ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Ιοβόλος Όφις

ο-ιοβόλος-όφις-256597

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Στα Καλά Νερά, στα Πλατανίδια, στη Γατζέα, σ’ όποιο ακρογιάλι κι αν πάω, συναντώ τους τελευταίους βαρκάρηδες, που μείνανε με τα παλιά τους πια βαρκάκια. Ίσως και με τα τελευταία τους φαρμάκια από τους σκοτεινούς βυθούς… Κι εκείνες οι βαρκαρόλες, που έκαναν τον Σεφέρη να πονάει, χαθήκαν κι αυτές. Μας δάγκωσε όλους ο ιοβόλος όφις της σύγχρονης ζωής και της αναπάντεχης κρίσης (ή μήπως ήταν προμελετημένη;). Δεν λέμε πια ερωτικά τραγούδια, ούτε μέσα στις βάρκες, ούτε έξω απ’ αυτές. Ο έρωτας έγινε ανάμνηση κι έλιωσε σα χλωμό κερί. Και τα γρι γρι πιάνουν πολύ λίγα ψάρια στον Παγασητικό. Επιζήσανε μόνο οι ελιές στο βουνό ψηλά και βαραίνουν ακόμα απ’ τον καρπό τους. Οι ελαιώνες, τ’ αμπέλια, τα ξωκλήσια, τα χελιδόνια, ο βασιλικός, τα περιστέρια-, όλα τούτα είναι η μόνη κι μόνιμη ιδιοκτησία μας.

Περπατώ ανάμεσα στις ελιές. Ένα μικρό κυκλάμινο μου λέει «παρών». Τι να’ κανα; Είπα κι εγώ «παρών». Με τα μάτια μου προσηλωμένα στη γη, περιμένω νέα κυκλάμινα να μου μιλήσουν, κι εγώ ν’ αποκριθώ αμέσως στη φωνή τους. Βλέπετε, όλα περνούν με τον καιρό, γίνονται αντίλαλος. Καιρό βαστάει ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι. Μένουν, όμως, οι κακεργάτες, οι κακοποιοί, με βλέψεις και απανθρωπιές. Πόση κακότητα κλείνει μέσα της η καρδιά, Θε’ μου! Αλλά όσο κι αν βρέχει και λυσσομανάει ο καιρός, όσο λυσσώδη κι αν είναι τ’ άλογο, που σπάει το λυτάρι του, το χέρι μου μες στο σκοτάδι, δε μαυρίζει ποτέ.

«Όταν θα φύγω (γιατί όλοι φεύγουμε, μια μέρα), θαρρώ πως θα μείνει ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτο, που αδιάκοπα θα λέει «ναι» σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες». Και ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει να ξαναζήσουν μπρος στα μάτια μου τα περασμένα χρόνια, οι σβησμένες στιγμές, τα ταπεινά κυκλάμινα της μνήμης, αν όχι ο ποιητής που, όπως ο Δημιουργός, είν’ ικανός να αναδημιουργήσει τα ωραία πράγματα στον κόσμο;

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου