ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι πόρτες και η Πόρτα

οι-πόρτες-και-η-πόρτα-504690

Του Θεοχάρη Νικ. Σαρίκα

Δεν αναφέρομαι στην πόρτα του διαμερίσματος ή της κατοικίας. Ούτε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας ή της μονοκατοικίας. Ούτε, βέβαια, στην πόρτα του κομματάρχη, του πολιτικάντη, του βουλευτή, που μπροστά των συνωθούνται άνθρωποι κι άνθρωποι, σωστό μελίσσι, για να ζητούν κάποιο ρουσφέτι, κάποια δουλειά, κάποια ταχτοποίηση… Και που, στις περισσότερες φορές «τρώνε τα μούτρα τους» από τις ψεύτικες υποσχέσεις που παίρνουν και από τις φρούδες ελπίδες που τους δίνουν. Ούτε στις πόρτες των δήθεν φίλων, που όταν σε χρειάζονται, όταν σε έχουν ανάγκη, είναι ορθάνοικτες κι όταν αυτή –η ανάγκη- τελειώσει, τότε στις κλείνουν κατάμουτρα. Όταν συμβεί αυτό, καταλαβαίνεις πόσο μικρός και ασήμαντος είσαι. Τότε διαπιστώνεις πόσο ψεύτικοι είναι οι άνθρωποι που σε περιτριγυρίζουν και στήριξες πάνω τους τις ελπίδες σου για κάποιο ρουσφέτι, για κάποια εξυπηρέτηση. Τώρα που «τρως πόρτα» αντιλαμβάνεσαι σε τι ψεύτικο κόσμο ζούμε. Ποιος; Εσύ!.. Που κάποτε σε είχαν στα όπα-όπα, μέχρις ότου τους προσφέρεις την εξυπηρέτηση που ζητούσαν. Δεν αναφέρομαι επίσης στις ξένες πόρτες, στις οποίες όσες φορές κατέφυγε η χώρα μας από ανάγκη, για να ζητήσει βοήθεια, κατάλαβε ότι δεν είναι εύκολες «οταν η χρεια τες κουρταλει», όπως μας λέει κι ο εθνικός ποιητής μας, ο Διονύσιος Σολωμός.

Ούτε, τέλος, αναφέρομαι στις πόρτες των καλών ανθρώπων, που πάντα είναι ανοικτές και βοηθούν τους κατατρεγμένους, τους κυνηγημένους της ζωής, όπως συνέβη και στον Μέλιο, το κατατρεγμένο παιδί που ήταν «μικρό μόνο του. Ο καλός Θεός τον βοηθάει και του ανοίγει την πόρτα του φτωχόσπιτού του ο Γέρο Ανέστης και η γυναίκα του η Ζουμπούλια, που τον κανακεύουν σαν παιδί τους. Και δίνει εξετάσεις και γράφει και άριστα…» (Μενέλαος Λουντέμης: «Ένα παιδί μετράει τα άστρα»).

Στο σημείωμα αυτό, αναφέρομαι σε μια άλλη Πόρτα. Στην Πόρτα εκείνη που την πρωτοπερνάμε στην αγκαλιά της μητέρας μας, κλαψουρίζοντας τις περισσότερες φορές, χωρίς να καταλαβαίνουμε πολλά πράγματα από τον κόσμο. Είμαστε βρέφη και η πρώτη φορά που περνάμε την Πόρτα της εκκλησίας είναι η μέρα, που θα γίνει η βάπτισή μας. Κλαίμε εμείς και γελούν και χαίρονται οι άλλοι, οι καλεσμένοι.

Για τελευταία φορά την περνάμε, ενώ κλαίνε τώρα οι άλλοι, χωρίς να καταλαβαίνουμε τίποτα πια από τον κόσμο, που μας περιβάλλει. Τίποτα πια!.. Η μεγάλη κεραία της ζωής δεν πιάνει σε κανένα από τα κύματα του κόσμου τούτου γιατί –απλά- έχει > με άλλα κύματα, άλλου κόσμου. Με τον κόσμο του «επέκεινα», τον ουράνιο κόσμο, τον κόσμο των αγγέλων.

Ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία επίσκεψη μας στην εκκλησία, αμέτρητες φορές, μέσα στη ζωή μας, έχουμε την ευκαιρία και την πρόσκληση να μπούμε, να λειτουργηθούμε, να πάρουμε θέση στην «Τράπεζα τη μυστική», να ξεδιψάσουμε με την αλήθεια, με το λόγο, με τα «ρήματα ζωής αιωνίου» του Θεού. Να γδυθούμε την αμαρτία, να λευκανθούμε «υπέρ χιόνα», όπως ήταν τα ιμάτια του Κυρίου στην ώρα της Μεταμόρφωσής του: «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών οία γναφεύς επί της γης ου δύναται λευκάναι» (Μαρκ. 9,2-3), να δεχτούμε υπέροχες δονήσεις στην ψυχή μας, ν’ απογειωθούμε σε ύψη που δεν περιλαμβάνονται στην υψομετρική κλίμακα.

Η Πόρτα είναι εδώ. Πατάει γερά στη γη. Οδηγεί, όμως, στον ουρανό. Γιατί «το εισιτήριο του ουρανού βγαίνει στη γη». Πίσω απ’ αυτήν την Πόρτα μπορείς να ζήσεις τον ουρανό κι ας πατάς γερά στη γη, στο χώμα. Ας περπατάς ξυπόλητος ή υποβασταζόμενος, γιατί οι συνθήκες και το απρόβλεπτο της ζωής το έφεραν έτσι. Αυτό το βίωμα αγγίζεται αποκλειστικά, με την πίστη. Η λογική η δική μου και η δική σου δεν έχει θέση εδώ.

Είναι ένα πραγματικά θαυμάσιο βίωμα. Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι -τους βλέπουμε στην «τρελή» τηλεόραση, τους διαβάζουμε στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων, τους ξέρουμε προσωπικά-, που δρασκελίζουν πόρτες και πόρτες στη ζωή τους, κυνηγώντας τη χαρά, την ηδονή, την επιτυχία, και δε δρασκελίζουν την Πόρτα που θα τους «οδηγήσει προς τη Βηθλεέμ τη χώρα», που θα τους ανοίξει την αιωνιότητα από τώρα. Που θα τους πάει κατευθείαν στη μεγάλη Πόρτα του Παραδείσου και θα την ανοίξει.

Ας είμαστε, όμως «μέσα στα πράγματα». Δεν είμαστε ξεκομμένοι από την πραγματικότητα, από το «σήμερα». Εκεί, λοιπόν, που πηγαίνουμε στις άλλες πόρτες παρακαλώντας να μας τις ανοίξουν, κι όπως μας λέει ο ποιητής, με δυσκολία ανοίγουν, «δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η βία τις κρουταλεί», ας ανοίξουμε και την Πόρτα της εκκλησίας. Και τότε θα αισθανθούμε τη διαφορά. «Μια γαλήνια καμπάνα σταυρωμένη στο ρυθμό της σχεδιάζει το πρωινό…» γράφει ο Λόρκα, και μας καλεί.

Η Πόρτα της εκκλησίας είναι η ανοικτή αγκαλιά του Θεού. Η αγκαλιά της αιωνιότητας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου