ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πρωτομαγιά

πρωτομαγιά-480242

Του Χρήστου Μηλίτση

Η Πρωτομαγιά είναι πανάρχαια γιορτή. Έχει τις ρίζες της στη πρωτόγονη ακόμα εποχή. ΟΙ άνθρωποι τότε δεν γνώριζαν πως το χειμώνα τον διαδέχεται η Άνοιξη. Γι’ αυτό όταν τον Φλεβάρη άνθιζαν οι αμυγδαλιές και στολίζονταν η γη από το καταπράσινο χορτάρι, έκαναν γιορτές, ιεροτελεστίες και υποδέχονταν με χορούς και τραγούδια την ανθοφορία των δέντρων και το πρασίνισμα της γης. Από τον καιρό ακόμα που οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στις σπηλιές και στα δάση, η άνοιξη ήταν γι’ αυτούς ένα γεγονός ευχάριστο και απρόσμενο, γιατί δεινοπαθούσαν πάρα πολύ τις παγερές μέρες και νύχτες του χειμώνα. Έτσι τα πρώτα λουλούδια τους γέμιζαν με χαρά και αγαλλίαση. Αισθάνονταν τότε την ανάγκη να ευχαριστήσουν τους θεούς που λάτρευαν και έκαναν ξόρκια για να μην ξαναγυρίσει ο ανεπιθύμητος χειμώνας, με τα κρύα και τα χιόνια του. Η πιο καλύτερη και ωραιότερη όμως γιορτή της Άνοιξης ήταν τα Ανθεσφόρια που γίνονταν την Πρωτομαγιά. Αυτή ήταν αποκλειστικά γιορτή των λουλουδιών, αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα και την κόρη της Περσεφόνη. Πρωί-πρωί οι γυναίκες έκοβαν λουλούδια που έπλεκαν στεφάνια και τα φορούσαν στο κεφάλι. Το έθιμο αυτό επικρατεί και σήμερα σε πολλά μέρη. Στα βυζαντινά χρόνια και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Πρωτομαγιά γιορταζόταν σ’ όλη την Ελλάδα με χορούς και γλέντια στην εξοχή. Η δημοτική ποίηση ύμνησε τη Πρωτομαγιά με πολλά τραγούδια. Ένα από αυτά μας, λέγει «O δυόσμος, ο βασιλικός και το μακεδονήσι,/ τα τρία αυτά μαλώνανε, το πιο καλά μυρίζει./ Πετιέται το τριαντάφυλλο, το μοσχομυρισμένο/Σωπάστε βρομοχόρταρα κι σεις παλιοκορφάδες./ Εγώ ’μαι το τριαντάφυλλο το μοσχομυρισμένο./ Τον Μάη μήνα φαίνομαι στης κόρης το κεφάλι./ Σε παντρεμένης μάγουλα, σ’ ανύπαντρο ζωνάρι.

Οι προγονοί μας την πρωτομαγιά, γιόρταζαν τα Θαργηλίωνα, γιορτή που έδωσε το όνομα της σ’ ολόκληρο το μήνα που τον ονόμαζαν Θαργηλίωνα και αντιστοιχεί με τον δικό μας Μάη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της γιορτής ήταν το Μαγιάτικο κλαδί ή το μαγιάτικο στεφάνι. Αυτό ήταν ένα πράσινο κλαδί μόλις είχε βγάλει φύλλα, το τύλιγαν με διάφορες ταινίες, και κρεμούσαν πάνω του μικρά φλασκιά, γεμάτα κρασί, λάδι και μέλι. Το κλαδί αυτό έμοιαζε πάρα πολύ με το πρωτομαγιάτικο στεφάνι που έκαναν παλαιότερα οι προγονοί μας. Το στεφάνι τότε, οι άντρες, δεν το έκαναν με λουλούδια αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων που έφεραν καρπούς και κρεμούσαν πάνω του κρεμμύδια και σκόρδα. Ήταν κάτι παραπλήσιο με την Ικετερία και την Ειρεσιώνη που το έκαμαν από κλαδί ελιάς. Το περιέφεραν την μέρα τούτη, στους δρόμους, όπως έκαναν το ίδιο και σε κάθε εορταστική τους εκδήλωση, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν. Έλεγαν κατά τη μετάφραση του Ι. Κακριδή: «Ερχόμαστε στο σπίτι ενός πλούσιου νοικοκύρη. Αφήστε τις πόρτες ανοιχτές, για να μπαίνει ο πλούτος και μαζί του η χαρά και η ειρήνη. Να’ ναι γεμάτα πάντα τα σταμνιά του και στη σκάφη του ζυμώματος, το ζυμάρι να φουσκώνει ψηλά. Ο γιος του σπιτιού να παντρευτεί, και η κόρη να υφάνει ένα πανώριο υφαντό». Ένα άλλο λέγει. «Πρωτομαγιά, τα λούλουδα γιορτάζουν/ και τα πουλιά στις λυγαριές φωνάζουν/ Τραγουδούν το Μάη-Μάη γύρω στα κλαριά/ Τραγουδούν το Μάη-Μάη στη αλυγαριά.

Στην εποχή του ρομαντισμού γύρω στο 1967 ο Αχιλλέας Παράσχος έγραψε το παρακάτω μαγιάτικο τραγούδι:«Δρέψατε πάλι εραστές, ευδαίμονες ναρκίσσους/ εις του Μαΐου τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους.

Στα νεώτερα χρόνια, ύστερα από τα αιματηρά γεγονότα του Σικάγου το 1890 καθιερώθηκε από το Διεθνές Συνέδριο να γιορτάζεται η Πρωτομαγιά, όχι μόνο σαν ημέρα των λουλουδιών, αλλά και σαν πολιτική εκδήλωση κι γι’ αυτό ονομάστηκε Εργατική Πρωτομαγιά. Στην Ελλάδα μ’ αυτό το νόημα γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα 1894. Πάντως ο πολύς κόσμος, εξακολουθεί τη μέρα αυτή να βγαίνει στην εξοχή να χαίρεται, να χορεύει και να τραγουδά:

O Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ,/ να τον προϋπαντήσουμε παιδιά στην εξοχή./ Φέρνει τραγούδια και χαρές, λουλούδια και δροσιά,/ και μυρωδάτη φόρεσε, ωραία φορεσιά./ Πάμε και μεις να πάρουμε, μη χάνουμε καιρό./ Μας φτάνει ένα τριαντάφυλλο, ένα κλαδί χλωρό.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου