ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο θείος μου ο Γρηγόρης…

ο-θείος-μου-ο-γρηγόρης-256936

Αλησμόνητη φυσιογνωμία ενός παλιού παραδοσιακού πηλιορείτη

Του Βασίλη Κοντορίζου

Ο παππούς μου Βασίλης Κοντορίζος και η Ζαφειρή, η γιαγιά μου, είχαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Πρώτος ήταν ο πατέρας μου, Γιάννης και δεύτερος ο Γρηγόρης. Ακολουθούσαν η Άννα, ο Νίκος και τελευταία η Μαρία. Όταν πέθανε ο παππούς μου, ο πατέρας μου ήταν δώδεκα χρονών και η Μαρία δύο. Απ’ τη στιγμή που ορφάνεψαν, τα τρία αγόρια, αν και πολύ μικρά, έκαναν διάφορες δουλειές για να ζήσουν τα ίδια και η υπόλοιπη οικογένεια. Κάποτε μεγάλωσαν, και οι τρείς μαζί, άνοιξαν το φούρνο της Κασινάκη.

Πέρασαν τα χρόνια και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί δημιούργησαν οικογένειες, επομένως ήταν αδύνατο να αποζήσουν όλοι από τον φούρνο. Ο πατέρας μου άνοιξε καφενείο -ταβέρνα στην ίδια γειτονιά, (πίσω από την Εκκλησία του Αγίου Νικολάου). Ο Νίκος, αργότερα, έγινε κι’ αυτός καφετζής στη πλατεία της Πορταριάς.

Ο φούρνος έμεινε τελικά στον Γρηγόρη, που ήταν και ο τεχνίτης αρτοποιός. Καθώς οι δουλειές πήγαιναν καλά, σε λίγα χρόνια εγκατέλειψε τον φούρνο της Κασινάκη και εγκαταστάθηκε στην πλατεία, σε καλύτερο και μεγαλύτερο κτίριο και με δυνατότητα μεγαλύτερης παραγωγής. Ο φούρνος αυτός βρισκόταν εκεί που είναι η Αστυνομία. Αργότερα τα ξαδέλφια μου, υπό τον ίσκιο και την καθοδήγηση του θείου μου, έκτισαν νέον σύγχρονο, ιδιόκτητο φούρνο που λειτουργεί έως και σήμερα.,

Ο θείος Γρηγόρης, ήταν μεν αυστηρός, είχε όμως πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ. Όταν μάλιστα βρισκόταν στα κέφια του, ήταν απολαυστικός. Χαρακτηριστικό είναι το εξής περιστατικό, που συνέβη στο φούρνο, με μία νεαρή κοπέλα, μάλλον Αθηναία. Η δεσποινίς, μπήκε για ν’ αγοράσει ψωμί και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος, μεταξύ της πελάτισσας και του θείου μου:

– Καλημέρα σας.

– Καλή σου μέρα, κοπέλαμ’.

– Έχετε ψωμί;

– Σε φούρνο ήλθες. Τι θα είχαμε φστάνια;

– Ναι, αλλά είναι σταρένιο;

– Αμ’ τι; Απού κθαρ’ θα ‘ταν;

– Είναι χωριάτικο;

– Σι χουριό δεν είσι; Τι θα είχαμι, ψωμί πρωτευουσιάνκου;

– Θέλω να πώ. Είναι ζυμωτό;

– Μπά σι καλό σ’. Αζύμουτο θα στο’ δουνα;

– Ναι. Είναι με το χέρι; Χειροποίητο;

– Ξέρ’ς εισύ να ζμώνουν μι τα πουδάρια;

Ποιος ξέρει μέχρι πού θα έφτανε και πότε θα τελείωνε ο διάλογος αυτός, αν δεν έδινε τέλος η ξένη κοπέλα.

– Καλά. Δώστε μου ένα ψωμί. (με ύφος σαν να έλεγε. Είναι αδύνατο να με καταλάβεις).

– Ά, μπράβου, τώρα συνεννοηθήκαμι.

Ο θείος μου, όχι πως δεν κατάλαβε τι ήθελε να πεί η γυναίκα. Είχε όμως όρεξη εκείνη την ώρα και την «δούλευε».

Δεν ήταν πάντα έτσι. Μας αγαπούσε πολύ όλους, μας συμπαραστεκόταν και μας βοηθούσε, ήταν όμως κι αυστηρός μαζί μας. Ο πατέρας μου τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε επειδή είχε τελειώσει το σχολείο, ενώ εκείνος δεν πρόλαβε να τελειώσει την τετάρτη δημοτικού Εμένα μου έλεγε: «Αν βρεις δυσκολία στην αριθμητική, να πάς να σε βοηθήσει ο Γρηγόρης» και πήγαινα.

Ο εξάδελφός μου ο Βασίλης, του Νίκου, είχε αρραβωνιάσει με τη Μυρτώ η οποία είναι κόρη Στρατηγού της άλλοτε Χωροφυλακής. Ήλθε, μια μέρα, ο Στρατηγός στο χωριό, στο σπίτι του Νίκου. Εκείνος πήγε τρέχοντας στον φούρνο. (Ήταν κοντά στο σπίτι του).

– Γρηγόρη, έλα στο σπίτι. Ήλθε ο Στρατηγός.

– Μπα!… Κι γιατί να έρθου ιγώ; Να ’ρθεί αυτός σι μένα.

Δεν χώνευε τους «μπάτσους» εκείνης της εποχής. Ήταν η περίοδος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών.

Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο θείος Γρηγόρης. Ντόμπρος πηλιορείτης, δουλευτής, απολαυστικός χιουμορίστας, αλλά και αυστηρός όταν έπρεπε. Ανήκε στο είδος των ανθρώπων, που ξεχωρίζουν χωρίς να προκαλούν. Πέθανε σχετικά νέος. Ο πατέρας μου στην κηδεία, του έκανε παράπονα! «Γιατί έφυγες πρώτος Γρηγόρη; Εγώ είχα σειρά!», έλεγε και ξανάλεγε κλαίγοντας απαρηγόρητος. Ήταν πολύ δεμένα αδέλφια μεταξύ τους. Και ομολογώ ότι κι εμένα τότε. μου έλειψε η παρουσία του ωραίου αυτού ανθρώπου, τον οποίον ακόμα και σήμερα με νοσταλγία αναπολώ. Τον θυμόμαστε όλοι με ευγνωμοσύνη…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου