ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Κώστας Πώποτας: Και ίσως η σοσιαλδημοκρατία να σε σώσει…

κώστας-πώποτας-και-ίσως-η-σοσιαλδημοκ-844119

Πάει πέρασε και αυτό! Ψηφίστηκε και το πολλοστό μνημόνιο εν μέσω μιας διαδικασίας που δεν θα χαρακτήριζα την ευτυχέστερη στιγμή της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Μια κατεξοχή άχρηστη διαδικασία καθώς κανείς δεν παραιτήθηκε του δικαιώματος να ομιλήσει ασκόπως, και όσοι μίλησαν δεν το έκαναν επί της ουσίας. «Τακτίκιζαν» ξέροντας ότι ένα τμήμα του ελληνικού λαού θα τους παρακολουθούσε εκόντες-άκοντες, ελέω τηλεοπτικής δημοκρατίας. Χαμήλωνε ο τόνος της φωνής του πρωθυπουργού για νάχει βάρος και στόμφο, ανέβαινε ο τόνος των υπολοίπων για να αντιληφθεί ο πολίτης το μένος κατά του μνημονίου. Κασσάνδρες οι αντιπολιτευόμενοι, Ιφιγένειες οι συμπολιτευόμενοι. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου κολυμβήθρα του Σιλωάμ που μηδένισε το κοντέρ της εκμάθησης άσκησης της εξουσίας. Ο Πρωθυπουργός να εγκαλεί την αντιπολίτευση διότι είτε εξανίστατο από ζήλεια καθότι οι ευρωπαίοι υπήρξαν ελαστικότεροι προς την παρούσα κυβέρνηση απότι απέναντι στις προηγούμενες, είτε δεν είχε τίποτα να πει για ένα πρόγραμμα το οποίο έστερξε η σοσιαλιστική ομάδα.

Ο πρωθυπουργός αναμφίβολα κέρδισε τις εντυπώσεις καθώς διαχειρίστηκε το πλεονέκτημα που του έδινε η άσκηση της εξουσίας επί του πρακτέου απέναντι σε μια αντιπολίτευση της οποίας οι επιμέρους αρχηγοί δεν είχαν να επιδείξουν αντίστοιχα διαπιστευτήρια, δεν μπορούσαν να αρνηθούν τη συνέχεια των τωρινών επιλογών σε σχέση με τις προηγούμενες και δεν τόλμησαν να έλθουν ανοικτά σε ρήξη με τις τελευταίες. Έβγαινε έτσι προς τα έξω πιο αληθινός ο πρωθυπουργός που ομολογούσε ότι άλλα ήθελε, άλλα έλαβε ως εντολή και άλλα κάνει, και λιγότερο οι αντιπολιτευόμενοι ηγέτες που ήθελαν και δεν ήθελαν, στηλίτευαν το νέο μνημόνιο αλλά όχι πολύ, και δεν τολμούσαν να αρνηθούν το παρελθόν τους και να στρέψουν το καράβι ενάντια στη λιτότητα για να συνταχθούν με τα νέα μηνύματα στον ευρωπαϊκό χώρο. (Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου, κακό μεγάλο να βρω, να μη με θέλει ο ουρανός, ήλιο να βλέπω μαύρο που τραγουδούσε και την Τζένη Βάνου).

Εκεί πάνω θυμήθηκα τον Λέοντα Μπλούμ και τα όσα έλεγε για το πρόβλημα της άσκησης της εξουσίας. Που εντόπιζε την αντίφαση μεταξύ «άσκησης εξουσίας» και «κατάκτησης της εξουσίας». Αν πάρω τα λόγια του και τα βάλω στο στόμα του πρωθυπουργού θα ξεχάσω ότι οι εποχές απέχουν 7 δεκαετίες: «Από τη στιγμή που έχουμε αναλάβει την εξουσία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, είμαστε υποχρεωμένοι να ασκούμε ηγεσία νομότυπα, όχι μόνο εκ λόγων ηθικής εντιμότητας, αλλά επειδή αυτό είναι, προφανώς, το συλλογικό μας συμφέρον ως κόμμα, τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών των οποίων είμαστε πολιτική έκφραση.

…Θα μπορούσαμε αναμφισβήτητα να υιοθετήσουμε τακτικές υπόγειες και να αναλάβουμε την εξουσία προκειμένου να έλθουμε ευκολότερα σε θέσεις που θα οδηγούσαν πιο εύκολα στην τελική καταστροφή του καπιταλιστικού πλαισίου; …αλλά …οφείλουμε να διαχειριστούμε εντίμως, πιστά, την κοινωνία που η ιστορία μας εμπιστεύθηκε, είναι καθήκον μας ως ασκούντων την εξουσία. Ταυτόχρονα, …οι δράσεις μας, όποιες και αν είναι, τείνουν προς τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και επομένως στην αναδιάρθρωση και τη βελτίωση που θα οδηγήσουν κατ’ ανάγκη τη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία στο αυριανό κοινωνιστικό καθεστώς. Το σύγχρονο κράτος αφίσταται σταδιακά του καπιταλισμού και γι’ αυτό είναι δυνατό στα σοσιαλιστικά κόμματα να το διαχειριστούν χωρίς να του υποδουλωθούν και πολύ περισσότερο χωρίς να υποδουλωθούν στον καπιταλισμό. Αναλαμβάνουν την εξουσία αντλώντας ένα όργανο πάλης ενάντια στον καπιταλισμό, δηλαδή χρησιμοποιώντας το κύρος της κρατικής εξουσίας για να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για την έλευση του σοσιαλισμού».

Η αντιπολίτευση έχασε βεβαίως τον έλεγχο των επιχειρημάτων στο παιχνίδι των συγκυριών. Γιατί οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για τις θέσεις της κυβέρνησης. Ο φόβος του Brexit, το μεταναστευτικό, η προτεραιότητα στην σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, η ανάγκη ουσιαστικής αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, ο κίνδυνος μιας ακροδεξιάς πολιτικής ηγεσίας στην Αυστρία, οδηγούν φυσικά τα ευρωπαϊκά κράτη να ελαστικοποιούν την στάση τους απέναντι στην Ελλάδα και ορθώς. Η περιχαράκωση της Ευρώπης με τους κινδύνους που ελλοχεύουν κατά τον μέσο πολίτη κάνει την Ελλάδα ιδανικό και ασφαλή τόπο διακοπών. Oποτε λοιπόν η αντιπολίτευση λέει ή θα λέει «σιγά τώρα ότι κάνατε το κάνατε γιατί ήρθαν βολικά τα πράγματα» θα βάζει αυτογκόλ, όπως επίσης θα μπερδεύεται στην ντρίπλα όταν επιδίδεται σε αναπόδεικτες μελλοντολογίες ως μετά Χριστόν προφήτης. Αντιθέτως όποτε ο Πρωθυπουργός – σε σοσιαλδημοκρατικό οίστρο, επιμένω – θα προβάλει το απλό και κατανοητό επιχείρημα ότι με δεδομένη την κατάσταση της οικονομίας δεν μπορούσε παρά να αυξήσει τους φόρους αντί να περικόψει δαπάνες θα κερδίζει στα σημεία – και θα κερδίζει χρόνο έως ότου η αντιπολίτευση βρει κάτι προσφυέστερο να υποστηρίξει. Oπως και θα αφαιρεί κάθε αντίλογο από την αντιπολίτευση όταν κυνικά παραδέχεται ότι η πολιτική του είναι συνεπής προς τις προηγούμενες επιλογές στις οποίες και η αντιπολίτευση συνήνεσε. Διότι γενικά δεν είναι εποχή για ιστορίες με αγρίους. Oπως και ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται αν το χρέος είναι ευρωπαϊκή η παγκόσμια υπόθεση (γι’ αυτό και δεν επέμεινα να γράψω επαυτού), τον νοιάζει να καταλάβει καθαρά τις προθέσεις των πολιτικών σχηματισμών και προσώπων αντί να ζει διαρκώς σε αμφιβολίες που οι πολιτικοί καλλιεργούν.

Κυρίως όταν σε κρίσιμες στιγμές αλληλοκατηγορούνται αντί να συζητούν, διαδέχονται απλώς ο ένας τον άλλο μιλώντας αυτάρεσκα ο καθείς στο δικό του μήκος κύματος, με ρητορικά ευρήματα που διαρκούν ως εντυπώσεις όσο χρειάζεται να παν πίσω στη θέση τους. Και που μένουν πεπεισμένοι ότι η επανάληψη αριθμών ωσεί να περνούσαν εξετάσεις σε σχολές λογιστικής αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας και ξεγελά τον πολίτη.

Νάστε σίγουροι ότι ο τελευταίος κατανοεί απόλυτα ότι όλη η κουβέντα γίνεται για να κλείσει η συζήτηση πριν ακόμη αρχίσει.

*O γράφων υποστηρίζει απόψεις καθαρά προσωπικές που δεν απηχούν θέσεις του οργάνου στο οποίο υπηρετεί.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου