ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η σημασία των λογοτεχνικών μεταφράσεων στον εθνικό μας βίο

η-σημασία-των-λογοτεχνικών-μεταφράσε-820343

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Τα δύο νόμπελ λογοτεχνίας που απονεμήθηκαν στον Σεφέρη και Ελύτη τονίζουν τη βαρυσήμαντη προσφορά τού μεταφραστή – του σύγχρονου αυτού πρεσβευτή των πνευματικών μηνυμάτων της εποχής μας και, στη δική μας περίπτωση, αληθινού πρεσβευτή του ελληνικού πνεύματος στα πέρατα του κόσμου. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι δύο κορυφαίοι ποιητές μας δεν θα παίρνανε νόμπελ, αν δεν είχαν μεταφραστεί, αν ο μεταφραστής δεν έσπαγε το φράγμα του τόπου, του χρόνου και της γλώσσας, των εθίμων και των παραδόσεων, για να τους βγάλει έξω από τα στενά ελληνικά όρια και να τους κάνει παγκόσμιο πνευματικό κτήμα, συντελώντας έτσι, μ’ έναν τρόπο μοναδικό, στη διαπολιτιστική και διαχρονική τους επιβίωση.

Η αρχαία Ελλάδα χρησιμοποίησε τη μετάφραση σαν μια γέφυρα πνευματικής επικοινωνίας με τους γειτονικούς της, στην αρχή, λαούς. Το 240 π. Χ. η «Οδύσσεια» μεταφράζεται στα λατινικά, σε έμμετρη απόδοση, από έναν σκλάβο, τον Livius Andronicus. Σήμερα, η προσπάθεια του πρώτου εκείνου μεταφραστή της αρχαιότητας αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα μιας ελεύθερης πνευματικής επικοινωνίας, που δημιουργείται ανάμεσα στους λαούς μέσα από τη μετάφραση, ενώ τα έργα, που άρχισαν να μεταφράζονται από την εποχή εκείνη έχουν ιστορική σπουδαιότητα για την επίδραση, που άσκησαν στην ευρωπαϊκή διανόηση.

Οι αναρίθμητες μεταφράσεις, που έχουν γίνει από την αρχαιότητα ως τον περασμένο αιώνα μας, έχουν δώσει, νομίζω, το κλειδί ν’ ανοίξουμε την πνευματική διαθήκη του κάθε λαού και να μάθουμε, έκπληκτοι, τα μυστικά του πολιτισμού του. Μας έχουν εφοδιάσει με τα μέσα εκείνα που χρειαζόμαστε, για να επικοινωνήσουμε πνευματικά με κάθε ξένο έθνος και ν’ ανακαλύψουμε νέες περιοχές σκέψης και κουλτούρας, καινούργια αισθητικά και ιδεολογικά κινήματα στον κόσμο των γραμμάτων και της τέχνης, βοηθώντας μας να φέρουμε κοντά μας αυτούς τους πρωτόγνωρους θησαυρούς σκέψης και να εμπλουτίσουμε μ’ αυτούς τη δική μας σκέψη. Ακόμη, μας έχουν βοηθήσει ν’ αναζητήσουμε νέα ήθη και συνήθειες, νέα πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία άλλων λαών, που μεγαλούργησαν στο παρελθόν, πλουτίζοντας έτσι τη σημερινή πνευματική μας ζωή. Τέλος, μεταφράζοντας τα ξένα αριστουργήματα του λόγου, υψώνεται η γλώσσα σε ανθρώπινη αξία από τις πιο μεγάλες.

Το ερώτημα που γεννιέται, σήμερα, είναι αν οι μεταφράσεις εξακολουθούν να λειτουργούν στα ίδια αυτά επίπεδα και για τους ίδιους αυτούς σκοπούς. Βέβαια, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, δεν υπήρχαν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, που διαθέτουμε στην εποχή μας και τα οποία μας φέρνουν σ’ επαφή με τις επιστημονικές, εμπορικές, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ωστόσο, οι μεταφράσεις επιτελούν πνευματική λειτουργία, που έχει πάντα μια υψηλή επικαιρότητα. Μεταφράζουμε και σήμερα για να φέρουμε τους λαούς σε μια βαθύτερη πνευματική επικοινωνία μεταξύ τους. Μεταφράζουμε για να προσεγγίσουμε και να επικοινωνήσουμε με την επιστημονική τους σκέψη, να γνωρίσουμε τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα, τις κοινωνικές τους ανάγκες και αξίες.

Οι μεταφράσεις επιτελούν, λοιπόν, ένα έργο τεράστιας σημασίας, δημιουργώντας μια πνευματική γέφυρα ανάμεσα στους λαούς, καθώς συνθέτουν, με την πολυδιάστατη προσφορά τους, μια μορφή αναντικατάστατης πνευματικής επικοινωνίας. Θέτουν, με λίγα λόγια, τις στέρεες βάσεις, στις οποίες στηρίζονται και καλλιεργούνται οι επιστημονικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις των ανθρώπων και των εθνών. Οπως ξέρουμε, η πνευματική επικοινωνία είναι ένας θεμελιώδης σκοπός των ανθρώπων, και μονάχα σε μια τέτοια βάση είναι δυνατή κάθε ανθρώπινη επικοινωνία.

Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι σε μια εποχή σπουδαίων τεχνολογικών επιτευγμάτων, σαν τη σημερινή, η δουλειά τού μεταφραστή είναι δυνατό να γίνει μ’ έναν ηλεκτρονικό εγκέφαλο: Να τον τροφοδοτήσουμε με δυο λεξικά, να εισάγουμε το πρωτότυπο κείμενο, ύστερα να πιέσουμε το κατάλληλο κουμπί και να περιμένουμε το αποτέλεσμα μιας μηχανικής διαδικασίας. Ομως, η μοναδικότητα και η παντοδυναμία τής λέξης χάνεται. Η μηχανή εδώ δε μπορεί να κάνει το θαύμα της. Χρειαζόμαστε τον άνθρωπο – μεταφραστή, που θα «μεταφράσει τη μια γλώσσα σ’ άλλη», χρειαζόμαστε μια ανθρώπινη ύπαρξη – και όχι μια μηχανή – για να μεταφράσει μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη και δια μέσου, όχι μόνο των λέξεων, αλλά και της ψυχής, με την οποία αυτές εμψυχώνονται σε μιαν άλλη γλώσσα με την αγάπη, την ιδιοφυΐα, τη δημιουργική φαντασία. Με τη δύναμη της μεταφραστικής του τέχνης, με τη βαθιά ιδεολογική και συναισθηματική του προσκόλληση στο πρωτότυπο ο μεταφραστής μπορεί να προχωρήσει στη μετάφραση, πετυχαίνοντας την ιδανική προσπέλαση στο συγγραφέα και το έργο του, κάνοντας τις δυο γλώσσες μια και τους δύο ανθρώπους έναν!

Στο σημείο αυτό, αξίζει ν’ αναρωτηθεί κανείς τι χάσματα γνώσεων και ευαισθησίας θα υπήρχαν σε μας, τους Ελληνες, αν δεν γνωρίζαμε, μέσα απ’ τις μεταφράσεις, άλλους τρόπους ζωής και σκέψης, τι χάσματα θα υπήρχαν στους άλλους λαούς, αν δεν γνωρίζανε την ελληνική πνευματική κληρονομιά, τι χάσματα θα υπήρχαν στις σχέσεις μεταξύ των εθνών, στην επικοινωνία τού πνεύματος. Πώς θα ήταν ο κόσμος, στ’ αλήθεια, χωρίς την πνευματική προσφορά του μεταφραστή; Υπάρχουν φορές που ο μεταφραστής, μέσα από ένα ξένο δημιούργημα, που έχει μεταγράψει σε μια άλλη γλώσσα, όχι μόνο εξαλείφει αυτά τα χάσματα, αλλά προσφέρει και άλλη μια πολύτιμη υπηρεσία: Εξάπτει τον ανθρώπινο ενθουσιασμό, τονώνει την εθνική υπερηφάνεια, μετατρέποντάς τη σε οικουμενική, καταργώντας τα σύνορα και τις σοβινιστικές τάσεις και παρακινώντας τους λαούς, σε ώρες πολέμου, να ριψοκινδυνέψουν τη ζωή τους, ή ακόμα και να τη θυσιάσουν, για χάρη ενός άλλου λαού και μιας άλλης χώρας, οδηγώντας τους σε μια παγκόσμια αλληλοκατανόηση, μόνο και μόνο επειδή έχουν διαβάσει κι αγαπήσει, ας πούμε, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Θουκυδίδη, τον Αίσωπο, τον Φονταίν, τον Θερβάντες, τον Οβίδιο, τον Ραμπελαί, τον Ουγκώ, τον Γκαίτε, τον Σίλερ, τον Δάντη, τον Τολστόι, τον Σαίξπηρ, τον Βύρωνα, τον Φώκνερ, τον Χέμινγουέι, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, καθώς και τόσους άλλους παλιούς και σύγχρονους μύστες του πνεύματος, που φώτισαν και θα φωτίζουν πάντα το δρόμο τόσων και τόσων γενεών. Ο μεταφραστής μπορεί, νομίζω, με την ύψιστη δύναμη της τέχνης του να μας χωρίσει ή να μας συναδερφώσει, μπορεί να κλείσει αυτά τα χάσματα ανάμεσα στους ανθρώπους και τους λαούς ή να τα μεγαλώσει, μπορεί να προσφέρει μια πανανθρώπινη συμφιλίωση, οδηγώντας μας σε μια ιδανική συνεργασία, αμοιβαία κατανόηση, ανεκτικότητα και συνύπαρξη.

Σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, η μετάφραση παίζει έναν ζωτικό ρόλο, τόσο από σκοπιάς οικονομικής, όσο και πολιτιστικής. Γενικά, το πρόβλημα της μετάφρασης έχει μεγάλη σημασία για τους λαούς, που μιλούν μια από τις «γλώσσες των μειονοτήτων». Είναι πρωταρχική λοιπόν ανάγκη να τρεφόμαστε κι εμείς σε τούτο το βαλκανικό χώρο από άλλους πολιτισμούς. Είναι ζωτική ανάγκη να έχουμε κι εμείς μια γέφυρα επικοινωνίας με τα προοδευμένα και προοδευτικά κράτη. Χωρίς αυτή την επικοινωνία, θα ήμασταν απομονωμένοι και καταδικασμένοι σε τεχνολογική και επιστημονική υπανάπτυξη. Χωρίς αμοιβαίες ανταλλαγές, σε διεθνικό επίπεδο και σε διαφορετικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, θα υποφέρουμε στα σίγουρα από ένα είδος πνευματικής αναιμίας.

Ετσι, η μετάφραση είναι μια δραστηριότητα, που αποτελεί καθημερινή πράξη στην πνευματική ζωή τού τόπου. Παρόλα αυτά, η τέχνη της δεν έχει φτάσει ακόμα σε υψηλά επίπεδα στη χώρα μας, οι εκδοτικοί και μεταφραστικοί οίκοι δεν προσέχουν, όσο χρειάζεται, όταν επιλέγουν τους μεταφραστές, που θα απασχολήσουν, αλλά και οι ίδιοι οι μεταφραστές, πολλές φορές, εκείνο που τους ενδιαφέρει πραγματικά είναι να τελειώσουν, όσο γίνεται πιο γρήγορα τη μετάφραση του βιβλίου που ανέλαβαν να μεταφέρουν σε μια άλλη γλώσσα, εφόσον, όπως είναι γνωστό, δεν αμείβονται ικανοποιητικά για το έργο που επιτελούν. Φαντάζομαι πως αυτό συμβαίνει σε κάθε μικρή χώρα σαν την Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι των γραμμάτων, στη χώρα μας, συχνά, γνωρίζουν περισσότερες από μια ξένη γλώσσα, αρκετά καλά, ενώ συγγραφείς, που είναι καθιερωμένοι στα νεοελληνικά γράμματα, προσφέρουν, πολλές φορές, τις υπηρεσίες τους στο χώρο των μεταφράσεων. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, διδάσκοντας τη λογοτεχνική μετάφραση(καλά οργανωμένα μαθήματα θεωρίας και πράξης), θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα κλίμα όπου, τόσο οι εκδοτικοί και μεταφραστικοί οίκοι, όσο κι οι ίδιοι οι μεταφραστές θα μάθαιναν να παίρνουν τη δουλειά τους πιο σοβαρά, διαμορφώνοντας τα κριτήρια εκείνα, με τα οποία θα κρινόταν η καλή ή η κακή μετάφραση. Αποτελούν, λοιπόν, όλα, έναν κύκλο: Τα πανεπιστήμια πρέπει να διδάσκουν τα μεταφραστικά προβλήματα και να θέτουν τα αξιολογικά κριτήρια και τις βάσεις, τόσο στο θεωρητικό, όσο και στο πρακτικό επίπεδο των μεταφράσεων, οι εκδοτικοί και μεταφραστικοί οίκοι να διαλέγουν τους μεταφραστές τους με εκλεκτότερα και αυστηρότερα κριτήρια, αμείβοντάς τους καλύτερα, ενώ το αναγνωστικό κοινό να αξιώνει μεταφρασμένα έργα υψηλής ποιοτικής στάθμης.

Οι καλές μεταφράσεις λειτουργούν σαν πρεσβείες, και το έργο των μεταφραστών παίρνει, νομίζω, μια πολιτική διάσταση, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Σήμερα, χρειαζόμαστε καλούς μεταφραστές, να πάρουν στα χέρια τους την αξιόλογη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή μας και να τη «μεταφέρουν» σ’ άλλες γλώσσες, όπως κι αντίστροφα, να «μεταφέρουν» τα ξένα αριστουργήματα του λόγου στην ελληνική γλώσσα. Υπάρχουν μάλιστα πολλά έργα της ξένης λογοτεχνίας, μεταφρασμένα ήδη στη γλώσσα μας(δηλαδή, κακοποιημένα), που πρέπει να ξαναμεταφραστούν από μεταφραστές, που θα τα πλησιάσουν με περισσότερο σεβασμό και αγάπη, με περισσότερη επαγγελματική ευσυνειδησία, δίνοντάς τα, απρόδοτα, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η μεταβίβαση των ιδεών τού ενός έθνους σε άλλο δια μέσου των μεταφράσεων προσφέρει, πολλές φορές, πολυτιμότερες υπηρεσίες για τη βελτίωση των σχέσεών τους από οποιοδήποτε αριθμό πρεσβευτών και διπλωματών. Το έργο αυτών των τελευταίων είναι συχνά πρόσκαιρο, παροδικό. Ομως, ένα καλομεταφρασμένο βιβλίο είναι μια μεταμόσχευση καρδιάς από το σώμα ενός έθνους στο σώμα του άλλου, και όσο πιο επιδέξιος είναι ο χειρουργός – μεταφραστής, τόσο πιο ισχυρή θα γίνεται η υγεία τού σώματος του κόσμου, βασιζόμενη στην αμοιβαία κατανόηση και στην ανταλλαγή ιδεών. Οι λαοί δεν πρέπει να στερούνται ο ένας τα επιστημονικά και πνευματικά αγαθά τού άλλου. Αντίθετα, πρέπει να τα μοιράζονται, γιατί μόνο έτσι θα είναι σε θέση να ισχυροποιούν την πνευματική τους επικοινωνία, πετυχαίνοντας, παράλληλα, τα θετικά αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης και στηρίζοντας τη συνύπαρξή τους σε βάσεις δημιουργικές και ανθεκτικές, στους πολιτικούς και κοινωνικούς κλυδωνισμούς της εποχής μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου