ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από τη Ζωή: Το παράπονο του γέρου

από-τη-ζωή-το-παράπονο-του-γέρου-326041

Γράφει ο Χρήστος Μηλίτσης

Αρχές Φθινοπώρου. Μέρα Σάββατο. Αποβραδίς ένας καλός μου φίλος με προσκάλεσε να συναντηθούμε την επομένη στις δέκα το πρωί στο καφενείο Θεσσαλικό κοντά στην πλατεία Ομόνοιας στην Αθήνα. Ξημέρωμα Κυριακής ήταν μια συννεφιασμένη μέρα. Σαν έφτασε η ώρα ξεκίνησα. Στο δρόμο μου έπιασε μια μικρή ψιχάλα. Επιτάχυνα το βήμα μου γιατί φοβήθηκα μην έρθει κάποια μπόρα. Οι προβλέψεις μου επαληθεύτηκαν, ήταν ευτύχημα ότι πρόλαβα να μπω στο καφενείο. Βροχάρα να δουν τα μάτια σου. Χαλασμός Κυρίου, κατακλυσμός που κράτησε πάνω από μια ώρα. Στη αίθουσα κόσμος πολύς, αιτία η βροχή που δεν άφησε το φίλο μου να έρθει στην ώρα του. Δεν υπήρχε τραπέζι αδειανό, ούτε καρέκλα πουθενά. Κάπου σε μια γωνιά σ’ ένα μικρό τραπεζάκι πήρε το μάτι μου ένα γεροντάκι ε.α., ήταν πάνω από τα ενενήντα. Καθόταν σε μια καρέκλα και στην άλλη είχε το καπέλο του…

Τον πλησίασα και τον ρώτησα: Μπορώ να καθίσω;

– Ναι μου είπε και τράβηξε το καπέλο από τη καρέκλα. Κάθισα αλλά ήταν καλύτερα να μην τον πλησίαζα, γιατί ο γέρος ήταν πολύ στενοχωρημένος, και αυτή του η στεναχώρια μεταφέρθηκε και σε μένα. Κάπνιζε συνεχώς και τα αχ και τα βαχ δεν είχαν τελειωμό. Κάποτε αναστέναξε βαθειά. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και τον ρώτησα.

– Τι έχεις γέρο και είσαι τόσο πολύ στενοχωρημένος; Μου είπε την ιστορία του την οποία και αντιγράφω. Είχα, μου είπε, ένα γιο. Τον έστειλα να σπουδάσει στην Αγγλία Σε επτά χρόνια τέλειωσε τις σπουδές του. Στο διάστημα αυτό έχασα τη γυναίκα μου και έμεινα μόνος και έρημος. Όταν ήρθε μαζί με το πτυχίο του έφερε και τη γυναίκα του. Παντρεύτηκε χωρίς να μας πει τίποτε. Εργάστηκε δυο-τρία χρόνια σε Νοσοκομείο και μια μέρα μου είπε:

– Πατέρα άλλο παιδί δεν έχεις, δεν μου γράφεις το σπίτι να ξεμπερδεύουμε. Μπράβο παιδί μου, και την άλλη μέρα το έγραψα. Δεν κοβόταν το χέρι μου εκείνη την ώρα να μην έβαζα την υπογραφή μου! Ύστερα από λίγο καιρό αρρώστησα και με πέταξαν σε μια κλινική και δεν ξανάδωσαν σημεία ζωής, εξαφανίστηκαν. Σαν συνήλθα κάποτε πήγα στο σπίτι μου. Είχαν αλλάξει κλειδαριά, Πατάω το κουδούνι και βαίνει μια κυρία.

– Τι θέλει ο κύριος!

Τι θέλω εγώ στο σπίτι μου.

– Όχι κύριε κάνεις λάθος. Το σπίτι είναι δικό μας. Το αγοράσαμε.

Έφυγα, είπε, σαν βρεγμένος γάτος, νοίκιασα μια γκαρσονιέρα και μένω μόνος και έρημος.

Κουράγιο γέρο του λέω, δεν είσαι μόνος, πολλοί την πάτησαν όπως εσύ. Άνοιξα το τσαντάκι μου και μέσα εκεί είχα το ποιηματάκι αυτό που σχετικό και το καταγράφω. Ρίξε μια ματιά του είπα να δεις πως δεν είσαι ο μόνος που την έπαθε. Το πήρε και διάβασε. Να τι έγραφε:

Μια ιστορία θα σας πω, γνώρισα ένα γέρο.

Εδάκρυσαν τα μάτια μου χωρίς να τον εξαίρω

Μια συμβουλή στον άνθρωπο γράφω προτού γεράσει

να τη διαβάζει πάντοτε, να μην την εξεχάσει

Άμα γεράσει ο άνθρωπος δεν τον εσυμπαθούνε

Το θάνατο παρακαλούν να τον ξεφορτωθούνε

Γι αυτό και κράτα γέροντα τα περιουσιακά σου

Γιατί μια μέρα θα βρεθείς στο δρόμο απ’ τα παιδιά σου

Ο μεγαλύτερος εχθρός γίνεται το παιδί σου

Και ο φίλος ο καλύτερος είναι η σύνταξή σου.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος και δεν αυτοσυντεριέται

καλύτερα ο θάνατος παρά να τυραγνιέται

Σε μια γωνιά τον βάζουνε το φουκαρά το γέρο

Και για να τον κοιτάξουνε χρειάζεται συμφέρο

Άμα γεράσει ο άνθρωπος και φύγουν τα παιδιά του

Του είναι απαραίτητο να χει τη συντροφιά του

Αν φύγει ο ένας απ τους δυο ο άλλος γίνεται κουρέλι

Ένα τον σπρώχνει απ τη μια και ο άλλος δεν τον θέλει

Τη συμβουλή μου ανέλυσα και μην την εξεχάσεις

Να τη διαβάζεις πάντοτε, αλλά προτού γεράσεις.

Τελειώνοντας αναστέναξε βαθειά. Έχεις δίκαιο μου είπε. Τον χαιρέτησα και πήρα τον δρόμο μου πολύ στενοχωρημένος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου