ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η γυναίκα και ο Χριστιανισμός

η-γυναίκα-και-ο-χριστιανισμός-312993

Του Κωνσταντίνου Σουλιώτη, επ. λυκειάρχη

Στη ζωή της ανθρωπότητας συναντούμε διάφορες αντιλήψεις σχετικές με τη γυναίκα, τη θέση της στην κοινωνία, τη σχέση της προς τον άνδρα και προς την οικογένεια.

Γενικά -εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις- θρησκεία, πολιτεία και κοινωνία θεωρούσαν τη γυναίκα κατώτερη από τον άνδρα. Ανάλογη προς την αντίληψη αυτή υπήρξε η συμπεριφορά και η νομοθεσία όλων των εποχών μέχρι του σημείου που η γυναίκα να θεωρείται πράγμα με δικαίωμα του άνδρα να τη μεταχειρίζεται κατά βούληση ακόμη δε και να την πουλάει στα σκλαβοπάζαρα σαν κοινό αντικείμενο ή ζώο. Χαρακτηριστικά είναι το όσα ο Γιάννης Κορδάτος γράφει στην εισαγωγή του στον Ευριπίδη. «… Ας μη ξεχνούμε πόσο ψηλά είχε ανέβει στα χρόνια εκείνα ο Αθηναϊκός πολιτισμός και ακόμα πως ενώ οι άντρες (οι ελεύθεροι πολίτες Αθηναίοι) είχαν απεριόριστα πολιτικά δικαιώματα (χωρίς να λαμβάνεται καθόλου υπόψη η κοινωνική και περιουσιακή θέση και κατάστασή τους), οι γυναίκες -ακόμα και οι αρχόντισσες- δεν είχαν κανένα δικαίωμα ισοτιμίας με τους άντρες. Ήταν καταδικασμένες να μένουν στο σπίτι και να κάνουν μαζί με τις σκλάβες τις δουλειές του σπιτιού. Στη δημόσια ζωή δεν έπαιρναν καθόλου μέρος και ακόμα και για ζητήματα της οικογενειακής ζωής δεν έπρεπε να ρωτούνται».

Πρώτος ο Χριστιανισμός κήρυξε την ισότητα των δύο φύλων και έδωσε στη γυναίκα τη θέση που της ανήκει, γιατί αυτός ερμήνευσε σωστά την Αποκάλυψη του Θεού προς τον άνθρωπο. Στην Άγια Γραφή διαβάζουμε ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «άρρεν και θήλυ». Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή ο άνδρας και η γυναίκα είναι πλάσματα του Τριαδικού Θεού, έχουν την ίδια φύση και ουσία και είναι πρόσωπα και οι δύο, αφού και στους δύο ο Θεός έδωσε τα ίδια προσόντα, δηλαδή λογικό, συνείδηση, βούληση, ελευθερία και τη δυνατότητα να κυριαρχούν πάνω σ’ όλα τα άλλα δημιουργήματα. Και το σπουδαιότερο έδωσε και στους δύο την δυνατότητα να πετύχουν το «καθ’ ομοίωσιν Θεού», να μοιάσουν δηλ. όσο είναι δυνατό με τον θεό, επιδίωξη που είναι και ο προορισμός και των δύο πάνω στη γη.

Αυτή την ηγεμονική θέση πού είχαν και οι δύο μέσα στη δημιουργία την έχασαν με την είσοδο της αμαρτίας στη ζωή τους. Έχασαν την άξια της ύπαρξής τους και σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι έχασαν και τη συναίσθηση της ισότητας ανάμεσά τους.

Με την έλευση του Κυρίου και την αποκατάσταση του ανθρώπου στην προπτωτική του θέση αποκαταστάθηκε και η ισότητα των δύο φύλων. Η χριστιανική θέση, όπως διατυπώνεται στο κήρυγμα του Απ. Παύλου «εν Χριστώ ουκ ένι άρσεν και θήλυ». (Γαλ. γ’ 28), δεν αναγνωρίζει προνόμια υπεροχής ούτε στον άνδρα ούτε στη γυναίκα, τους θεωρεί ίσους. Είναι ίσοι ηθικά, πνευματικά και κοινωνικά. Και οι δύο προσπαθούν για την ανύψωση και βελτίωση του οικογενειακού βίου, πράγμα που αποτελεί το βασικότερο όρο για τη βελτίωση και ανάγκη της ανάγκης της κοινωνίας και της κοινωνικής ζωής.

Η πράξη βέβαια, δεν ακολούθησε απόλυτα και σε μεγάλη έκταση το κήρυγμα αυτό της νέας θρησκείας, γιατί δεν αφομοιώθηκε το πνεύμα του Χριστού από τους ανθρώπους, για να ωριμάσουν οι καρποί της διδασκαλίας Του. Ένα όμως είναι γεγονός, ότι η γυναίκα απόκτησε ό,τι απόκτησε χάρις ατά χριστιανισμό. Και αν στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος -για να μην πούμε τόσος θόρυβος- γύρω από την ισότητα των δύο φύλων, γίνεται γιατί το χριστιανικό πνεύμα σιγά σιγά και ανεπαίσθητα μπήκε στη ζωή των ατόμων και των λαών. Γενικά η γυναίκα μέσα στο Χριστιανισμό απόκτησε το δικαίωμα να δρα σ’ όλες τις περιοχές του ανθρώπινου πολιτισμού, με τη χριστιανική όμως προϋπόθεση ότι οφείλει να διασώζει τη γυναικότητά της. Το χαρακτήρα που ταιριάζει στη φύση της. Μόνο υπό τον όρο αυτόν ή γυναίκα αποβαίνει η πηγή του πνευματικού πολιτισμού, πού εξευγενίζει και οδηγεί σε ιδέες και επιτεύγματα που δημιουργούν εποχές για την ανθρωπότητα. Έτσι λοιπόν η γυναίκα στο χριστιανισμό βρήκε τη θέση της, την ύπαρξή της. Τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τον άνδρα και θεωρείται ίση ηθικά, πνευματικά και κοινωνικά μ’ αυτόν, χωρίς να παραβλέπονται οι ψυχολογικές διαφορές του φύλου.

Για τον Χριστιανισμό όμως η ισότητα αυτή δεν είναι υπόθεση νόμων και διατάξεων. Είναι υπόθεση ταπείνωσης και αγάπης. Βασίζεται πάνω στο σεβασμό και την αναγνώριση του ενός προς τον άλλο. Πρέπει και οι δύο να θεωρούν ο ένας τον άλλο σαν εικόνα του θεού. Μόνον αν λείψουν οι μικρότητες και οι εγωισμοί και αν αποκτήσουμε όλοι -άνδρες και γυναίκες- φρόνημα χριστιανικό και ζήσουμε τη χριστιανική αγάπη σ’ όλη την πληρότητά της, μπορεί να καθιερωθεί η ποθούμενη και επιδιωκόμενη ισότητα των δύο φύλων. Αλλιώς κτίζουμε πάνω στην άμμο, γιατί ο καθένας θα φροντίζει και θ’ αγωνίζεται να επιβληθεί πάνω στον άλλο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου