ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οσονούπω… (Μέρος Β΄)

οσονούπω-μέρος-β΄-413621

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Ακούω τους πολιτικούς μας να επικαλούνται, συχνά, τις θυσίες που έκανε (και εξακολουθεί να κάνει) ο ελληνικός λαός, όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Γιατί, λοιπόν, δεν δίνουν κι αυτοί (θα έλεγα πρώτοι αυτοί) το παράδειγμα της θυσίας; Γιατί εξαιρούν τον εαυτό τους από το μεγαλείο της ισότητας απέναντι στο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο είναι άδικο και ανήθικο οι φτωχοί να κοιμούνται στα παγκάκια και κάτω από γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν για να ζήσουν, και οι νεόπτωχοι να αυτοκτονούν; Γιατί στερούν από τον εαυτό τους το μεγαλείο της ισότητας απέναντι στο θείο νόμο, που δόθηκε στους ανθρώπους, σύμφωνα με τον οποίο είναι απάνθρωπο και ανελέητο να τρώνε πλούσιοι και φτωχοί, πολίτες και πολιτικοί σε ξεχωριστά τραπέζια; Ο Πλάτωνας έχει πει πως ο Θεός αγαπάει τόσο τον φτωχό χωρικό όσο και τον ισχυρό ηγεμόνα και ότι όλοι οι άνθρωποι είναι απ’ τη φύση τους ίσοι, πλασμένοι απ’ το ίδιο χώμα και απ’ τον ίδιο Πλάστη. Αφού, λοιπόν, οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους, αδέρφια και άτομα ελεύθερα, και τα δάχτυλά τους, αν και άνισα, εξισώνονται για να σφίξουν αυτό που κρατούν, γιατί να μην γίνονται όλοι μία δύναμη ακαταμάχητη; Κι όσοι είναι αδύνατοι, να προχωρήσουνε μαζί. Τότε, μεγάλη δύναμη θα γίνουν.

Άλλωστε, στις «Πύλες της Αιωνιότητας» το άσπρο και το μαύρο χέρι κρατιούνται σφιχτά σ’ ένα αδερφικό σφίξιμο. Και όποια διαφορά κι αν παρουσιάζεται στις ανθρώπινες τύχες, υπάρχει πάντα κάποιος βαθμός ανταπόδοσης καλού στο καλό και κακού στο κακό, που κάνει τους ανθρώπους ίσους. Αλλά την ισότητα πρέπει να την κηρύσσει κανείς σαν δικαίωμα, και απέναντι σ’ ορισμένα απαράγραπτα δικαιώματα, οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους, όπως το δικαίωμα στη ζωή το δικαίωμα στην ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας.

Σε μία κοινωνία χωρίς ισότητα, επικρατεί η δυσαρμονία, η ασχήμια, το έγκλημα και η αναρχία. Και είναι αληθινό το παλιό γνωμικό, που λέει ότι η «ισότητα δημιουργεί φιλία». Αυτή πάντα τους φίλους με τους φίλους, τους λαούς με τους λαούς, τους συμμάχους με τους συμμάχους σφιχτοδένει, ενώ μεταξύ των πολιτών δεν ευνοεί τις επαναστάσεις. Και η ίση παροχή δικαιωμάτων δεν γεννάει πολέμους. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «το ίσο είναι σύμφωνο με το νόμο, το πιο πολύ γίνεται αφορμή πολέμου, και το πιο λίγο, φέρνει την έχθρα». Και, κατά τον Αριστοτέλη, το «ίσο» είναι «το μέσο ανάμεσα στο πάρα πολύ και στο πολύ λίγο». Γι αυτό, ονομάζεται «δίκαιο». Αλλά, καλό είναι (ίσως και σοφό) να ψάχνουμε το μικρό μέσα στο μεγάλο, και να μη ξεχνάμε και το μεγάλο μέσα στο μικρό. Για να καθρεφτίσει τη μία του φάση το φεγγάρι, από ολόκληρη τη θάλασσα, χρειάζεται μονάχα ένα κομματάκι. Και το μικρό γέλιο, αν δεν είναι θολό, καθρεφτίζει μέσα του το μεγάλο φεγγάρι!

Σ’ ένα βιβλίο τού Μπρεχτ διάβασα ότι «όποιος πολιτικός δεν προωθεί τις δίκαιες διεκδικήσεις τού λαού, φέρνεται ανήθικα. Όποιος πετάει το δίκιο του λαού του στο δρόμο, αφήνει το δίκιο άδικο να γίνει. Όποιος τον χυδαίο δεν βάζει στη θέση του, ενθαρρύνει τη χυδαιότητα. Κι όποιος δεν τρώει απ’ το κοινό τραπέζι, διαφθείρει τη συνείδηση αυτών που τρώνε μαζί».

Οι πολιτικοί θα γνωρίζουν, πιστεύω, ότι δεν είναι η καταγωγή, ούτε το αξίωμα, αλλά η αρετή που θα τους έκανε να διαφέρουν, και ότι προορισμός της ηγεσίας πρέπει να είναι η δημιουργία περισσότερων ηγετών και όχι οπαδών.

Η δική μου άποψη είναι ότι όλοι οι πολιτικοί πρέπει να πάρουν θέση στο ίδιο με το λαό τους τραπέζι, αφού το’ χουν οι ίδιοι στρώσει. Και από σήμερα και πέρα (από την πρώτη κιόλας μέρα των λαϊκών συσσιτίων), αυτοί που έραψαν το ρούχο, αυτοί οι ίδιοι οφείλουν να το φορέσουν. Παραφροσύνη; Καθόλου. Πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι στον κάθε άνθρωπο, ξεχωριστά. η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο. Αλλά στις ομάδες και στους πεινασμένους, σ’ εποχή οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, γίνεται κανόνας. Ή μήπως η λογική, μερικές φορές (για μερικούς πολιτικούς) δεν είναι παρά το θάρρος της δειλίας;

Εγώ, πάντως, δεν έχω βρει ποτέ άκρη, γύρω από τα όρια της ανθρώπινης λογικής και της παραφροσύνης, ούτε και των μυστικών επιθυμιών μας. Τώρα πια, η Ελλάδα κοιμάται, και τον ύπνο της καταπίνει, πεινασμένη. Γουργουρίζοντας από ακόλαστα όνειρα και αγωνία για το επόμενο γεύμα και την επόμενη θυσία. Φαίνεται πως οι Έλληνες θυσιάζονται, μόνο και μόνο για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της θυσίας! Τι να τους πει, λοιπόν, κανείς; Αφού, πριν απ’ όλα, είναι ο θάνατος, γιατί, τότε, να τους αρπάζουν τη ζωή; Γιατί να τους αφήνουμε να μας ρουφούν, κάθε μέρα, το αίμα, να στραγγαλίζουν διαρκώς τη σκέψη μας και να μας ζητούν να ξεπουλήσουμε σε ξένο ζυγό τα παιδιά μας;

Πιστεύω πως η μάχη δίνεται πια μέσα μας, κι οι σκοτεινοί καιροί, κάποια στιγμή, θα πάρουν τέλος. Και από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δυνατότερος είν’ αυτός, που κανέναν δεν αφήνει πίσω του, αυτός που κερδίζει τη διάρκεια δημιουργώντας διάρκεια για όλους! Ας προσέξουμε, τώρα, το πρόβλημα ενός γιου, ο οποίος, μόλις μπήκε στη μεγάλη πόλη, που ο πατέρας του την είχε περιγράψει σαν την πιο όμορφη στον κόσμο, εγκατέλειψε τον σιδηροδρομικό σταθμό αναζητώντας εκείνον τον «δρόμο τον φαρδύ», που έτσι τον είχε ονομάσει ο πατέρας του. Με ανυπομονησία, λοιπόν, διέσχισε κάμποσους δρόμους, ώσπου, τελικά, ρώτησε έναν περαστικό: «Πού’ ναι, τέλος πάντων, αυτός ο «δρόμος ο φαρδύς»; Κι εκείνος του απάντησε: «Εδώ ακριβώς που είμαστε». Τώρα, ήρθε ο καιρός να διαπιστώσει πως οι αδύνατοι δεν αγωνίζονται καθόλου. Οι δυνατοί αγωνίζονται, ίσως μία ώρα παραπάνω! Αυτοί, που είναι πιο δυνατοί, αγωνίζονται πολλά χρόνια. Αλλά, απ’ όλους τους δυνατούς, οι δυνατότεροι αγωνίζονται, πάντα. Αυτοί είναι και οι απαραίτητοι. Κι εκεί όπου τα πάντα καλύπτει η σιωπή, εκεί ακριβώς αυτοί θα πάνε να μιλήσουν…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου