ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ό,τι Χτίσαμε, Γκρεμίστηκε

ότι-χτίσαμε-γκρεμίστηκε-432833

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Υπάρχουν άνθρωποι, συνάνθρωποί μου, που είναι κλεισμένοι στο σπίτι τους, αιχμάλωτοι της απελπισίας, αλλά και της ελπίδας τους. Ίσως η ελπίδα να είναι μάταιη τη στιγμή αυτή, και να’ ναι προσφορότερη η απελπισία. Ακόμα και τα παράθυρα τα κρατούν κλειστά αυτοί οι άνθρωποι. Αλλά κι αν ακόμη τ’ ανοίξουν και κοιτάξουν έξω, βλέπουν μονάχα την ερημιά! Κανένας δεν ζητάει πια κανέναν. Όλοι παρόντες κι όλοι απόντες. Φαίνεται πως ό,τι αγαπήσαμε, χάθηκε. Ό,τι ευχηθήκαμε, προδόθηκε. Ό,τι ελπίσαμε, διαψεύστηκε. Ό,τι χτίσαμε, γκρεμίστηκε.

Και μόλις που προφτάσαμε να το φωτογραφίσουμε. Μετά, κρεμάσαμε τη φωτογραφία στον τοίχο τού σπιτιού. Τώρα, κοιτάζουμε πια γύρω μας και ρωτάμε: Πότε είναι μεγαλύτερη η παρουσία; Πότε είναι μεγαλύτερη η απουσία; Αλλά δεν παίρνουμε καμιάν απάντηση. Ανάβουμε κι εμείς, μία τέτοια νύχτα, όλα τα φώτα τού σπιτιού. Βάζουμε ψωμί και μία κούπα κρασί στο τραπέζι. Ρίχνουμε ξύλα στη φωτιά. Και περιμένουμε. Κανείς δεν έρχεται. Σβήνουμε ένα-ένα τα φώτα. Η φωτιά μένει μόνη. Όταν ξημερώνει, το καναρίνι δεν κελαηδεί. Έπεσε στη φωτιά και κάηκε! Η φωτιά σβήνει. Μαζεύουμε τη στάχτη και μία φτερούγα, που έχει απομείνει και την κρεμάμε στ’ άδειο κλουβί.

Και με την τελευταία σπίθα, ανάβουμε ξανά το τζάκι. Και περιμένουμε. Ανάβουμε, κάθε βράδυ, τα φώτα. Και περιμένουμε… και περιμένουμε! Αν είναι πληγωμένη η καρδιά, πρέπει να την αγγίξουμε τόσο απαλά, όσο θα αγγίζαμε ένα πληγωμένο μάτι. Δύο φάρμακα υπάρχουν για τα βάσανα του ανθρώπου: η ελπίδα κι η υπομονή. Σήμερα, είναι δροσερό και καθαρό πια το πρωινό. Η κρεμασμένη φτερούγα με τρυπάει απροσδόκητα, ακριβώς στο θνητό μου κομμάτι. Καιρός πια να μάθουμε να μην περιμένουμε…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου