ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Επαρχία Αλμυρού, αφιέρωμα για την απελευθέρωση 17 Αυγούστου 1881

επαρχία-αλμυρού-αφιέρωμα-για-την-απελ-358411

Του Γεωργίου Ι. Σούρλα*

Από τον 4ο αιώνα μ. Χ. γίνεται αναφορά στον Αλμυρό ως παραθαλάσσια πόλη κοντά στο Τσιγγέλι. Ο χώρος του σημερινού Αλμυρού, σύμφωνα με τους ερευνητές, ιστορικούς και αρχαιολόγους, κατοικούνταν από τις αρχές του 13ου αιώνα μ. Χ. και συνυπήρχε με τον βυζαντινό παραλιακό Αλμυρό. Ο θεμέλιος λίθος του χριστιανικού ναού, που έθεσε ο επίσκοπος Βελεστίνου Μιχαήλ στη σημερινή θέση του ναού του Αγίου Δημητρίου, το έτος 1275 μ. Χ. (6.783 από Κτίσεως Κόσμου) είναι μία απτή μαρτυρία. Ο Ισπανός ραββίνος και περιηγητής Βενιαμίν της Τουδέλας (ομώνυμης πόλης της Ισπανίας), που τον 12ο αιώνα επισκέφθηκε τον Αλμυρό, γράφει μεταξύ άλλων: «Είναι δύο ημερών ταξίδι ως τον Αλμυρό, που είναι μια μεγάλη παραθαλάσσια πόλη, την οποία κατοικούν Βενετοί, Πιζάνοι, Γενουάτες, καθώς και διάφοροι έμποροι που την επισκέπτονται. Είναι μία εκτενής περιοχή που περιλαμβάνει στον πληθυσμό της και 400 Εβραίους…». Το γεγονός ότι αναφέρεται στον Αλμυρό και καθόλου στην Αθήνα εκτιμάται ότι στα μέσα του ΙΒ αιώνα ήταν μεταξύ των αξιόλογων πόλεων.

Από γραπτές μαρτυρίες και από ανασκαφές στις Φθιώτιδες Θήβες (Νέα Αγχίαλος) προκύπτει ότι τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, από τον τρίτο έως τον έκτο αιώνα, στην περιοχή του Αλμυρού υπήρχε εβραϊκή κοινότητα.

Το 1119 οι Πιζάνοι (κάτοικοι της ιταλικής Πίζας) είχαν συνάψει ειδική συμφωνία με το Βυζαντινό κράτος, για να περνούν ατελώς τα εμπορεύματά τους από τον Αλμυρό. Οι Πιζαίοι είχαν εμπορικές συναλλαγές και με τους κατοίκους του Πηλίου.

Το 1307 ο Αλμυρός λεηλατήθηκε από τον ανεψιό του βασιλιά της Σικελίας Φερδινάνδο. Το 1311 περιήλθε στους Καταλανούς μετά τη μάχη που έγινε στις 15 Μαρτίου 1311 στην πεδιάδα του Αλμυρού με τον Δούκα των Αθηνών Γουαλθήρο. Το 1340 τον κατέλαβαν οι Σέρβοι.

Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι οι Ενετοί, μετά από τη συμφωνία ειρήνης με τους Οθωμανούς κατά το 1411, είχαν ως κέντρα εμπορικών συναλλαγών τον Πτελεό και τα Λεχώνια. Το 1420, όταν ο Τούρκος στρατηγός Τουραχάν κατέλαβε οριστικά τον Αλμυρό, οι Έλληνες μετακινήθηκαν στην Όθρη και η πόλη κατοικήθηκε από Τούρκους Κονιάρους.

Με τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους και την επίσημη χάραξη των ελληνοτουρκικών συνόρων κατά το 1832, η επαρχία Αλμυρού είχε το θλιβερό προνόμιο να χωρισθεί και ένα τμήμα της να ανήκει στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο παρέμεινε στην τουρκική επικράτεια. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα ακολουθούσαν την κορυφογραμμή της Όθρης, στη συνέχεια την κοιλάδα μεταξύ Βρύναινας και Αγίου Ιωάννη, για να ακολουθήσουν την κοίτη του Σαλαμπριά (Σουρπιώτικου) ποταμού, όπου σήμερα είναι ο δημόσιος δρόμος, μέχρι το Στόμιο της Σούρπης. Έτσι στην ελληνική επικράτεια βρέθηκαν τα χωριά (ή οικισμοί) Άγιος Ιωάννης, Γάβριανη, Άγιοι Θεόδωροι, Χαμάκω, Πτελεός, Σούρπη, Αμαλιάπολη, ενώ το υπόλοιπο μέρος της επαρχίας παρέμεινε στην τουρκική επικράτεια και ελευθερώθηκε στις 17 Αυγούστου 1881 με την ενσωμάτωση ολόκληρης της Θεσσαλίας στην ελεύθερη Ελλάδα.

Τα πενήντα περίπου αυτά χρόνια (1831- 1881), κατά τα οποία η επαρχία Αλμυρού παρέμεινε χωρισμένη μεταξύ των δύο κρατών, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο της ιστορίας της, με εντελώς ιδιάζοντα προβλήματα κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές. Από το βιβλίο του Βίκτωρα Κοντονάτσιου «Η περιοχή του Αλμυρού στην τουρκοκρατία» αντλούμε ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε και τα προβλήματα που προέκυψαν στην περιοχή αυτή μεταξύ των δύο κρατών. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Σούρπης και του μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς, που είχαν διαφορετικά προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Η Σούρπη και οι κάτοικοι της βρέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, ενώ τα κτήματά τους, απλωμένα στην πεδιάδα μπροστά τους πέρα από τον Σαλαμπριά, ανήκαν στην τουρκική επικράτεια. Με το μοναστήρι της Ξενιάς συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το μοναστήρι και οι καλόγεροι βρέθηκαν στην τουρκική επικράτεια, ενώ τα κτήματά τους, στις Νηές της Σούρπης, στην Πελασγία, στη Λειβαδιά, στην Εύβοια ανήκαν στην ελληνική επικράτεια.

Αρχικά οι Τούρκοι επέτρεπαν στους Σουρπιώτες να περνούν ελεύθερα τον Σαλαμπριά και να καλλιεργούν τα κτήματά τους, που υπήρχαν στην τουρκική επικράτεια, με μόνη την υποχρέωση να πληρώνουν στο τουρκικό κράτος τον ανάλογο φόρο. Τρία όμως μόλις χρόνια μετά από τον καθορισμό της κοίτης του Σαλαμπριά ως οροθετικής γραμμής, το 1835, το ποτάμι ξεχείλισε, με αποτέλεσμα η κοίτη του να αλλάξει πορεία και να στραφεί προς το ελληνικό έδαφος, αποσπώντας ένα σημαντικό μέρος του προς την τουρκική επικράτεια. Έτσι και τα λίγα κτήματα που είχαν οι Σουρπιώτες στο ελληνικό έδαφος συμπεριλήφθησαν στο τουρκικό. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός της νέας ευνοϊκής γι’ αυτούς οριοθέτησης των συνόρων και εμπόδιζαν τους Σουρπιώτες να καλλιεργούν τα κτήματά τους, που βρίσκονταν στο τουρκικό έδαφος, και απαιτούσαν από αυτούς, αν ήθελαν να έχουν την περιουσία τους, να μετακομίσουν στην Τουρκία. Πριν καν δηλαδή αποκτήσουν την ελευθερία τους, καλούνταν, αν ήθελαν να ζήσουν καλά, να πάνε και πάλι στη σκλαβιά. Κάποιοι δεν άντεξαν την ανέχεια και εγκαταστάθηκαν και πάλι στην τουρκική επικράτεια. Δημιουργήθηκε έτσι το σημερινό χωριό Αγία Τριάδα, που τότε λεγόταν Καλύβια, γιατί υπήρχαν εκεί πρόχειρες κατοικίες (καλύβια), στις οποίες έμεναν οι Σουρπιώτες, όταν οι γεωργικές τους ασχολίες το απαιτούσαν.

Την έκταση που κατείχαν οι Τούρκοι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας την αγόρασε ο τραπεζίτης και μετέπειτα εθνικός ευεργέτης Λεωνίδας Ζαρίφης από την Κωνσταντινούπολη και την πούλησε το 1888 στους Σουρπιώτες.

Τα κτήματα και τα ελαιοπερίβολα του μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς, που βρέθηκαν στο ελληνικό έδαφος, δημιούργησαν επίσης πολλά προβλήματα. Ο νομάρχης Φθιώτιδος βρίσκοντας στην περιφέρειά του κτήματα χωρίς ιδιοκτήτη, ερμηνεύοντας με τον τρόπο του το διάταγμα της διάλυσης των μοναστηριών, που είχαν λίγους μοναχούς, θεώρησε καλό να δημοπρατήσει προσωρινά τη συλλογή των καρπών των κτημάτων αυτών. Οι καλόγεροι της Παναγίας Ξενιάς διαμαρτυρήθηκαν.

Το 1835 ο Ηγούμενος της Μονής και οι ιερομόναχοι διαμαρτυρήθηκαν με αναφορά τους προς την Ιερά σύνοδο της Ελλάδος. Επίσης διαμαρτυρήθηκαν και οι δημογέροντες.

OAλμυρός μετά την απελευθέρωση

Στις 17 Αυγούστου του 1881 απελευθερώθηκε η επαρχία Αλμυρού μετά από σκληρούς αγώνες στις απελευθερωτικές επαναστάσεις του 1821, 1854 και 1878.

Κατά την απελευθέρωση ο Αλμυρός ήταν μία καθαρά αγροτική περιοχή και η οικονομία του στηριζόταν στην κτηνοτροφία και σε καλλιέργειες καπνού, ελιάς και βαμβακιού. Όλα ξεκινούσαν τότε από την αρχή. Kαι όχι μόνο αυτό, αλλά ήρθε να προστεθεί και το μεγάλο πρόβλημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Από την έκθεση της «Θεσσαλικής Eπιτροπείας», που συγκροτήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα το 1896 για να μελετήσει το αγροτικό ζήτημα, πληροφορούμαστε ότι υπήρχαν στην επαρχία Αλμυρού 19 τσιφλίκια εκτάσεως 207.000 στρεμμάτων. Ο μέσος όρος κάθε τσιφλικιού ήταν 16.000 στρέμματα. Τα 12 τσιφλίκια ανήκαν στον Δήμο Αλμυρού εκτάσεως 111.500 στρεμμάτων και τα 7 στον Δήμο Πλατάνου εκτάσεως 95.500 στρεμμάτων.

Το εμπόριο βρισκόταν σε υποτυπώδη κατάσταση και διεξαγόταν στα όρια της επαρχίας. Την εποχή της απελευθέρωσης υπήρχαν ελάχιστες βιομηχανίες, όπως αλευρόμυλοι και ελαιοτριβεία. Στη Γούρα (σημερινή Ανάβρα) υπήρχαν μικρά βυρσοδεψεία και εργαστήρια επεξεργασίας μάλλινων υφασμάτων ενδύσεως.

Τότε η επαρχία Αλμυρού αποτελούνταν από 26 χωριά και οι κάτοικοι ανέρχονταν σε 10.000. Στην πόλη του Αλμυρού κατοικούσαν περίπου 600 οικογένειες, εκ των οποίων οι μισές ήταν τουρκικές. Ο πληθυσμός τον χειμώνα αυξανόταν με την παραμονή 300 περίπου οικογενειών Βλάχων και Σαρακατσαναίων, που αργότερα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό πολλοί από τα ορεινά χωριά της επαρχίας και από την Ήπειρο, ιδίως από τα Ζαγοροχώρια.

Το 1907 ήλθαν στη επαρχία Αλμυρού 1700 οικογένειες ομογενών, που εκδιώχθηκαν από τη Βουλγαρία και την Ανατολική Ρωμυλία. Εγκαταστάθηκαν στην Ευξεινούπολη και τη Νέα Αγχίαλο. (Το 1911 εντάχθηκαν στη επαρχία Αλμυρού και οι δήμοι Αμαλιαπόλεως και Πτελεατών, που μέχρι τότε υπάγονταν στον νομό Φθιώτιδας).

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό, υπολογίζονται σε 500 περίπου άτομα. Mε βάση την απογραφή του 1928 το σύνολο του πληθυσμού της επαρχίας Αλμυρού ανερχόταν σε 23.302 άτομα.

Την πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της επαρχίας επηρέασαν οι δημογραφικές μεταβολές με τις μετακινήσεις πληθυσμών από τα ορεινά στην πόλη του Αλμυρού, αλλά και την εγκατάσταση προσφύγων. Οι ανταγωνισμοί και οι κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ Αλμυριωτών και όσων στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν, δημιούργησαν προβλήματα, αλλά τελικά συνέβαλαν στη ανάπτυξη της περιοχής.

Η συγκοινωνία ήταν υποτυπώδης για δύο περίπου δεκαετίες. Ο Αλμυρός ήταν σχεδόν αποκλεισμένος οδικώς από τον Βόλο και άλλες περιοχές. Το 1900 έγινε ο αμαξιτός δρόμος Αλμυρού – παραλίας Τσιγγελίου. Aπό την παραλία περνούσαν τρεις φορές την εβδομάδα τα ατμόπλοια της γραμμής Βόλου – Πειραιώς. Μέχρι το 1910 ένα μικρό ατμόπλοιο εκτελούσε κάθε μέρα το δρομολόγιο Βόλου – Αλμυρού. Για τη μετάβαση με τα πόδια από τον Αλμυρό στον Βόλο χρειάζονταν περίπου 5 ώρες, για τη Λάρισα 16, για την Αθήνα 54.

Η οδική σύνδεση με τον Βόλο, που είχε αρχίσει το 1900, ολοκληρώθηκε το 1925 και με τα Φάρσαλα πολύ αργότερα. Την εποχή εκείνη συστάθηκαν επαγγελματικά σωματεία, όπως ο Εμπορικός Σύλλογος το 1925, ο Επαγγελματικός το 1926, καραγωγέων, αυτοκινητιστών κ.λπ. Η πρώτη τράπεζα, που ίδρυσε υποκατάστημα στον Αλμυρό, ήταν η Εθνική το 1906 και μετά από 22 χρόνια η Τράπεζα Αθηνών. Το 1929 ιδρύεται εκεί Αγροτική Τράπεζα.

Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι της περιοχής κατέβαλαν προσπάθειες για την πολιτιστική τους ανάπτυξη και ανασυγκρότηση. Οι αγρότες του Αλμυρού υπήρξαν πρωτοπόροι του συνεταιριστικού αγροτικού κινήματος της Ελλάδος. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, στον Αλμυρό ιδρύθηκε το 1900 η πρώτη αγροτική συνεταιριστική οργάνωση στην Ελλάδα και το 1903 ο πρώτος κτηνοτροφικός σύλλογος της χώρας.

Πολιτιστική ανάπτυξη

Mετά την απελευθέρωση άρχισε να οργανώνεται η κοινωνική ζωή και να συστηματοποιείται η εκπαίδευση. Λειτούργησε μικτό αλληλοδιδακτικό σχολείο από το 1851 και μονοτάξιο σχολείο από το 1871. Το Ελληνικό Σχολείο το 1882 αναπτύχθηκε σε Σχολαρχείο τριτάξιο Ελληνικό, στο οποίο μπορούσαν να εγγραφούν μαθητές από την τετάρτη τάξη των δημοτικών σχολείων της περιοχής. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης.

Mια από τις σημαντικές πρωτοβουλίες για την πνευματική ανάπτυξη του τόπου ήταν η ίδρυση (1890) από τον βουλευτή E. Pακόπουλο της Φιλαρμονικής Eταιρείας Aλμυρού, της οποίας διετέλεσε και πρώτος πρόεδρος. Eπίσης η Κασσαβέτειος Γεωργική Σχολή στο Αϊδίνι δεν συνέβαλε μόνο στη βελτίωση της γεωργίας, αλλά με τους αξιόλογους επιστήμονές της εμπλούτισε το πνευματικό δυναμικό της περιοχής και συνέβαλε στην πολιτιστική της ανάπτυξη.

Mεγάλη ώθηση στην πολιτιστική ανάπτυξη έδωσε η Φιλάρχαιος Eταιρεία «Όθρυς», που ιδρύθηκε το 1896. Επιδίωξη της εταιρείας ήταν η αναβίωση εθίμων και αρχαίων αγώνων, αλλά κυρίως η συλλογή και διάσωση των αρχαίων μνημείων, η αρχαιολογική εξερεύνηση της περιοχής, που επεκτεινόταν σ’ όλη τη Θεσσαλία, αλλά και η δημιουργία επιστημονικής βιβλιοθήκης.

Άλλωστε υπήρχε αξιόλογο αρχαιολογικό υλικό για εξερεύνηση, διάσωση και προβολή της ιστορίας της περιοχής, όπως:

• Οι Φθιώτιδες Θήβες, πανάρχαια πόλη, πρωτεύουσα των Αχαιών κοντά στις Μικροθήβες.

• Η ομηρική Πύρασσος, που πήρε μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Νέα Αγχίαλος.

• Η Φυλάκη, ομηρική πόλη, πατρίδα του Πρωτεσίλαου.

• Η αρχαία Άλος, που βρισκόταν στη σημερινή τοποθεσία Κεφάλωση, πρωτεύουσα του βασιλέως Αθάμαντος, από την οποία ανεχώρησαν ο γιός του Φρίξος με την αδελφή του Έλλη για την Κολχίδα.

• Η βυζαντινή Μονή Ξενιάς, που βρίσκεται μεταξύ Κοκκωτών και Βρύναινας και

• πολλές άλλες περιοχές με εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον.

Το 1910 η Φιλάρχαιος Εταιρεία ιδρύει μουσείο, στο οποίο συγκεντρώνει σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα. Επίσης οργάνωσε τα «Κρόκια», αγώνες, που εκτιμάται ότι κατατάσσονταν δεύτεροι μετά τους Πανελλήνιους. Το «Κρόκια» πρώτη φορά έγιναν το 1902 έξω από την τουρκική πόλη στη γιορτή για τα εκατό χρόνια από τον ίδρυση (1802) του ναού του Αγίου Νικολάου Αλμυρού.

Η Φιλάρχαιος Εταιρεία, αφού παρέμεινε αδρανής επί πολλά χρόνια, επαναδραστηριοποιήθηκε την τελευταία δεκαετία υπό την προεδρία του Βίκτωρα Κοντονάτσιου και επανεξέδωσε και το «Δελτίο» της.

Πολλά στοιχεία για την ιστορία, την αρχαιολογία, τη λαογραφία της περιοχής, αλλά και την οικονομική, πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξή της περιλαμβάνονται στα Πρακτικά των Συνεδρίων Αλμυριώτικων Σπουδών και σε πολλά άλλα συγγράμματα και ενδιαφέρουσες μελέτες – εκδόσεις της. Eκτενέστερη, ωστόσο, ανάλυση και λεπτομερείς αναφορές ξεφεύγουν από τις επιδιώξεις αυτού του πονήματος.

Το πρώτο αγροτικό συνεταιριστικό σωματείο της Ελλάδος στον Αλμυρό (1900)

Μετά την απελευθέρωση τα προβλήματα του αγροτικού πληθυσμού ήταν πολύ περισσότερα σε σχέση με τα προβλήματα των κατοίκων της πόλης του Βόλου και τα βήματα ανασυγκρότησης και οργάνωσης βραδύτερα.

Οι επιχειρηματίες, οι επιστήμονες, οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, προτιμούσαν τα αστικά κέντρα. Ο γεωργικός εξοπλισμός ήταν ανεπαρκής, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης αποτελούσε για πολλά χρόνια σημείο έντονων τριβών και συγκρούσεων μεταξύ των ακτημόνων και των μεγαλοκτηματιών. Παρά ταύτα οι αγρότες δεν περιορίστηκαν στους καθημερινούς αγώνες και δεν κάμφθηκαν από τα δισεπίλυτα προβλήματά τους. Με τη βοήθεια οραματιστών, φωτισμένων ανδρών, οι αγρότες του Αλμυρού αποτέλεσαν την πρωτοπορία και έθεσαν τις βάσεις του συνεταιριστικού κινήματος στην Ελλάδα.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1900 ιδρύθηκε στον Αλμυρό η πρώτη συνεταιριστική οργάνωση αγροτών στην Ελλάδα, το «Μετοχικόν Γεωργικόν Ταμείον Αλληλοβοηθείας» με τη μορφή σωματείου, ελλείψει τότε συνεταιριστικής νομοθεσίας. Όπως αναφέρει το καταστατικό, είχε σκοπό «την παροχήν δανείων επί τόκω εις τους εκ των μετόχων ανάγκην έχοντας καλλιεργητικών κεφαλαίων και άλλων χρειωδών τοις γεωργοίς». Το 1908 τροποποιήθηκε το καταστατικό και το σωματείο μετατράπηκε σε πρότυπο σύγχρονης συνεταιριστικής οργάνωσης.

Εμπνευστές της πρωτοπόρου αυτής συνεταιριστικής ιδέας ήταν ο Δημήτριος Γρηγοριάδης και ο Νικόλαος Μιχόπουλος. Ένθερμος υποστηρικτής και συμπαραστάτης τους ο βουλευτής Γεώργιος Φιλάρετος. Ο Δ. Γρηγοριάδης (1870-1907) διετέλεσε πρόεδρος του Ταμείου Αλληλοβοηθείας μέχρι το 1905. Σε μικρή ηλικία έφυγε από τη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε, και, αφού σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία, εργάσθηκε λίγα χρόνια στα κτήματα του Σούτσου στη Ρουμανία. Ήρθε στην Ελλάδα το 1898 και ανέλαβε την διεύθυνση της Κασσαβέτειας Γεωργικής Σχολής στο Αϊδίνι του Αλμυρού. Τον Δ. Γρηγοριάδη ο Γεωπονικός Σύλλογος Μαγνησίας τίμησε με την έκδοση του μηνιαίου εντύπου «Δημήτρης Γρηγοριάδης, ο πρωτοπόρος γεωπόνος». Το πρώτο φύλλο εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1982.

Ο Νικόλαος Μιχόπουλος (1878-1933) ήταν δάσκαλος και καταγόταν από τους Κοκκωτούς Αλμυρού, γόνος καπνοκαλλιεργητών. Διετέλεσε πρώτος γραμματέας της συνεταιριστικής οργάνωσης και το 1905 διαδέχθηκε στη προεδρία του Ταμείου τον Γρηγοριάδη.

Το 1913 ο Μιχόπουλος μετακλήθηκε στο Yπουργείο Γεωργίας, στην εποπτική υπηρεσία συνεταιρισμών, για να «καταστήσει καταληπτήν την ιδέαν του συνεταιρισμού μέχρι της καλύβης του ποιμένος».

Το 1918 στο περιοδικό «Ο Βοηθός των Συνεταιρισμών» έγραφε σε άρθρο του: «…Για να πάει μπρος ένας συνεταιρισμός και να φέρει καλά αποτελέσματα, έχει ανάγκη από λίγους ανθρώπους. Έχει ανάγκη έστω και από έναν άνθρωπο, αλλά τίμιον, εργατικόν, με ενδιαφέρον και πόνον … και ας μη είναι πολύ γραμματισμένος, ας μη φέρει και κολλάρον».

Σημαντική ήταν στην προσπάθεια της συνεταιριστικής οργάνωσης των αγροτών και η συμβολή του Σωκράτη Ιασεμίδη (1878-1929), που σπούδασε γεωπονία στη Γερμανία και έφυγε από την γενέτειρά του Αθήνα, για να αναλάβει το 1905 τα καθήκοντα του διευθυντή της Κασσαβέτειας Γεωργικής Σχολής.

Βοήθησε τον συνεταιρισμό, αλλά και απέκτησε εμπειρίες από τη θέση του επιθεωρητού Γεωργίας στο Yπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όπου εργάσθηκε για την προώθηση της συνεταιριστικής ιδέας στην Ελλάδα. Το 1918 εξέδωσε το αξιόλογο περιοδικό «Ο Βοηθός των Συνεταιρισμών». Ο Μιχόπουλος και ο Ιασεμίδης το 1914, με βάση το καταστατικό του συνεταιρισμού του Αλμυρού, συνέταξαν τον πρώτο νόμο περί συνεταιρισμών (602/1914), τον οποίο εισηγήθηκε στη Βουλή ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, υπουργός τότε Εθνικής Οικονομίας. Έκτοτε έχουμε την ίδρυση πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων και το 1936 την ίδρυση της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ).

Ο πρώτος Kτηνοτροφικός Σύλλογος της χώρας στον Αλμυρό (1903) Οι αγρότες της Μαγνησίας και συγκεκριμένα του Αλμυρού δικαιολογημένα αποκλήθηκαν οι πατέρες του ελληνικού συνεταιριστικού θεσμού, αφού αποτέλεσαν την πρωτοπορία και στον κτηνοτροφικό κλάδο. Το 1903 ιδρύθηκε ο πρώτος Kτηνοτροφικός Σύλλογος της χώρας από τον Ηλία Φυτιλή, πρωτεργάτη του συνεργατισμού.

Ακολούθησε και αυτός τον δρόμο του Γρηγοριάδη και με τη βοήθεια του Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη άνοιξε νέους ορίζοντες σε ένα κλάδο που αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα επιβίωσης και έδωσε τη δυνατότητα στους σκηνίτες κτηνοτρόφους να αποκτήσουν κλήρο και μόνιμη εγκατάσταση.

H τοπική πολιτική ζωή της επαρχίας Aλμυρού

Η επαρχία Αλμυρού ως ξεχωριστή εκλογική περιφέρεια από το 1881 μέχρι το 1942 ανέδειξε 16[1] βουλευτές, εκ των οποίων οι δύο διετέλεσαν υπουργοί.

Η πολιτική ζωή της επαρχίας Αλμυρού αρχίζει με την εκλογή των δύο βουλευτών στις εκλογές, που έγιναν για πρώτη φορά το 1881, δύο μήνες μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην ελεύθερη Ελλάδα. Πρόκειται για τον Δημήτριο Οικονομίδη, που ήταν δεληγιαννικός και εξελέγη τέσσερεις φορές μέχρι το 1898, και τον Aριστείδη Αργυρόπουλο, που ήταν τρικουπικός και εξελέγη τρεις φορές μέχρι το 1895. Τη χρονική εκείνη περίοδο είχαν εκλεγεί και ο Δημήτριος Παρνασσίδης (1885-86) και ο Ευστάθιος Ρακόπουλος (1895-98).

Η επιρροή των πολιτικών εξαρτιόταν από το κόμμα, που ήταν στην εξουσία. Το 1892, όταν επικράτησε ο Τρικούπης, ισχυρός πολιτικός ήταν ο Αργυρόπουλος, ενώ το 1895, που νίκησε ο Δεληγιάννης, ήταν ο Οικονομίδης.

Μέσα σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, σ’ ένα κράτος σχεδόν ανύπαρκτο, με πολίτες που προσπαθούσαν μόνοι να βρουν τον δρόμο τους και να επιβιώσουν, η εκπροσώπηση σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο ήταν δύσκολη υπόθεση. Πολιτικοί και τοπικοί άρχοντες αγωνίστηκαν για τα συμφέροντα της περιοχής. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που πολιτικοί με ενέργειες και παραλείψεις τους άφησαν μεγάλες σκιές.

Όπως στον Βόλο έτσι και εδώ υπήρχαν οι τοπάρχες και κυριάρχησαν τα οικονομικά συμφέροντα και η οικογενειοκρατία. Γύρω από τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, που διεκδικούσαν την εξουσία στην πολιτική ζωή και την τοπική αυτοδιοίκηση, συσπειρώνονταν οι πολίτες σε μια προσπάθεια να εξυπηρετήσουν και τα δικά τους συμφέροντα και πολλές φορές προκαλούνταν έντονες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις.

*Από το βιβλίο του Γ. Σούρλα «Οι πολιτικοί της Μαγνησίας. Ιστορική αναδρομή», εκδόσεις Λιβάνη



[1].Βουλευτές επαρχίας Aλμυρού: Αργυρόπουλος Αριστείδης, Αργυρόπουλος Τριαντάφυλλος, Δημοκωστούλας Ιωάννης, Δημοκωστούλας Κωνσταντίνος, Δροσόπουλος Αθανάσιος, Κουτσιμπός Δημήτριος, Μπαλτατζής Γεώργιος, Μπαλτατζής – Μαυροκορδάτος Νικόλ., Μωραΐτης Χρήστος, Οικονομίδης Δημήτριος, Παπαδόπουλος Παναγιώτης, Παπαοικονόμου Απόστολος, Παρνασσίδης Δημήτριος, Ρακόπουλος Ευστάθιος, Τσίρος Ιωάννης και Φίλωνος Γεώργιος.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου