ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Σκοπέλου Λάλον Ύδωρ» ~ Μαρίας Δελήτσικου – Παπαχρίστου

σκοπέλου-λάλον-ύδωρ-μαρίας-δελήτσι-247764

Του Κώστα Λιάπη

Βαθιές οι ρίζες της πνευματικής παράδοσης της Σκοπέλου, με σημαντικότερους παλιότερους εκπροσώπους της τον αρχαίο Πεπαρήθιο ιστορικό Διοκλή (3ος αι. π. Χ.), τους πατέρα και γιο Στέφανο και Κων/νο – Καισάριο Δαπόντε (18ος αι.), και τον Σ. Οικονόμου (19ος αι.). Μια παράδοση με γερά αντιστύλια που συνεχίζεται και στα νεότερα χρόνια ν’ αποδίδει καρπούς, με σημαντικούς εκπροσώπους παλιότερα τον λογοτέχνη – χρονογράφο Παύλο Νιρβάνα (Πέτρο Αποστολίδη) και τον ιστοριοδίφη Δημοσθένη Νασούλη και κυρίως στα τελευταία 50 χρόνια στο χώρο της έρευνας τον πολυγράφο αρχαιολόγο Αδαμάντιο Σάμψων (αρχαιολογία, ιστορία, λαογραφία, γλωσσολογία) και τον ακοίμητο ερευνητή των αρχειακών πηγών πρωτοπρεσβύτερο Κων/νο Καλλιανό (τοπική ιστορία – λαογραφία). Μια εκλεκτή δυάδα ερευνητών και μελετητών στην οποία προστέθηκε την τελευταία κυρίως εικοσαετία και η εκλεκτή σκοπελίτισσα φιλόλογος, λαογράφος και γλωσσολόγος Μαρία Δελήτσικου – Παπαχρίστου.

Γνωρίζω από χρόνια το πλούσιο και ιδιαίτερα ποιοτικό έργο του κ. Αδαμαντίου Σάμψων και του καλού φίλου και άοκνου ερευνητή της τοπικής σκοπελίτικης ιστορίας και λαογραφίας π. Κων/νου Καλλιανού (άρθρα του οποίου έχω φιλοξενήσει στα περιοδικά που κατά καιρούς επιμελούμαι), αλλά ομολογώ πως αγνοούσα την εργοβιογραφία της κ. Δελήτσικου – Παπαχρίστου. Μέχρι που είχα τη χαρά και την τιμή να λάβω σχετικά πρόσφατα το τελευταίο μνημειώδες έντυπο πόνημά της «Σκοπέλου Λάλον Ύδωρ» (Εκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ», Αθήνα 2016, σ. σ. 575). Μια εξαιρετικά καλαίσθητη όσο και ογκώδη έκδοση, που, όπως και στον υπότιτλό της σημειώνεται, αποτελεί μια απόπειρα προσέγγισης του γλωσσικού ιδιώματος της Σκοπέλου. Και βέβαια από το καταγραμμένο στ’ «αφτιά» του τόμου εργοβιογραφικό της πήρα μια μικρή έστω γεύση του προηγούμενου ερευνητικού έργου της στο χώρο της σκοπελίτικης λαογραφίας, όπως τουλάχιστον αυτό προκύπτει από τους τίτλους των τριών ακόμα εκδομένων βιβλίων της.

Καιρός, όμως, να σταθώ στο τέταρτο και με σαφές γλωσσολογικό ενδιαφέρον πόνημά της, που υποθέτω αποτελεί και την κορωνίδα του όλου ερευνητικού και πνευματικού της έργου.

Από το γλωσσικό ιδίωμα της Σκοπέλου είχα πάρει μια πρώτη προφορική γεύση κατά τη διάρκεια της διετούς παραμονής μου στο μεγάλο σκοπελίτικο χωριό Γλώσσα, όπου και πρωτοδιορίστηκα ως δάσκαλος το 1959. Γεύση που ενισχύθηκε αργότερα (1972) διαβάζοντας στον Α΄ τόμο του «Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών» της βολιώτικης Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών τη μελέτη του Αδαμαντίου Σάμψων «Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Σκοπέλου και της Γλώσσης». Μελέτη της οποίας το απαρτισμένο από 587 λέξεις γλωσσάρι, εμπλουτισμένο και με νέες ιδιωματικές λέξεις, ξαναδημοσιεύτηκε το 1995 στο κεφάλαιο «Σκοπελίτικη διάλεκτος» του βιβλίου του ίδιου ακάματου ερευνητή «Σκοπέλου Λαϊκός Πολιτισμός|».

Είναι, λοιπόν, η τέταρτη φορά που, μέσα κι από το βιβλίο της κ. Δελήτσικου – Παπαχρήστου, μου δόθηκε η ευκαιρία, ως πιστός φίλος των λαϊκών ντοπιολαλιών αλλά και της αγαπημένης μου Σκοπέλου, να γευθώ το γνήσιο λάλον ύδωρ τούτου του νησιού, όπως γεύθηκα κάποτε και τα παραδοσιακά του εδέσματα (για τα οποία επίσης έχει στο ενεργητικό της αντίστοιχο πόνημα η ίδια ερευνήτρια). Κι αυτή τη φορά πρέπει να ομολογήσω πως η μαθησιακή μου γλωσσολογική δίψα έχει πλήρως ικανοποιηθεί, αφού στον τόμο αυτόν δεν βρήκα κανένα κενό αλλά και κανένα ψεγάδι, απ’ αυτά που, λίγα ως πολλά, παρουσιάζουν οι συντριπτικά περισσότερες από τις αντίστοιχες ανά την χώρα γλωσσολογικές έρευνες και μελέτες, και που την ύπαρξη τούτων των αρνητικών στοιχείων και στη συγκεκριμένη διατριβή θεωρεί προλογικά ως δεδομένη από σεμνότητα και η συντάκτριά της. Αντίθετα βρήκα με το παραπάνω όλα τα προϋποτιθέμενα για μια τέτοια θεματική – ερευνητική προσέγγιση επιστημονικά και παντός είδους γνωσιολογικά στοιχεία, αρχής γενομένης εισαγωγικά, από την πλατιά έρευνα της ιστορίας και ανθρωπογεωγραφίας της Σκοπέλου, με δεδομένη την αξιακή ρήση του Λούντβιχ Βίτγκενστάιν «Τα όρια της γλώσσας μου, τα όρια του Κόσμου μου». Γιατί μπορεί «η δομική και η λεξιλογική συνοχή της γλώσσας μας να μας επιτρέπει να μιλάμε για μια ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», όπως σημειώνει και ο Μπαμπινιώτης, ωστόσο η ίδια έχει όλα χαρακτηριστικά ενός ζωντανού οργανισμού που στην εξέλιξή του συνεχώς μεταβολίζεται. Εξ ου και το φαινόμενο των διαλεκτικών διαφορών. Για τη δημιουργία των οποίων συνέργησαν 50 αιώνες κοσμογονικών γεγονότων, προσμίξεων λαών και αλληλεπιδράσεων γλωσσικών οργάνων. Πρώτο σχετικό με τα παραπάνω συμπέρασμα της ερευνήτριας: από τις 5.160 λέξεις του σκοπελίτικου ιδιώματος που περιλαμβάνει το γλωσσάρι της μόνο το 59,19% είναι ελληνικές Κι οι υπόλοιπες έχουν ξενική προέλευση και κυρίως τούρκικη (12,95%), ιταλική (8,22%), λατινική (5,60%) και βενετσάνικη (2,77%), ενώ κι ένα ποσοστό 4,96 % δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια του. Ξένες λέξεις που «αναδύονται από ένα βάθος χρόνου» και που τις κράτησε η γλώσσα μας σαν δάνεια ή αντιδάνεια, «να τις κεντάει ψιλοβελονιά προτού στολίδια ταιριαστά τις προσθέσει στη βαρύτιμη φορεσιά της», όπως σημειώνει με συγκίνηση και η ερευνήτρια.

Και βέβαια όλο τούτο το γλωσσικό και σημασιακό αλισβερίσι τεκμηριώνεται λήμμα – λήμμα, λέξη – λέξη, με τη γλωσσική ετυμολόγηση και τη λοιπή νοηματική, γνωσιολογική, γραμματική ανάλυση στο παρατιθέμενο με αλφαβητική τάξη λεξιλόγιο, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος το όλου τόμου (316 σελίδες). Πριν, ωστόσο, φτάσει η έρευνα σ’ αυτό το στάδιο έπρεπε να επισημανθεί και να εκτεθεί ένα πλήθος σχετικών γλωσσικών και φθογγολογικών παραμέτρων, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται και λειτουργεί η σκοπελίτικη, όπως και η κάθε άλλη ντοπιολαλιά μας. Κι εδώ, πρέπει να ομολογηθεί, πως η γνωσιολογική επάρκεια, ακρίβεια και ποιότητα τούτου του κομματιού της έρευνας, μαζί και με τη μεθοδολογία καταγραφής του, είναι εντυπωσιακή.

Και βέβαια ο λόγος γίνεται πρώτα – πρώτα για τη φωνητική και φωνολογία της γλωσσικά ενταγμένης στα βόρεια ιδιώματα της χώρας σκοπελίτικου ντοπιολαλιάς, που σχετίζεται άμεσα με την κατά περίπτωση προφορά και τα πάθη κάποιων συμφώνων, είτε μεμονωμένων είτε συμπλεγματικών, αλλά και φωνηέντων και διφθόγγων (σιγήσεις ή κωφώσεις, αποβολές ή πτώσεις, συνιζήσεις, ανομοιώσεις, προτάξεις κ. ά.). Και φυσικά επισημαίνονται και παραδειγματίζονται μια – μια οι περιπτώσεις με την πρεπούμενη μεθοδολογία, και εξάγονται οι σχετικοί κανόνες και νόμοι που διέπουν το ιδίωμα.

Στη συνέχεια και στην προσπάθεια της ερευνήτριας να δώσει, πριν από το λεξιλόγιο, τη μορφολογία του ιδιώματος, επειδή αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, παραθέτει τον τρόπο κλίσης όλων των κλιτών μερών του λόγου αλλά και του σχηματισμού διάφορων ρηματικών τύπων, που, λόγω των ιδιωματικών μεταβολών, σχηματίζονται με τρόπο «ανώμαλο», χωρίς να παραλείπει ν’ αναφερθεί και στα άκλιτα μέρη του λόγου. Κι όλη αυτή η αναγκαία ερευνητική παράμετρος δίνεται μέσα από 107 σελίδες (!), με άψογη μεθοδικότητα και με τη χρήση ενός πλήθους παραδειγματικών ιδιωματικών φράσεων και προτάσεων.

Στη μεγάλη ενότητα με το λεξιλόγιο (γλωσσάρι) που ακολουθεί και που καταλαμβάνει 318 σελίδες με δίστηλες καταχωρήσεις, το κυρίαρχο στοιχείο είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ετυμολόγηση που ακολουθεί κάθε λήμμα, του οποίου και τεκμηριώνει με τη βοήθεια και έγκριτων γλωσσολογικών πηγών την προέλευση. Στη λημματογράφηση χρησιμοποιούνται επίσης, όπου χρειάζονται, και τα λατινικά ψηφία B, C και D, καθώς και διάφορα γραμμικά σύμβολα υποβοηθητικά για την ορθή ανάγνωση των λημμάτων αλλά και της σωστής φωνητικής χροιάς κάποιων συμφώνων, όπως των με ψιλή προφορά (ουρανικά και όχι υπερωικά) λ και ν αλλά και των κ, γ και χ. Τέλος, να σημειωθεί ακόμα ότι στο λεξιλόγιο των ιδιωματικών γλωσσικών λημμάτων περιλαμβάνονται και τα κυριότερα σκοπελίτικα τοπωνύμια, αλλά όχι και τα ανθρωπωνύμια, όπως συμβαίνει στις αντίστοιχες εργασίες του Σάμψων.

Στο τέταρτο, όμως, μέρος του τόμου καταγράφονται στην σκοπελίτικη ντοπιολαλιά και κατ’ αλφαβητική σειρά του αρχικού τους ψηφίου κι ένα πλήθος παροιμίες αλλά και παροιμιώδεις εκφράσεις, ευχές, κατάρες και παραινέσεις (σύνολο 537 τέτοια γλωσσικά τεκμήρια με την σημασιολογία τους), ενώ ακολουθεί κι ένα μικρό παράρτημα με ανάμικτο, έμμετρο και ιδιωματικό επίσης γλωσσικό υλικό, όπου ξεχωρίζουν εννιά δίστιχα και τετράστιχα σκωπτικά συνθέματα, έξι τετράστιχα «νταχτιρντί» κι ένα τετράστιχο κι εφτά δίστιχα δημοτικά τραγούδια του πόνου και της αγάπης.

Ο τόμος ολοκληρώνεται με μια πλούσια βιβλιογραφία στην οποία συνυπολογίζεται κι ένα σημαντικό αδημοσίευτο γλωσσικό υλικό, ευγενικά παραχωρημένο στη συγγραφέα από έγκριτους ομοτέχνους της.

Σοδειά ανεκτίμητη το αποτέλεσμα της επίμονης κι εργώδους 20χρονης ερευνητικής συγκομιδής της κ. Δελήτσικου – Παπαχρίστου, αποτελεί αναντίρρητα ό,τι πιο σημαντικό έχει θησαυριστεί στον χώρο της λαϊκής σκοπελίτικης λαλιάς αλλά και κατ’ επέκταση του λαϊκού πολιτισμού του σμαραγδένιου βορειοσποραδίτικου νησιού. Άξιος, λοιπόν, κατά πάντα ο μισθός της. Και σε άλλα, που ασφαλώς οραματίζεται σ’ αυτόν τον ευγενικό ερευνητικό αγώνα της, με υγεία.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου