ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ζώντες και τεθνεώτες

ζώντες-και-τεθνεώτες-400140

Του Πέτρου Κυπριωτέλη

Το τελευταίο μου κομμάτι που δημοσιεύτηκε στις σελίδες του «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ» όπου είχα δει το δημοσιογραφικό φως πριν από 62 περίπου χρόνια, ανοίγοντας τα φτερά μου με τις αυστηρές αλλά ρεαλιστικές νουθεσίες του αείμνηστου Εφημεριδάνθρωπου Αλέξανδρου Μέρου, σίγουρα το έχετε ξεχάσει όλοι. Έχουν περάσει κάμποσοι μήνες από τότε που δημοσιεύτηκε.

Θα το είχα ξεχάσει κι εγώ αν δεν μου το θύμιζε ο πρόσφατος θάνατος και η χτεσινή κηδεία της Βάσως Δεσποτοπούλου – Ανδρουλάκη. Που, πέρα από τους πολλούς γνωστούς και φίλους που είχε δημιουργήσει στα χρόνια που έζησε στο Βόλο (μέχρι το 1960), τη «γνώρισαν» χιλιάδες αναγνώστες του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ χάρη στο κομμάτι που έγραψε μία άλλη Βάσω, η Κυριαζή.

Ρεπορτάζ-έκπληξη για μένα, ή, σωστότερα, ρεπορτάζ-κατάπληξη. Γιατί, μη έχοντας και πολύ καλές σχέσεις με την Πολιτική, αραιά έχω συναντηθεί με την καθημερινή μαχητική της αρθρογραφία.

Όμως, παράλληλα, χρόνια τώρα με απασχολεί και θαυμάζω ένα φαινόμενο: ότι η Βάσω Κυριαζή μαζί με μία άλλη Βάσω, την Σαμακοβλή, αποτελούν ένα μοναδικό και φοβερό δημοσιογραφικό δίδυμο, που, άνετα, θα μπορούσε να επιλεγεί για το Champions Leage της Ενωμένης Ευρώπης.

Η Νίτσα Κολιού που είχε γράψει τη δική της ιστορία εδώ στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ κι ο Αλ. Μέρος που την ανέδειξε, εκεί όπου δεν αναπαύονται γιατί υπήρξαν και οι δύο η ενσάρκωση του αληθινού δημοσιογράφου, θα καμαρώνουν, καθημερινά για τον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ των τελευταίων χρόνων. Ανανεωμένος -σχετικά με αυτόν που άφησαν- ενημερωμένος, σύγχρονος, ευχάριστος, δυναμικός.

Γιατί τα γράφω αυτά; Με ποια λογική και με ποιο πρίσμα, κάτω από ποιόν αστερισμό;

Μην τρομάζετε φίλοι μου! Τον αστερισμό του Θανάτου.

Το τελευταίο μου κομμάτι που σας ανέφερα, το έκλεινα με μία «συνομιλία» μου με τη Νίτσα Κολιού.

Το σημερινό μου το εμπνέει ο θάνατος της Βάσως Δεσποτοπούλου. Σε μία αρχισυντάκτρια και μία διευθύντρια σύνταξης με το ίδιο όνομα, Βάσω, κατ’ ευθείαν απογόνους του Μέρου και της Κολιού, παραδίδω τα χειρόγραφά μου.

Το πνεύμα μου, προς το παρόν, σε σας, τους σημερινούς αναγνώστες του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ. Για αργότερα, Κύριος οίδε.

Θλιβερή η αιτία της έμπνευσης και της γραφής μου. Το ξέρω. Μη με εγκαλείτε. Γιατί, δεν ξέρω για ποιόν λόγο, από χθες βράδυ που ύστερα από καιρό ξαναβρέθηκα στη γενέτειρά μου, έχω, συνέχεια, μία διάθεση που συμπληρώνει τον Εκκλησιαστή: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».

Σύμφωνοι. Εκτός από το φυσικό περιβάλλον και την ανθρωπογεωγραφία του Βόλου και του Πηλίου.

Εις το επανιδείν. Εδώ.

Ή στο Επέκεινα, Κάπου Αλλού, στην Τσαγκαράδα. Ένας Κούκος δεν φέρνει το Θάνατο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου