ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ψυχή απούσα

ψυχή-απούσα-837593

Γράφει ο Μόσχος Λαγκουβάρδος

Στό ποίημα «Ψυχή ἀπούσα» ὁ Λόρκα θρηνεῖ τό θάνατο τοῦ φίλου του ταυρομάχου Ἰγνάτιο Μεχίας. Τό ποίημα πού φέρει τό γενικό τίτλο «Θρῆνος γιά τόν Ἰγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας», ἀρχίζει μέ αὐτούς τούς στίχους: «Δέν σέ γνωρίζει ὁ ταῦρος οὖτε ἡ συκιά οὖτε τ’ ἄλογα οὖτε τά μερμήγκια τοῦ σπιτιοῦ σου γιατί ἔχεις πεθάνει γιά πάντα». Τό ὡραῖο αὐτό ποίημα εἶναι ἕνας θρῆνος στήν ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου μέ ψυχή, τοῦ ἀνθρώπου πού μέ τή ζωή του ἐξημερώνει καί κάνει τό κάθε τόπο οἰκεῖο ὧστε νά ἀξίζει νά ζεῖς ἐκεῖ.

«Ἄν δέν ἤμασταν ἑμεῖς ἐδῶ ὁ τόπος αὐτός θά ἦταν ζούγκλα». Θυμᾶμαι αὐτά τά λόγια πού μοῦ εἶπε κάποτε ἕνας χωρικός. Εἶχα πάει σ’ ἕνα χωριό τῆς Καλαμπάκας καί μέ δέχτηκαν στό σπίτι τους ἕνας γέρος μέ τή γριά του. Θαύμασα τήν ὄμορφη αὐλή, τά δέντρα, τόν κῆπο, τό σπιτικό τους πού ἔλαμπε ἀπό καθαριότητα καί πάστρα.

«Ἄν δέν ἤμασταν ἑμεῖς ἐδῶ ὁ τόπος αὐτός θά ἦταν ζούγκλα», εἶπε ὁ καλός γέρος καί μοῦ ἔδειξε τό ρέμα μέ τά ἐρείπια ἑνός ἐγκαταλειμμένου νερόμυλου, πού βρισκόταν σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό σπίτι του, πνιγμένο στή βλάστηση. Χάρηκα τό γέρικο ζυγάρι γιά τή φιλόξενη διάθεσή του καί γιά τή σοφία τους. Δέν θά τό ξεχάσω ποτέ.

Κάθε μέρα βάζουμε τά πράγματα στή θέση τους, στό τραπέζι, στό δωμάτιο, στήν κουζίνα, στό γραφεῖο. Κάθε μέρα κάνουμε ἀγώνα μέ τό χάος γύρω μας. Τό ἴδιο μέ τίς σκέψεις καί τά αἰσθήματα μέσα μας. Ὁ ἄνθρωπος βάζει τάξη στό χάος. Ἄραγε μαθαίνουμε στά παιδιά μας νά βάζουν τάξη; Νά βάζουν τό κάθε πρᾶγμα στή θέση του; Ἡ ὀμορφιά εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τῆς τάξης (Ἀκινάτος). Ἡ ἀταξία καί ἡ ἀκαταστασία εἶναι θλίψη καί βάρος πνεύματος.

Γιά νά φανεῖ ποιός δίνει τό ρυθμό στή σύγχρονη ζωή, θά διηγηθοῦμε δύο παλιές ἱστορίες παρόλο πού ὁ σημερινός ἀναγνώστης ἀρέσκεται στό καινούριο καί ἀποστρέφεται τό παλιό, ὡς νεκρό, παλιομοδίτικο, ὀπισθοδρομικό. Μέ τήν ἀποστροφή πρός τό παλιό οὖτε τά παλιά πρότυπα θέλουν οὖτε τά καινούρια τά βρίσκουν. Ὁ ποιητής Ἐμπειρίκος σατιρίζει τήν ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου στό σημερινό κόσμο στό ποίημά του «Δέν ἔχουμε κυδώνια». Ἰσως γιατί ὁ βασιλιάς τῶν δέντρων εἶναι ἡ κυδωνιά.

Ἡ πρώτη ἱστορία εἶναι ἀπό τό Γεροντικό. Μία φορά κάποιος γέρος 98 ἐτῶν, ὅταν τόν ρώτησαν οἱ ὑποτακτικοί του ποῦ θέλει νά τόν πάνε, ἀπάντησε: «Ὁπουδήποτε, ἀρκεῖ νά μήν ὑπάρχουν γυναῖκες».

Ἡ ἄλλη ἱστορία, πού μᾶς διηγήθηκε ἕνας φίλος, ἀναφέρεται ἐπίσης στίς γυναῖκες. Κάποιος ἀσκητής πῆγε στήν πόλη καί συνάντησε μία γυναῖκα ἐλευθερίων ἠθῶν, πού τόν κοίταζε στά μάτια. «Ἐσύ πρέπει νά σκύβεις τό κεφάλι σου καί νά κοιτάζεις τό χῶμα» τῆς εἶπε αὐστηρά. «Ἐσύ νά κοιτάζεις τό χῶμα» ἀπάντησε ἡ γυναῖκα, «γιατί ἐσύ πλάστηκες ἀπό αὐτό, ἐνῷ ἐγώ πλάστηκα ἀπό σένα».

Ἀναφερθήκαμε στό μικρό αὐτό δοκίμιο στό ποίημα τοῦ Λόρκα, στό γέρικο ζευγάρι στήν Καλαμπάκα καί στίς παλιές ἱστορίες μέ τούς ἀσκητές, γιατί πιστεύουμε ὅτι σήμερα τό ρυθμό (ἤ τήν ἀρρυθμία) τῆς ζωῆς δέν τόν δίνει ἡ παρουσία τοῦ ὥριμου καί τοῦ ἀνδρείου ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ἀπουσία του. Ὁ ἄντρας ὡς ἑνήλικος ἔχει μπεῖ πλέον στό περιθώριο. Ἡ σπουδαιότερη ἴσως συνέπεια τῆς ἐπαναστατημένης γυναίκας μεγαλύτερη κι ἀπό τήν ἐγκατάλειψη τοῦ τόπου στίς ἐπιθυμίες ἑνός φανταστικοῦ κόσμου, εἶναι ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας. Στό δυτικό κόσμο τό ποσοστό τῶν διαλυμένων οἰκογενειῶν ξεπερνάει τό 70% καί στήν Ἑλλάδα σύντομα θά φτάσει στό 50%!

Τά δέντρα μεγαλώνουν ἄρρωστα στην πόλη. Τό ὄπλο πού διαθέτει ὁ πολίτης εἶναι ἡ σκέψη. Ἡ σκέψη πολεμεῖται περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο. Ποιός φοβᾶται τή σκέψη; Δεῖτε τήν Ἐκπαίδευση. Μήν βασανίσετε τή σκέψη σας. Τό κόμμα θά σκεφτεί γιά μᾶς. Ἡ ψυχή εἶναι ἀπούσα. Τά παιδιά μας μεγαλώνουν σ’ ἕναν ἄκαρδο κόσμο!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου