ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τα Μεταλλικά Στάχυα

τα-μεταλλικά-στάχυα-576406

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Το τρένο απ’ τη Λάρισα στο Βόλο και απ’ το Βόλο στην Καλαμπάκα ήταν το αγαπημένο τρένο των φοιτητικών μου χρόνων. Η Θεσσαλία ήταν, τότε, ένας σιτοβολώνας. Σήμερα, χάθηκε το τρένο Βόλου – Καλαμπάκας, το τόσο γραφικό, κι όλος ο κάμπος πια αρχίζει να αυτοδιαλύεται, μέσα στην αποθέωση του φωτοβολταϊκού πλούτου. Η Θεσσαλία μού δίνει την εντύπωση πως χάνει το φως, τα χρώματα και τη μορφή της. Εκείνη η παλιά Θεσσαλία με τα χαρωπά χρυσά της στάχυα, τον κοινό μόχθο και το παλιό πάθος των ανθρώπων για παραγωγή, κι όλα όσα έβλεπαν τα μάτια μου, αυτή η Θεσσαλία πέφτει, με τις ριπές της σύγχρονης τεχνολογίας. Και για τους αγρότες αρχίζει μια ζωή στα σύνορα του θανάτου, αφού καταστρέφεται σιγά σιγά ο παλμός της καθημερινότητάς τους.

Οι Θεσσαλοί αγρότες ξέρουν πολλές εναλλακτικές καλλιέργειες, μα τους λείπουν τα γεωργικά προγράμματα, η στήριξη της πολιτείας, η έμπνευση και η εξειδικευμένη γνώση για να τις πραγματοποιήσουν. Βέβαια, ανάλογα με το μικροκλίμα και τις ανάγκες για αγροτικά προϊόντα είναι και η κάθε καλλιέργεια. Όμως, καλό θα ήταν να διακρίνει κανείς την οργανική φύση μιας ανθρώπινης κοινωνίας από κείνη μιας οποιασδήποτε άλλης τέχνης. Πάντως, βλέποντας να ξεφυτρώνουν σα στάχυα, σ’ ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο, τα φωτοβολταϊκά, απογοητεύομαι. Τι συμφορά! Εκεί όπου πρέπει να σπέρνονται τα δημητριακά, «σπέρνονται» τα φωτοβολταϊκά, που παραμορφώνουν τη γόνιμη θεσσαλική γη και την κάνουν ένα νεκροταφείο αλουμινίου, ένα αργυρόλευκο σεντόνι, ένα στρωμένο σάβανο.

Κι από κάτω η νεκρή γη. Έχουμε φωτοβολταϊκά που φωτοβολούν στον κάμπο, αντί να ’χουμε στάχυα να λάμπουν και να δίνουν χαρά, θυμίζοντάς μας τον παλιό ζωντανό πίνακα της θεσσαλικής ευτυχίας. Αυτό το νεκρό αντιπαθητικό αλουμινένιο μάραμα, δεν μπορώ καν να το κοιτάξω, όταν διασχίζω τον θεσσαλικό κάμπο. Καταργεί τον ευλογημένο ιδρώτα τού αγρότη, καταστρέφει τις γήινες δυνάμεις και σκοτώνει την ελπίδα, που δίνει στην ψυχή το όργωμα, η σπορά και η συγκομιδή. Αυτό που νιώθω είναι ότι, μέσα από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής μας, η παλιά αγροτική ζωή, που ήταν μια μηχανή, της οποίας ο τροχός τής παράδοσης έχει θρυμματιστεί, δεν πρόκειται πια να περιστραφεί. Θλίβομαι γι αυτό.

Συλλογίζομαι ότι η γενναία καρτερία των αγροτών, η ειλικρίνειά τους, η εξαιρετική βάση του χαρακτήρα τους, όλα όσα καθορίζουν τη ζωή και τη δράση τους, με κάνουν να μην αμφιβάλλω πλέον ότι οι κυβερνήσεις διαπράττουν (έχουν διαπράξει) τραγικό σφάλμα, που αποτραβούν τ’ αγροτικά χέρια από το φρόνιμο, βαρύ προικιό της λασπομάνας γης, από το χώμα, και τα στρέφουν σε νέες τέχνες και τεχνικές. Και ποιο το αποτέλεσμα; Απάντηση: Να καλλιεργείται στο βάθος η οκνηρία, η πλήξη και ο παρασιτισμός. Ενώ θα μπορούσε (ο κάθε αγρότης) να δουλεύει, μέσα στον πράσινο παράδεισο της γεωργίας.

Μου αρέσουν οι χωρικοί, που έχουν συνειδητοποιήσει ότι προέρχονται από τη μάνα Γη κι είναι έτοιμοι να επιστρέψουν σ’ αυτή. Θεωρώ πως είναι εγκληματικό ν’ απομακρύνεις το γεωργό από τα όριά του, από τις αγροτικές του δυνατότητες, από τον κόσμο της παραγωγικής διαδικασίας, να του σβήνεις, να του καταργείς τις τέσσερις εποχές, μέσα στις οποίες έμαθε να ζει και να ομορφαίνει τη ζωή του. Είμαι σίγουρος πως οι Θεσσαλοί αγρότες ξέρουν πως σύντομα θα πρέπει να κατεδαφίσουν τα φωτοβολταϊκά τους, τα φαντάσματά τους. Ξέρουν πως στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους αγρότες, ξέρουν πως η γεωργία άρχισε να γράφεται από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου. Τι άλλο να πω; Θυμάμαι, πάντα, τον χρυσαφένιο και πράσινο κάμπο των παιδικών μου χρόνων, τα ψάθινα καπέλα των αγροτών, τις αγελάδες, τα ολόλευκα άλογα, που έδιωχναν τις χρυσόμυγες με την ουρά τους. Θυμάμαι τις ψηλές καλαμποκιές και τα ηλιοτρόπια. Κοίταζα το ρολόι τού χεριού μου – 8 η ώρα το δειλινό.

Οι αγρότες γυρνούσαν απ’ τα χωράφια τους, ζητώντας ίσως κάποια συνέπεια για κάτι που δεν ήξερα. «Γεια σου», μου έλεγαν. «Γεια σας», τους έλεγα κι εγώ. Και μου φαινόταν, πάντα, λίγο. Σώπαινα, γιατί δεν ήξερα τι να τους πω παραπάνω. Κι αυτοί, γαληνεμένοι, με κοίταζαν να προσπαθώ ακόμη μια φορά «με το λεπτό δρεπανάκι τού φεγγαριού να «θερίσω» κι εγώ ένα ώριμο στάχυ». Στεκόμουν, λοιπόν, στον απέραντο κάμπο, κοίταζα και μασούσα σπυρί σπυρί το στάρι, θαυμάζοντας και δοξάζοντας τον σιταρόχρωμο κόσμο, που έβλεπα…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Σήμερα, ξαναθυμάμαι κείνο το στάχυ, που είχα «θερίσει», τότε. Ήταν ένα στάχυ, που με ενέπνευσε, τον Αύγουστο του ’82, στην Αθήνα, έχοντας φύγει πια από τη Θεσσαλία, να γράψω αυτούς τους στίχους: «Σε είδα στο δρόμο να βαδίζεις μοιάζοντας με στάχυ, που μεστώνει στο φως του πρωινού. Κι αμέσως συλλογίστηκα αν του ήλιου οι αχτίνες φτάνουν βαθιά στο χώμα και ζεσταίνουν τις ρίζες σου κι ωριμάζουν τους καρπούς σου. Για να μπορέσεις ύστερα να γίνεις ο επιούσιος άρτος της ζωής». Ήταν, όπως καταλαβαίνετε, το παλιό στάχυ, που έγινε άνθρωπος. Ή μήπως ήταν ο παλιός άνθρωπος, που δεν έγινε ποτέ στάχυ;

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου