ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το έθιμο, παραμονή των Θεοφανείων, στο Βελεστίνο

το-έθιμο-παραμονή-των-θεοφανείων-στο-β-164741

Του Βασίλη Καραμπερόπουλου

Ενα παμπάλαιο έθιμο, από τα χρόνια ακόμη της τουρκοκρατίας, διατηρείται ως τις μέρες μας, στο Βελεστίνο, που προκαλεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον των ντόπιων και ξένων, όχι τόσο για την πρωτοτυπία του, αφού το θέμα είναι γνωστό και σαν θέαμα που προσφέρεται κάθε χρόνο, όσο για τη συνέχιση της παράδοσης, με λιγότερη έντονη παρουσία, παρά τις κοινωνικές εξελίξεις.

Και θέλει ακόμη η παράδοση, το έθιμο να διατηρείται σε κάποια μορφή αυθεντικότητας, και λέμε σε κάποια μορφή, γιατί ενώ λείπουν ορισμένες φορεσιές και αυτοσχέδιες παρλάτες, διατηρείται όμως με όλα τα άλλα παραδοσιακά στοιχεία της μεταμφίεσης, συνοδευόμενο, όπως πάντα, από κουδούνια, κυπριά, νυχτερινές επισκέψεις και όμορφους στίχους.

Το γραφικό αυτό έθιμο χρονολογείται από τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η μεταμφίεση, που και σήμερα διατηρείται, γινόταν για διευκόλυνση των ραγιάδων να επικοινωνούν μεταξύ τους, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από του Τούρκους και ήταν η μοναδική ευκαιρία να κυκλοφορούν ελεύθερα και να αθυροστομούν.

Οι νέοι του Βελεστίνου είναι διατεθειμένοι να διατηρήσουν το έθιμο, διότι με αυτό συνεχίζουν την παράδοση και διότι είναι όμορφο σαν θέαμα, παραστατικό και μας φέρνει αιώνες πίσω, τότε που τα αγνά γλέντια είχαν αγκαλιάσει κάθε ελληνικό χωριό.

Οι ομάδες των μεταμφιεσμένων με προσωπίδες, κουδούνια και κυπριά και μερικές ομάδες με μουσικά όργανα γυρίζουν τις συνοικίες του Βελεστίνου ακόμη και τα γειτονικά χωριά και τραγουδούν παραμονή των Θεοφανείων τα κάλαντα, χρησιμοποιώντας για κάθε περίπτωση και διαφορετικούς στίχους, έτσι όπως τα βρήκαμε από τους παλιούς, όπως θέλει η παράδοση. Και είναι χαρακτηριστικό πως ορισμένες ομάδες τραγουδούν και τα έσοδα διατίθενται για την ανέγερση ή συμπλήρωση των εκκλησιών.

Βασικά το τραγούδι αρχίζει με το στίχο:

Σ’ αφεντικό ξεβγήκαμε

Σ’ αφεντικό θα πάμε

Θα πάμε να τιμήσουμε

Τον άβαρο αφέντη

Να τον τιμήσει ο βασιλιάς

Και να τον στεφανώσει.

Στολίσου κυρά κι άλλαξε

Να πας ταχιά τα φώτα

Βάλε τον ήλιο πρόσωπο

Και το φεγγάρι ασήμι

Βάλε την πούλια,

τον αυγερινό Γιορντάνι στο λαιμό σου.

Οταν πρόκειται για σπίτι σιτοκαλλιεργητή:

Ζευγάρι χρυσοζεύγαρο

Χρυσό μαλαματένιο

Τα μαύρα βόδια στο ζυγό

Τα τρίγωνα στ’ αλέτρι

Και τα μελισσοτρίγωνα

Μες το βαρύ τ’ αλώνι,

Αλώνιζαν,

ξαλώνιζαν

Και βγάλαν τρεις χιλιάδες.

Οταν ο νοικοκύρης του σπιτιού ήταν κτηνοτρόφος:

Τίνος είναι τούτο το μαντρί

Με κάγκελα πλεγμένο,

εδώ βελάζουν πρόβατα

εδώ βελάζουν γίδια

εδώ βαλάζουν και αρνιά μαζί με τα κατσίκια.

Σαν τα μερμήγκια περπατούν

Σαν τα μελίσσια βάζουν

Όσο νερό έχει η θάλασσα

Τόσα καρδάρια γάλα.

Στην όμορφη φραγκίτσα του χωριού:

Φραγκίτσα δω, φραγκίιτσα κει

Φραγκίτσα πάει στη βρύση

Φραγκίτσα με τα κόκκινα

Και με τα γαλάζια

Στο παράθυρο κάθεται

Της τάζουν γιό του Ρήγα

Μον θέλει το αρχοντόπουλο

Που περπατά καμάρι.

Στην όμορφη κόρη της κυρά του σπιτιού:

Κυρά μ’ τη θυγατέρα σου

Κυρά μ’ την ακριβή σου

Την έλουζες τη χτένιζες

Στα σύννεφα την κρύβεις

Κι εσπάραξαν τα σύννεφα

Και φάνηκε η κόρη ούλη.

Επίσης στο κορίτσι της παντρειάς ο στίχος θα πει:

Προξενητάδες και γαμπροί

Ερχόταν απ’ την πόλη

Ρωτούνε και ξαναρωτούν

Που νάβρουν τέτοια κόρη

Ψηλή λιγνή σαν το βεργί

Χονδρή σαν το καλάμι.

Στην ίδια περίπτωση και μια άλλη παραλλαγή

Εδώ κοιμάται για παντρειά

Κορίτσι για αρραβώνα

Την τάζουν γιο του βασιλιά

Την τάζουν γιό του ρήγα.

Οταν πρόκειται για υποψήφιο για γάμο νέο:

Σαν κίνησε ο νιούτσικος

Να πάει να αρραβωνιάσει,

Στο δρόμο που επήγαινε

Στο δρόμο που πηγαίνει,

Βρήκε παιδιά που παίζανε

Που ρίχνουν το λιθάρι

Σκουμπώθηκε κι ο νιούτσικος

Να ρίξει το λιθάρι

Και κόπηκε η φούντα τέσσερα

Και το γαϊτάνι πέντε.

Οταν τα χρήματα που θα πάρουν είναι αρκετά:

Σε τούτο σπίτι πούρθαμε

Πέτρα να μη ραγίσει

Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού

Χρόνια πολλά να ζήσει

Να ζήσει χρόνους εκατό

Κι εξάμηνα διακόσια.

Σε σπίτι με μικρό παιδί ο στίχος θα πει:

Ενας μικρός μικρούτσικος

Μικρός και χαϊδεμένος

Μικρό τον έχει η μάνα του

Μικρό και ο μπαμπάς του

Τον έλουζαν, τον χτένιζαν

Και στο σχολειό τον στέλνουν

Παιδί μ’ να μάθεις γράμματα

Τα γράμματα είναι στο χαρτί

Κι ο νους σου στα παιχνίδια.

Όταν τα χρήματα που θα πάρουν είναι λίγα ή δεν αφήνουν να τραγουδήσουν:

Σε τούτο το σπίτι πούρθαμε

Γεμάτο καλιακούδα

Τα μισά γεννούν

Τα μισά κλωθούν

Και τα μισά βγάζουν τα μάτια.

Αυτοί και πολλοί ακόμα στίχοι συνέθεταν και συνθέτουν το έθιμο στο Βελεστίνο που στα προπολεμικά κυρίως χρόνια ήταν ένα βασικό στοιχείο της ζωής της πόλης και μια παράδοση που έχει ζωή 130 περίπου χρόνια από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας και εκατοντάδες χρόνια στα χρόνια της σκλαβιάς.

(Από το βιβλίο του Βασίλη Καραμπερόπουλου «Βελεστίνο, περιπλάνηση στα προπολεμικά χρόνια»)

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου