ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οδυσσέας Ελύτης – Κίμων Φράιερ (Όταν οι Δύο Γίνονται Ένας!)

οδυσσέας-ελύτης-κίμων-φράιερ-όταν-ο-352163

Του Θωμά Στραβέλη,

συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Στις 10 Μαρτίου του 1979, από το διαμέρισμα του Κίμωνα Φράιερ, όπου έτυχε να βρίσκομαι, τηλεφώνησα στον Ελύτη και τον παρακάλεσα να στείλει τη «Νεφέλη» στον «ιεραπόστολό» του (γιατί έτσι αποκαλούσε ο ποιητής τον μεταφραστή του για τον μόχθο που κατέβαλε, όταν καταπιάστηκε με το δυσκολομετάφραστο έργο τού ποιητή, αλλά και, γενικότερα, για την προβολή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης που, ακάματος και με πίστη ιεραποστόλου, συνέχιζε). Η «Νεφέλη» είχε μόλις εκδοθεί. Όμως, δεν ήθελε να τον μαλώσει γι αυτή του την απρέπεια, που τη μοιράστηκαν μαζί του κι ορισμένοι πεζογράφοι και ποιητές, που είχαν, για δικούς του ο καθένας λόγους, επισκεφτεί, τούτο το λαμπερό πρωινό, τον κορυφαίο μεταφραστή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ήταν για τον Κίμωνα Φράιερ μία απρέπεια: Η «Νεφέλη» να πουλιέται από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, πότε στον ένα και πότε στον άλλο εραστή της, κι ο μεταφραστής της να πρέπει να πάει να την αγοράσει! Αδιανόητο! Γιατί, ο Οδυσσέας Ελύτης χρωστούσε το Νόμπελ στον Κίμωνα Φράιερ! Οι γαλλικές μεταφράσεις, που είχαν γίνει ως τότε, τον «κακοποιούσαν», τον «πρόδιδαν», ήταν ρηχές και κάκιστες. Ήταν μία ερασιτεχνική ενασχόληση του Γάλλου μεταφραστή, που δεν απέδωσε την ποίηση του Ελύτη στα Γαλλικά, αλλά κατέφυγε στη μέθοδο της παράφρασης.

Θυμάμαι πως άφησα το τηλέφωνο να χτυπήσει πολλές φορές. Ο Ελύτης δεν ήταν στο σπίτι του κι έτσι γλίτωσε το ελληνοαμερικανικό μάλωμα του Φράιερ (που στην Αγγλική γλώσσα σημαίνει «μοναχός»). Ίσως γι’ αυτό το λόγο και ο Ελύτης τον αποκαλούσε «ιεραπόστολο», γνωρίζοντας πολύ καλά τον μεγάλο, τον τιτάνιο μεταφραστικό του αγώνα…

Του ζήτησα κι εγώ να παρηγορηθεί στη σκέψη ότι, αφού θα τον επισκεπτόταν σύντομα στο διαμέρισμά του στη Σκουφά, θα του χάριζε ο ίδιος ο Ελύτης τη «Νεφέλη» με αφιέρωση. Να την απολαύσει, του είπα, διπλά! Ο Ελύτης είχε λησμονήσει τον φίλο και μεταφραστή του, κι αυτό ήταν αχαριστία απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, που ξόδεψε πολλά χρόνια απ’ τη ζωή του, πολύ ποιητική και φαιά ουσία, προκειμένου να μεταφράσει στ’ Αγγλικά μία δυσκολομετάφραστη και δυσκολοερμήνευτη ποίηση. Να μεταφράσει τον Ελύτη σε «Ελύτη»,αλλά που, τελικά, μετέφρασε τον Ελύτη σε «Φράιερ», όπως, χαριτολογώντας, υποστήριξε η επιτροπή των Σουηδών Ακαδημαϊκών, όταν αποφάσισε να απονείμει το Νόμπελ στον Έλληνα ποιητή, με αποτέλεσμα να έχουμε αποκτήσει ένα δεύτερο Νόμπελ, ύστερα από εκείνο του Σεφέρη, κι ένας δεύτερος μεγάλος Έλληνας στοχαστής ν’ αγαπηθεί και να διαβαστεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Συγκεκριμένα, με τις μεταφράσεις και την εκτενή εισαγωγή τού Φράιερ, οι Σουηδοί Ακαδημαϊκοί πέτυχαν τη σωστή κατανόηση και αποτίμηση της ποίησης του Ελύτη. Ο ίδιος ο Ελύτης είχε την ευκαιρία να μιλήσει ιδιαίτερα με μερικούς απ’ αυτούς και διαπίστωσε ότι όλοι τους είχαν απομνημονεύσει στίχους στη μετάφραση του Φράιερ. Ο ακαδημαϊκός Γκύρωβ, που έκανε την παρουσίαση του ποιητή κατά την ημέρα της απονομής τού Νόμπελ, αναφέρθηκε σε περικοπές από τα ποιήματα του Ελύτη και σε αναλύσεις από το βιβλίο τού Φράιερ.

Τα ποιήματα του Ελύτη, υπερρεαλιστικά στην έμπνευσή τους, διαβάστηκαν, αχόρταγα, κι ο ποιητής χαιρετίστηκε ως ο καλύτερος λυρικός ποιητής της γενιάς του. Ο Ελύτης υπήρξε ο ποιητής της ομορφιάς, της ξενοιασιάς, του καλοκαιριού, της ανθισμένης νιότης, των μυθικών και ονειρικών τοπίων και των γλυκών ρεμβασμών τού Αιγαίου, και της εποχής της ανοιχτής καρδιάς, ο ποιητής της ηθικής γυμνότητας και της πλατωνικής ιδεοποίησης, όπου είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις το ιδεώδες από το πραγματικό. Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη είναι μία γόνιμη εικονογραφία, που του κληροδότησε ο υπερρεαλισμός, και χάνει πολλά από την έντασή της στη μετάφραση. Πώς να μεταφράσεις, από τον «Ύπνο των Γενναίων», την τραγική ευψυχία αυτών των ανθρώπων; Πώς ν’ αποδώσεις σε μία ξένη γλώσσα (γλώσσα μητριά) τους γύπες, που κατεβαίνουν ορμητικά για να ευφρανθούν τον πηλό των σπλάχνων, το αίμα και τον ήχο των βημάτων τους; Ο χρόνος είναι χωρίς ηλικία στο έργο τού ποιητή, κι γι αυτό δεν μεταφράζεται εύκολα. Η Αρετή (που είναι η Ελλάδα και η Παρθένος Μαρία), που μετατρέπει το σκοτάδι σε φως, μεταφράζεται, αλλά με πολλές απώλειες σημασιολογικές και υφολογικές. Η νοσταλγία, που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες τού «Ύπνου των Γενναίων», χάνεται στη μετάφραση, γίνεται μία «τρίτη γλώσσα», η «γλώσσα της μετάφρασης».

Ο Ελύτης είναι η φωνή του λυρισμού. Πώς να μεταφράσεις λοιπόν τον λυρισμό του, αυτή τη βαριά και σοβαρή φωνή, ραγισμένη από τη γεύση τού τραγικού; Πώς να μεταφράσεις τον εραστή τού σκιρτήματος των ζαρκαδιών, τον μύστη των φύλλων της ελιάς, τον ηλιοπότη ποιητή, τον ποιητή της εξαγνιστικής ιδιότητας τού ασβέστη, τα έτη Αρετής τού ασβέστη, τη γλώσσα του, που του την έδωσαν ελληνική, κι ένα σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές τού Ομήρου – μία ποίηση γεμάτη αίσθημα, λεπτότητα, αίμα, πνεύμα και Ελλάδα, μία γλώσσα που αποτελεί την απόσταξη κάθε εποχής, πλουτισμένη με λέξεις απ’ όλες τις περιόδους εξέλιξής της, σπαρμένη και με λέξεις, που έχει πλάσσει ο ίδιος ο Ελύτης. Όταν γράφει, ο ποιητής ξεκινάει από το πνεύμα και προχωρεί προς το γράμμα. Εμείς κάναμε το αντίθετο, όταν μεταφράζαμε: Ξεκινούσαμε από το γράμμα και προχωρούσαμε προς το πνεύμα. Ξέραμε την ποίηση του Ελύτη, αλλά μας δυσκόλευε το πρόβλημα της αμφισημίας και της πολυσημίας στη γλώσσα του. Κι όταν σκοντάφταμε σ’ ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, καθώς καταπιανόμασταν με την ποίησή του, στο μικρό διαμέρισμα της Καλλιδρομίου, τηλεφωνούσα στον ποιητή και του ζητούσα να μας δώσει (αν είχε τον χρόνο) κάποια διευκρίνιση. Ο Φράιερ χανόταν, κυριολεκτικά, στη μετάφραση, για να βρεθεί, μετά από λίγους μήνες, θριαμβευτής, μέσα στα κείμενα του Ελύτη, στην τελετή απονομής τού Νόμπελ. Ο ένας δημιουργός μιας έξοχης ποίησης, ο άλλος αναδημιουργός της ανυπέρβλητης μετάφρασης αυτής της ποίησης, δύο πρόσωπα ως ένα, δύο μεγάλα πνεύματα μαζί, ένας νομπελίστας κι ένας κορυφαίος μεταφραστής, ταυτισμένα και προορισμένα να προχωρούν μαζί, να σπάζουν το φράγμα τού χρόνου και του χώρου, αλλά και της γλώσσας, βοηθώντας ν’ ακουστεί η φωνή της πνευματικής Ελλάδας στα πέρατα του κόσμου. Βγάζοντας τον Ελύτη έξω απ’ τα στενά ελληνικά όρια, ο μεταφραστής τον κάνει παγκόσμιο πνευματικό κτήμα, συντελώντας, μ’ έναν τρόπο μοναδικό, στη διαπολιτιστική του επιβίωση. Έτσι, ο μεταφραστής κάνει το θαύμα του. Γιατί, τι άλλο είναι παρά θαύμα, που δύο γλώσσες γίνονται μία, και θαύμα μεγαλύτερο, που δύο άνθρωποι γίνονται ένας!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου