ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από το παιδικό μου τετράδιο μια τραγική εμπειρία

από-το-παιδικό-μου-τετράδιο-μια-τραγικ-488141

Του Κων. Απ. Σουλιώτη, επ. λυκειάρχη

Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε στον κόσμο, αλλά και στην πατρίδα μας ιδιαίτερα, μια χαώδη, κατάσταση, της οποίας οι συνέπειες υπήρξαν τραγικές. Όσοι διατηρούμε στη μνήμη μας τις τραγικές εμπειρίες των χρόνων εκείνων, ευχόμαστε και προσευχόμαστε ποτέ η ανθρωπότητα να μη βρεθεί στη δύσκολη αυτή θέση της απαξίωσης του πολιτισμού και της ανθρώπινης ζωής.

Η χώρα μας, παρά το γεγονός ότι συνέβαλε όσο καμία άλλη, με τις πράξεις αυτοθυσίας στα Βορειο-Ηπειρωτικά βουνά και με την παλλαϊκή εθνική αντίσταση 1940-44 κατά των φασιστο-ναζιστών ιταλο-γερμανών, την πλήρωσε ακριβότερα, γιατί, και με τις «ευλογίες» των «φίλων» μας άγγλων, περιεπλάκει στον επάρατο εμφύλιο πόλεμο 1946-49, την ντροπή της φυλής μας. Για τον αλληλοσπαραγμό μας ας μη προσπαθήσουμε να βρούμε ποια παράταξη έφταιξε, γιατί «μονός καυγάς δε γίνεται». Άλλωστε μια τέτοια προσπάθεια δεν πρόκειται να μας ωφελήσει. Απλώς να μας γίνει παράδειγμα προς αποφυγή διχαστικών μελλοντικών κινήσεων.

Μια μικρή εικόνα της μαύρης αυτής σελίδας της πατρίδας μας είναι και η παρακάτω προσωπική τραγική εμπειρία.

25 Αυγούστου 1948, ημέρα Κυριακή. Για το χωριό μας μια πολύ δύσκολη μέρα. Μήνες τώρα όλοι οι συγχωριανοί -μικροί μεγάλοι- και με την προτροπή της Αστυνομίας της περιοχής, με το ηλιοβασίλεμα εγκαταλείπαμε τα σπίτια μας και σκορπιζόμασταν στα χωράφια μας για ν’ αποφύγουμε τυχόν επιδρομή των ανταρτών και το παιδομάζωμα.

Το βράδυ 24 προς 25 Αυγούστου μια παρέα παιδιών είχαμε καταφύγει στην αγροτική περιοχή «Μιριές» με «επικεφαλής» το Γιώργο Ψαρρή «τ’ς Χριστίνας» και άλλους μεγαλύτερους. Εμάς, τους μικρότερους της παρέας, μας υποχρέωσαν οι μεγαλύτεροι να μπούμε με μια κουβέρτα στο χέρι σ’ ένα βατοσκεπασμένο χαντάκι. Έστρωσε ο καθένας μας την κουβέρτα του και πέσαμε για ύπνο. Εγώ, επειδή δεν τα είχα καλά με τα φίδια, φοβόμουνα κάτω από τη βατιώνα και αναγκάστηκα να κουκουλωθώ με την κουβέρτα. Ο ιδρώτας πήγαινε ποτάμι και φώναζα: «θέλου να βγου απού δω μέσα»! Αλλά πού να με καταλάβουν οι απέξω. Η φωνή του Γιώργου Ψαρρή, βροντερή και αυστηρή, μας καθήλωνε. Όμως, εγώ δεν άντεξα όταν στο κουκουλωμένο πρόσωπό μου έπεσε πάνω από τη βατιώνα ένα κουλουριασμένο φίδι και γλίστρησε, δεν ξέρω προς ποια κατεύθυνση. Φωνάζοντας βγήκα έξω και, χωρίς να λογαριάσω τις απαγορευτικές φωνές των μεγαλυτέρων, χώθηκα μέσα στο παρακείμενο εκεί καπνοχώραφο και «λάγιασα». Ο ύπνος χάιδευε τα βλέφαρά μου, αλλά πού να κλείσουν• ο φόβος και η αγωνία κυριαρχούσαν στην παιδική μου ύπαρξη.

Οι ώρες περνούσαν. Τα κοκόρια από τη Μαγουλίτσα προανάγγελλαν τον ερχομό της ημέρας… θα ήταν η ώρα ίσαμε έξι τα χαράματα, όταν όλοι αναστατωθήκαμε από το ποδοβολητό των χιλίων και πλέον αλόγων του ιππικού σώματος του καπετάν – Γαζή, που ξεκάμπισαν από τη μεριά του Πρίμπη και διασχίζοντας τον κάμπο κατευθύνονταν προς το χωριό μας με τελικό προορισμό, όπως μάθαμε αργότερα, το Καρπενήσι. Όλοι μας με κομμένη την ανάσα καταχωνιαστήκαμε, άλλοι μέσα στα γύρω καπνοχώραφα και άλλοι μέσα στα χαντάκια. Το ιππικό περνούσε δίπλα μας χωρίς κανένας από τους αντάρτες να μας πάρει είδηση. Η διέλευση του ιππικού τελείωσε και εμείς αναθαρρήσαμε λιγάκι κι αρχίσαμε χαμηλόφωνα να ρωτάει ο ένας τον άλλον αν πρέπει να βγούμε από τις κρυψώνες μας. Κι ενώ όλα έδειχναν ευοίωνα, νέο ποδοβολητό αλόγων ήρθε να μας κόψει και πάλι την ανάσα. Ήταν μια ομάδα δέκα περίπου καβαλαρέων, ίσως η οπισθοφυλακή του κυρίως σώματος, η οποία ακολουθούσε και αυτή την ίδια πορεία.

Τη στιγμή που η ομάδα αυτή βρισκόταν είκοσι περίπου μέτρα μακριά από το μέρος που εγώ ήμουν κρυμμένος, ένα από τα άλογα με τον καβαλάρη του ξέκοψε από την ομάδα και ερχόταν κατεπάνω μου. Ο καβαλάρης προσπαθούσε να επαναφέρει το άλογό του στο δρόμο του, αλλά αυτό αντιδρούσε κάνοντας άλλοτε βήματα προς το μέρος μου άλλοτε δημιουργώντας επιτόπιους κύκλους. Ύστερα από προσπάθεια λίγων λεπτών τα κατάφερε ο ιππέας κι έτσι απομακρύνθηκε από κοντά μου. Καταλαβαίνετε τώρα τη δική μου αγωνία… Από το φόβο μου καταχωνιάστηκα κυριολεκτικά μέσα στο αυλάκι του καπνού και, χαμένα καθώς τα είχα, προσπαθούσα να ουρλιάξω χωρίς, όμως, να μπορώ να βγάλω όχι φωνή, αλλά ούτε ανάσα. Πέρασε και αυτή η μπόρα και τα πράγματα ηρέμησαν μαζί τους κάπως και εμείς. Και καθώς η ημέρα προέκοπτε και ο ήλιος ανέβαινε, εμείς αρχίσαμε και πάλι να ρωτάει ο ένας τον άλλον τι πρέπει να κάνουμε• να καθίσουμε ακόμη έτσι λογιασμένοι ή να σηκωθούμε.

Τα πράγματα, όμως, δεν ήρθαν όπως θα τα θέλαμε εμείς, γιατί την ώρα αυτή ακούστηκε βουητό αυτοκινήτων. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ξεκάμπισαν δύο τεθωρακισμένα οχήματα τύπου tigo (=τανκς με ελαστικά και όχι με ερπύστριες) του στρατού, τα οποία με τα πολυβόλα τους έβαζαν κατά των ανταρτών. Καθώς τα τανκς προχωρούσαν, εκεί κοντά που ήταν το μαντρί του Μητροπάνου, το ένα πάτησε νάρκη, την οποία φαίνεται έβαλαν οι τελευταίοι ιππείς. Τα τανκς ακινητοποιήθηκαν, χωρίς, όμως, να σταματήσουν και τις βολές κατά των ανταρτών, οι οποίοι τώρα άρχισαν και αυτοί με τα δικά τους πολυβόλα να βάζουν κατά των τεθωρακισμένων.

Πανδαιμόνιο πυροβολισμών και αναστατώσεων, που δικαιολογημένα δημιούργησαν μεγάλη ανησυχία και στεναχώρια στους συγχωριανούς μας, γιατί κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, αλλά και για το βιός του που και αυτό ήταν αφημένο στο έλεος του Θεού. Κατά τις έντεκα το πρωί οι αντάρτες εγκατέλειψαν το χωριό μας και συνέχισαν την πορεία τους μέσα από το στενό του Πύργου προς Γόλ’τσα (Άγιος Ακάκιος) παίρνοντας μαζί τους από το χωριό μας δύο παιδιά το Γιώργο, το γιο του παπα-Τσιάρα και το Θανάση Ζάχο, οι οποίοι, αν θυμάμαι καλά, διέφυγαν της προσοχής και του ελέγχου των ανταρτών, δραπέτευσαν από την περιοχή του Καρπενησιού και, ύστερα από πορεία μεγάλης ταλαιπωρίας τριών τεσσάρων ημερών, έφτασαν στο χωριό…

Την ημέρα αυτή από αδέσποτη φλογοβόλα σφαίρα πήρε φωτιά και κάηκε και το σπίτι του μακαρίτη τώρα Λάζαρου Στουγγιώτη. Αλλά για να μη σας κουράζω περισσότερο κλείνω το σημείωμα αυτό με την πληροφορία ότι την ημέρα αυτή δεν τελέστηκε η πρωινή Θεία Λειτουργία. Όμως, το απόγευμα της ίδιας ημέρας χτύπησε η καμπάνα του Αγίου Νικολάου, συγκεντρωθήκαμε εκεί όλοι οι συγχωριανοί και ο καλόκαρδος και καλλικέλαδος παπα-Κώστας Τσιάρας, παρά το πρόβλημα που είχε με την απαγωγή του γιου του, βοηθούμενος και από τους καλούς μας ψαλτάδες Νικολάκη Γεννάδιο, Κώτσιο Καραποστόλη, Απόστολο Σουλιώτη, Στέφο Γιωτάκη και Αχιλλέα Φωτάκη έψαλαν την ακολουθία του Εσπερινού και ιερά παράκληση στον Άγιο, για το Γιώργο και το Θανάση.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου