Του Γιάννη Ν. Καλαντζή
Στις αρχές του 19ου αι. οι πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι της Ευρώπης γνώριζαν πολύ καλά τον Μέτερνιχ και τον Καποδίστρια. Διπλωμάτες επιτυχημένοι, υπηρέτησαν με πάθος τις κυβερνήσεις τους, την Αυστρία και τη Ρωσία, ενώ έμειναν στην Ιστορία σαν δυο άσπονδοι φίλοι, με όλες τις διαφορές και τις συγκρούσεις στις διεθνείς συναντήσεις τους.
Ο Μέτερνιχ (πραγματικό όνομα Κλέμενς Βέντσελ Νέπομουκ Λόταρ, πρίγκιπας του Μέτερνιχ) από την αρχή ήταν αντίθετος με την εξέγερση των Ελλήνων. Όχι πως μισούσε την Ελλάδα στη γενική της έννοια, αλλά, θεωρώντας τον εαυτό του ασάλευτο βράχο της τάξης στα ευρωπαϊκά πράγματα, δεν έβλεπε με καλό μάτι τις οποιεσδήποτε πολιτικές αλλαγές. Σ’ αυτή την ατελέσφορη τακτική είχε οδηγηθεί από έναν παράλογο φόβο, που διαπερνούσε τα σωθικά του κάθε φορά που άκουγε τη λέξη «επανάσταση». Αδυσώπητος, μόλις μάθαινε για κάποιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των ευρωπαϊκών λαών, χρησιμοποιούσε κάθε μέσο, πολιτικό ή στρατιωτικό, για να το καταστείλει, όπως έκανε στον ξεσηκωμό των Ελλήνων και του φιλελληνισμού το 1821. Γι’ αυτό πολέμησε τον Καποδίστρια, γι’ αυτό μίσησε τους Έλληνες.
Δεν έμοιαζε ο Μέτερνιχ με τον Καποδίστρια, παρόλο που τα κοινά στοιχεία που τους συνέδεαν δεν ήταν λιγότερα από εκείνα που τους χώριζαν. Αν εκείνη την εποχή ζούσε ο Πλούταρχος σίγουρα θα τους συμπεριλάμβανε στους Βίους Παράλληλους.
Παιδιά της ίδιας εποχής και οι δυο, μέλη πολύτεκνων οικογενειών, ο Αυστριακός πολιτικός είχε γεννηθεί το 1773 και ο Έλληνας το 1776. «Μετανάστες» και οι δυο στη Βιέννη, ουσιαστικά δυο ξένοι στην ίδια πόλη στην υπηρεσία ξένων ηγεμόνων, ο μεν πρώτος Γερμανός της Ρηνανίας στην αυλή του αυτοκράτορα Φραγκίσκου της Αυστρίας από το 1806, ο δε δεύτερος από το 1809 υπάλληλος της ρωσικής πρεσβείας της Βιέννης και αργότερα αναπληρωτής υπουργός των Εξωτερικών του τσάρου. Είχαν μπει και οι δυο στην ιατρική, μόνο που ο Μέτερνιχ τα εγκατέλειψε μετά από μερικά εξάμηνα, ενώ ο Καποδίστριας πήρε το πτυχίο κανονικά.
Αυτά που χώριζαν τους δυο πολιτικούς άνδρες ήταν τα φυσικά γνωρίσματα, ενώ όσοι τους είχαν γνωρίσει από κοντά καταλάβαιναν αμέσως τη διαφορετική προσωπικότητά τους. Στις ερωτικές σχέσεις η διαφορά ήταν αγεφύρωτη. Τύποι σαγηνευτικοί και οι δυο, παρόλο που ήσαν περιζήτητοι στις συντροφιές ωραίων γυναικών, μόνον ο πρώτος απέκτησε τη φήμη του ακόλαστου εραστή.
Υπήρξε πλούσια η ερωτική ζωή του Μέτερνιχ. Από τα νεανικά του χρόνια ήταν φορτικό καμάκι στα διάφορα σαλόνια, όπου συγκεντρωνόταν η υψηλή ευρωπαϊκή αριστοκρατία, σε τέτοιο βαθμό, που κάποτε το σκάνδαλο αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Με τρεις νόμιμες συζύγους στο ενεργητικό του, η επιτυχία του στον ερωτικό τομέα με γνωστά ονόματα έμεινε στην ιστορία. Και ενώ τον απασχολούσε έντονα το γυναικείο φύλο, το μυαλό του δεν έφευγε από τον Καποδίστρια. Ακόμη και σε γράμματα πού έστελνε στις φίλες του τον ανέφερε.
Σε ένα από αυτά, που έστειλε στην ερωμένη του Δωροθέα φον Λίβεν, σύζυγο του Ρώσου πρέσβη στο Λονδίνο, παραδέχεται: «… Ποτέ δεν του άρεσα ιδιαίτερα και αυτό είναι πολύ φυσικό… Δεν υπάρχουν άλλες διαφωνίες γιατί είναι πνευματώδης και καλός». Σε άλλη επιστολή στην ίδια γυναίκα έγραφε για τον Καποδίστρια: «Υπέθετε πως μπορεί να περπατήσει πάνω σε βελουδένιους δρόμους, ενώ εγώ του είχα μιλήσει για ακανθώνα. Τώρα με παρακαλάει να του βγάλω τα αγκάθια…». Αργότερα, ο πανίσχυρος καγκελάριος κατηγορεί πλέον ευθέως τον Ελληνα πολιτικό: «… o Kαποδίστριας δεν ξέρει πια ούτε τι πρέπει να πιστεύει, ούτε και είναι σε θέση να γνωρίζει τι μπορεί να θέλει».
Ο Ιωάννης Καποδίστριας από την Ίστρια στην Κέρκυρα, δευτερότοκος γιος του Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια και της Αδαμαντίας, με εσωτερικό κόσμο τελείως διαφορετικό από τον Μέτερνιχ, ήταν τύπος ασκητικός και αισθηματικός, που αναζητούσε την ευτυχία και τον έρωτα σε δρόμους, άγνωστους στον αντίπαλό του. Και όπως ο έρωτας είχε τη δική του θέση τότε, αλλά και κατά την Ελληνική Επανάσταση και μετά, έτσι πήρε τα χρόνια εκείνα και τη δική του θέση στην καρδιά του Κερκυραίου πολιτικού.
Οταν πρωτογνώρισε τη Ρωξάνδρα, όταν ερωτεύτηκε παράφορα την Ελληνίδα κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Ελισάβετ, ο Καποδίστριας ήταν 33 ετών. To μέγα πάθος κατέκλυσε μεμιάς τις καρδιές της πολύφερνης αρχοντοπούλας και του πολλά υποσχόμενου πολιτικού, υποψήφιου υπουργού της Ρωσίας, μια αγάπη αγνή, που θα τη συμπλήρωνε ο γάμος. Έπρεπε, όμως, να εγκριθεί η επιθυμία τους από το τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄ και την τσαρίνα. Ο τσάρος έδωσε την έγκρισή του, αλλά η Ελισάβετ, επειδή ζήλευε παθολογικά την όμορφη και έξυπνη Ρωξάνδρα και προκειμένου να την απομακρύνει από την Πετρούπολη, άδραξε την ευκαιρία και απάντησε στον Κερκυραίο με μια φράση, που δεν επιδεχόταν αντίρρηση: «Αργήσατε! Την έχω τάξει στον εξάδελφό μου, στον κόμητα Εντλιγκ».
Η απόφαση τους ήταν η χειρότερη. Απαρνήθηκε ο ένας τον άλλον και δυστύχησαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο. Η γυναίκα για να μη προκαλέσει το μίσος της τσαρίνας και ο άνδρας για να μπορεί να παλεύει για το θέμα της Απελευθέρωσης της Ελλάδος. Τον παντοτινό αρραβώνα τους, όμως, τον κατάφεραν, έστω και μυστικά. Μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, ο Καποδίστριας πέρασε στο δάχτυλο της αγαπημένης του ένα δαχτυλίδι, που είχε αγοράσει από τη Βιέννη, λέγοντάς την: «Δεν θέλω να το βγάλεις ποτέ». Η Ρωξάνδρα το δέχτηκε συγκλονισμένη και «Μόλις έφυγε (ο αγαπημένος της) έπεσα στην πολυθρόνα και έκλαυσα πικρά», έγραψε στο ημερολόγιό της.
Tο ίδιο ημερολόγιο, μετά από χρόνια, με αυτές τις λέξεις το τελείωσε: «Θεέ μου σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες να αγαπήσω με την πιο αγνή και ιερή αγάπη το ωραιότερο δημιούργημά σου, το ευγενέστερο και ουράνιο πλάσμα της γης».
Ο Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδος τώρα, σε μια νέα επιστολή του, ομολόγησε για πολλοστή φορά την αγάπη του προς την Ρωξάνδρα: «Κράτα μου πάντα μια θέση στην καρδιά σου και μέσα στην ψυχή σου, όπως κρατώ μέσα στην καρδιά μου μια θέση, που δεν θα την καταλάβει ποτέ άλλη γυναίκα».
Παρόλο που η λαϊκή φαντασία τροφοδότησε με άλλες ερωτικές ιστορίες τη ζωή του Κερκυραίου πολιτικού, στο τέλος απελπίστηκε και ξεφούσκωσε. Δεν υπήρξε, ούτε αγάπησε άλλη γυναίκα. Η μοναδική αγάπη του υπήρξε η Ρωξάνδρα και με αυτή έζησε μέχρι που τον πήρε ο θάνατος. Εζησαν χώρια την υπόλοιπη ζωή τους, αλλά με τις καρδιές και την ψυχή τους ενωμένες για πάντα.
Είναι τρανταχτή η διαφορά της ψυχοσύνθεσης και της ιδιοσυγκρασίας μεταξύ του Καποδίστρια και του Μέτερνιχ. Τελικά, ο σύγχρονος Πλούταρχος, μελετώντας το βίο των δυο ανδρών, μάλλον δεν θα τους συμπεριλάμβανε στους Βίους Παράλληλους.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ο Καποδίστριας σωριάστηκε νεκρός από τη σφαίρα και το μαχαίρι των Γιώργου και Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη. Ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων σιγόβραζε και σκορπούσε το μίσος του παντού. Η Ρωξάνδρα πληροφορήθηκε το τραγικό τέλος του μετά δυο μήνες στην Οδησσό. Ο αδελφός της Αλέξανδρος κράτησε την αντίδραση της αδερφής του, γράφοντας κάπου τα εξής: «Μόλις η αγαπητή μου αδελφή έμαθε την τραγική είδηση, έπεσε κάτω αναίσθητη. Ουσιαστικά από εκείνη την ώρα ήταν νεκρή…».
(Ο γράφων επικαλέστηκε δημοσιεύματα του κ. Π. Κ. Ενεπεκίδη και άλλων ιστορικών συγγραφέων).