χαμογελάει με νόημα. Ξέρει ότι τ’ αγαπώ και το δέχομαι σαν μια βραδινή ευεργεσία, χωρίς την ποία κάποιοι δυσκολεύονται να πιστέψουν πως αξίζει να ζουν.

Ο Κώστας δουλεύει με φανερή αγάπη. Ξέρει πως αν δεν μπορεί κανείς να δουλεύει με τέτοια αγάπη, αλλά μόνο με απροθυμία, είναι προτιμότερο να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να καθίσει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας και να ζητήσει ελεημοσύνη απ’ αυτούς, που εργάζονται με χαρά! Ξέρει ακόμα ότι το δύσκολο πράγμα στη δουλειά, δεν είναι μόνο η γνώση της, αλλά και η ευφρόσυνη πράξη. Ακόμη, ίσως να πιστεύει στην αρχή ότι, τελικά, δεν υπάρχει σωστός τρόπος για να κάνεις κάτι, που δεν είναι σωστό. Ο Κώστας αισθάνεται ότι οι σημαντικοί άνθρωποι δεν ασχολούνται με μικροπράγματα.

Η ταβέρνα της Σοφίας και του Κώστα είναι ατμοσφαιρική: Το τζάκι καίει, η τηλεόραση παίζει, η μουσική γίνεται ευχάριστη. Η κουβέντα των θαμώνων δίνει και παίρνει, τα ποτήρια αδειάζουν και ξαναγεμίζουν, η καρδιά ευφραίνεται, οι λύπες εξαφανίζονται και η ψυχή γνωρίζει τη χαρά. Βέβαια, εκείνοι που πίνουν (και παραπίνουν) για να πνίξουν τις λύπες τους, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι οι λύπες γνωρίζουν και… κολυμπάνε… Να καις παλιά ξύλα, λοιπόν. Να πίνεις παλιό κρασί και να κρατάς τους παλιούς σου φίλους. Στην ταβέρνα τού «Μητσέα» και υπάρχουν και συμβαίνουν όλα αυτά, και τα χαίρεσαι!

Αν και βρίσκομαι εδώ για λίγες μόνο στιγμές, μου φαίνεται σαν να είμαι παλιός γνώριμος της Ανάβρας, αλλά και τούτης της οικογένειας, που έχει αφήσει πίσω της μία ολόκληρη παράδοση, με την οικογενειακή ταβέρνα, μία παράδοση που σε κάνει να νιώθεις ότι ξαναφουντώνουν μέσα σου τα νιάτα και οι τρυφερές διαθέσεις, αλλά και οι πολλές εικόνες, που δεν σβήνουν εύκολα απ’ το μυαλό: καρποφόρα δέντρα στους κήπους των σπιτιών και άνθη πολλά, μυρωδιές κι ευωδιές ατέλειωτες. Και τα δέντρα, όλα περιποιημένα, ψαλιδισμένα, με στηρίγματα και με μικρές διχάλες. Φαντάζομαι το μάγκανο του πηγαδιού σε κάθε αυλή, και τις ασβεστωμένες πεζούλες. Και τι πάστρα, παντού! Πιο πέρα από την ταβέρνα, ένα δυο καλύβια, με πρωτόγονη κατασκευή από άχυρο. Και μέσα στην ταβέρνα το παλιό γραμμόφωνο να παίζει νοσταλγικά παλιά τραγούδια, που μιλούσαν για την πολύπαθη και πολυπόθητη αγάπη. Και οι θαμώνες, μερακλωμένοι απ’ τα τραγούδια, να απλώνουν το χέρι τους, για να χαϊδέψουν τα μαλλιά της αγαπημένης τους. Και η χειρονομία να ’ναι μάλλον ευλογία παρά χάδι.

Δεν μου αρέσει, τυχαία, η ταβέρνα αυτή. Εδώ, νιώθω πως ο Διόνυσος, θεός των αμπελιών και του κρασιού, των γονιμοποιών δυνάμεων και της οργιαστικής φύσης, είναι και θεός μου. Μου προσφέρει τη λήθη από τα δεινά της οικονομικής κρίσης και μου δίνει λίγη ευθυμία. «Ό,τι κρύβει η ψυχή, φανερώνει πάντα το κρασί», λέει μία λαϊκή παροιμία. Και οι σοφοί έχουν δώσει το δικό τους ορισμό τού κρασιού. «Κρασί», λένε, «είναι το μέσο εκείνο, που σε βοηθάει να μετακινήσεις το βάρος της ψυχής στο σώμα». Στους «ασεβείς», όμως, που αρνούνται τούτον τον θεό ή τον καταπολεμούν, δίνει άγρια μανία, και παθαίνουν και πεθαίνουν με σπασμούς…

Ώρα να ετοιμαστώ, τώρα, να φύγω. Πίνω ακόμα ένα ποτηράκι στην υγεία όλων των καλών «κρασοπότηδων» και «κρασοπατέρων», αυτών που γνωρίζουν ότι στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά τού παραδείσου ξυπνούνε και πετούνε… Κι αποφασίζουν να βάλουν τέλος στο κρασοπότι, μ’ ένα τέταρτο ή και πέμπτο ποτηράκι (μπορεί, όμως, και παραπάνω!). Εξάλλου, ίσως να γνωρίζουν ότι το πρώτο ποτήρι το πίνει κανείς για τη δίψα, το δεύτερο για την υγεία, το τρίτο για τη διασκέδαση, το τέταρτο για τη ντροπή. Κι όλα τα επόμενα για την τρέλα!Θα γνωρίζουν επίσης ότι εκείνοι που πίνουν κρασί κι εκείνοι που πίνουν νερό, δεν μπορεί να μη σκέπτονται διαφορετικά. Και ότι, όταν πίνουν συνεχώς στην υγεία των άλλων, καταστρέφουν, συχνά, τη δική τους!

Ακούω προσεκτικά τα λόγια τού Κώστα: «Η τέχνη μας, για να καταλάβεις, η τέχνη, εμάς των παλιών ταβερνιάρηδων, είναι, πώς θες να στο εξηγήσω; Είναι όλη η φιλοσοφία τού ανθρώπου. Αμέ πώς; Μαστοριά και μεράκι, να πούμε και να πιούμε. Και σοφία! Τέχνη δηλαδή και επιστήμη της οινοποιίας και αγάπη της οινοποσίας, καταπώς λένε. Βουνό! Μ’ άλλα λόγια, να κάνεις καλό κρασί και εκλεκτό μεζέ, αυτό είν’ όλο». «Ναι», του λέω κι εγώ, «ναι!» κουνώντας το κεφάλι. «Ευχαριστήθηκα, απόψε, Κώστα, με το καλό κρασί και το μεζέ, που δοκίμασα. Πείστηκα, το λοιπόν». «Εδώ, είναι η τέχνη και η επιστήμη», πρόσθεσε. «Στο καλό κρασί και στον εκλεκτό μεζέ…Με νιώθεις;» Θα με ρωτήσει, τελικά. «Το φέρνει δηλαδή ο λόγος». Αλλά κάποιος θα πει: «Πού ξέρεις;» «Η ομορφιά, το γούστο, η ατμόσφαιρα! Πάνε όλα μαζί. Και πού πάνε! Πού πάνε, κύριε καθηγητά;»

Του λόγου μου, το μελέτησα, πολλές φορές, απ’ όλες τις μεριές το ζήτημα, και κατέληξα στο συμπέρασμα πως χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει κι η αγάπη.

Το φως του μαγαζιού λιγοστεύει. Αραιώνει κι η φωτιά στο τζάκι. Κύλησε η ώρα. Η νάρκη τεντώνεται ανακλαδιστή, χύνεται στο αίμα. Ακατανίκητη! Δε θα σωνότανε ποτέ αυτή η νύχτα, στου «Μητσέα» την ταβέρνα! Φαίνεται πως ήθελα κι εγώ να μείνω λίγο ακόμα, σαν να περίμενα κάτι ν’ ακούσω. Και μου μίλησε η παράδοση: «Για να ζήσουμε, πρέπει να μην ξεχνάμε. Εγώ είμαι η παρουσία ενός λαού μέσα στο χρόνο», μου είπε στο αφτί…».

Όμως, το παν είναι να βουλώσουμε κι αφτιά και μνημονικό (και μνημόνιο!) και ν’ αποκτήσουμε γερό αφτί στη ζωή, που ζητάει να την αγαπάμε. Και η αγάπη είναι μία σταγόνα απ’ τον ουρανό, που ρίχνει ο Θεός στο ποτήρι της ζωής, για να μειώσει την πίκρα της. Οι άγγελοι την ονομάζουν επουράνια χαρά, οι διάβολοι μαρτύριο της κόλασης, και οι άνθρωποι τη λένε αγάπη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου