ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οσονούπω… (Μέρος Α΄)

οσονούπω-μέρος-α΄-415847

Του Θωμά Στραβέλη,

συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Αυτά που γράφω, σήμερα, όχι σε γλώσσα «πολιτική» (που δεν έμαθα ποτέ), τα απευθύνω σ’ όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες πολιτικούς, πιστεύοντας πως δεν θα ήθελαν πια να δυσπιστήσουν διαβάζοντάς τα. Γιατί το άτομο που δυσπιστεί δημιουργεί χαώδεις αποστάσεις ακόμα και απ’ τον ίδιο τον εαυτό του. Κάποιοι, όταν πέσουν στο νερό, φτάνουν στου ποταμού την όχθη σαν να ’ταν παιχνιδάκι. Άλλοι φτάνουν με κόπο, και κάποιοι άλλοι δεν φτάνουν ποτέ. Το ποτάμι δεν το ενδιαφέρει η ικανότητα ή η ανικανότητά τους. Οι πολιτικοί πρέπει του ποταμού την όχθη να τη φτάσουνε, όσο ορμητικά κι αν είναι τα νερά του.

Οι φοιτητές μου, που, κάποτε, τους ζήτησα να διατυπώσουν μία πρόταση χρησιμοποιώντας τα ρήματα «πρέπει» και «ακολουθώ», και τα ουσιαστικά «ηγέτης» και «λαός», σχεδόν όλοι τους, δίνοντάς μου μία αίσθηση του κομφορμισμού τους, έγραψαν: «Ο λαός πρέπει ν’ ακολουθεί τον ηγέτη του». Κι εγώ, τότε, αντικομφορμιστικά, σχεδόν ανατρεπτικά, αντιστρέφοντας τους όρους τής πρότασης και ανασυντάσσοντας τη σκέψη και την ιδεολογία τους, ισχυρίστηκα πως υπάρχει και μία άλλη σύνταξη, με περισσότερο νόημα δημοκρατίας, η εξής: «Πρέπει ν’ ακολουθώ το λαό μου, είμαι ο ηγέτης του».

Ακούγοντας κάποιους πολιτικούς να λένε ότι θέλουν να βοηθήσουν με κοινωνικά συσσίτια τον ελληνικό λαό (δηλαδή τις φτωχοποιημένες πια κοινωνικές τάξεις), πήγε αμέσως το μυαλό μου στον ορισμό τού «φαγώσιμου». «Φαγώσιμο», λοιπόν, είναι ό,τι τρώγεται και είναι εύπεπτο, όπως το σκουλήκι για τον βάτραχο, ο βάτραχος για το φίδι, το φίδι για το γουρούνι, το γουρούνι για τον άνθρωπο (και, εντέλει, ο άνθρωπος για το σκουλήκι). Κι ο πεινασμένος Έλληνας για τα «φαγώσιμα» των κοινωνικών συσσιτίων, που, συχνά, αποτελούνται και από ληγμένα τρόφιμα, που προσφέρουν πολλοί χριστιανοί, ίσως άθελά τους, ή κάποιοι άλλοι καλοπροαίρετοι κοινωνικοί φορείς. Αλλά, όπως είπαμε, ενώ ο άνθρωπος προορίζεται για το σκουλήκι, φαίνεται πως και το σκουλήκι προορίζεται για τον άνθρωπο!

Ξέρετε, σε πολλούς δεν αρέσει «να ζουν για να τρώνε», αλλά «τρώνε για να ζουν». Το ίδιο έκανε κι ο Σωκράτης. Μην μου πείτε πως χρειάζεται να ’ναι κανείς ιδιαίτερα μυαλωμένος για να καταλάβει τη διαφορά, γιατί στο ερώτημα αν έχεις μυαλό, ο μόνος που μπορεί ν’ απαντήσει, αδίστακτα, είναι ο χασάπης!

Τώρα, οσονούπω, δεν θα χρειαστεί ούτε καν «να ζούμε για να τρώμε», γιατί αρχίζει να μας στρώνει το τραπέζι ο Χάρος. Αστειεύομαι, όταν μιλώ πια τόσο σοβαρά, πιστέψτε με. Έρχονται, βέβαια, τα κοινωνικά συσσίτια για να μπορούμε να φυτοζωούμε, κι αυτό δεν σημαίνει μόνο στερημένη ζωή, αλλά ταπείνωση, μαρασμό και δυστυχία.

Στην αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν συσσίτια μονάχα στη Σπάρτη και στην Κρήτη. Ήταν τα κοινά δημόσια γεύματα, που, αρχικά, ονομάζονταν «ανδρεία φειδίτια» (δηλαδή συσσίτια ανδρών) και, αργότερα, τα είπανε απλώς «φειδίτια», όπου έτρωγαν μαζί λαός και στρατός. Και όσοι έπαιρναν μέρος σ’ αυτά ονομάζονταν «φειδίτες».

Τα συσσίτια εκείνης της εποχής ήταν υποχρεωτικά και πραγματοποιούνταν από τις συνεισφορές όσων έτρωγαν σ’ αυτά. Κάθε φειδίτης, λοιπόν, έπρεπε, εκτός από χρήματα για ν’ αγοραστεί το κρέας, να δίνει μηνιαίως και κάποια αγαθά, όπως κριθάρι, κρασί, τυρί και σύκα (δεν θέλω να πω τη λέξη «φαγώσιμα», και ο νοών νοείτω!). Το κρέας αποτελούσε το κύριο πιάτο (και ήταν ο γνωστός σ’ όλον τον κόσμο «μέλας ζωμός», δηλαδή κρέας χοιρινό βρασμένο μέσα στο αίμα του, με ξύδι, αλάτι και κριθάλευρο). Όποιος δεν χόρταινε, μπορούσε να φάει κι ένα δεύτερο πιάτο, από κυνήγι ή ψάρι και σιταρένιο ψωμί, και να πιεί όσο κρασί ήθελε. Το κυνήγι το έφερνε ο ίδιος. Ακολουθούσε ένα είδος επιδόρπιου, που αποτελούνταν από τυρί, σύκα και ελιές, όλα σε πολτοποιημένη μορφή. Μαζί με το στρατό και το λαό (θα ήμουν ασυγχώρητος αν το ξεχνούσα) έτρωγαν και οι δύο βασιλιάδες τής Σπάρτης.

Κι επειδή(όπως προανέφερα, μιλώ πάντα σοβαρότερα, όταν αστειεύομαι), βλέποντας, οσονούπω, ότι πλησιάζει ο καιρός να σιτιστώ ίσως κι εγώ (μαζί με χιλιάδες συναδέρφους μου εκπαιδευτικούς) σ’ αυτά τα «σωτήρια» κοινωνικά συσσίτια της «φιλάνθρωπης» κυβέρνησης, θα πρότεινα να γευτούμε κι εμείς στα συσσίτιά μας τον «μέλανα ζωμό», με μπόλικο κριθάλευρο, ανακατεμένο με τη μεγάλη «πολιτική» κουτάλα, με την προσθήκη λαδιού και ξυδιού, όπως τον σπαρτιατικό καιρό, και το χοιρινό βρασμένο, όχι μέσα στο αίμα του, αλλά στο αίμα του κατασφαγιασμένου λαού.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου