ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Μάλιστα, μάλιστα κ. ανώτερε»

μάλιστα-μάλιστα-κ-ανώτερε-279100

Αν θυμάμαι καλά ήταν καλοκαίρι του έτους 1953 ή ’54. Τότε υπηρετούσα ως Υπαξιωματικός στο Επιτελείο της Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Λαμίας τα γραφεία της οποίας συστεγαζόντουσαν με την υπηρεσία του Β΄ Αστυνομικού Τμήματος σε ένα παλαιό διώροφο κτίριο της οδού Θερμοπυλών και κοντά στη Μαιευτική κλινική του Τσαγκάρη και αναφέρω τον Τσαγκάρη, γιατί έχω τους …λόγους μου που και οι καλοί μου αναγνώστες θα διαπιστώσουν.

Μέσα στην Πόλη και σε διάφορα σημεία αυτής ήταν διασκορπισμένες οι άλλες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα: η Ανωτέρα Διοίκηση, η Διοίκηση Χωροφυλακής, το Α’ Αστυνομικό Τμήμα, το Τμήμα Ασφαλείας και νομίζω η υπηρεσία Μεταγωγών, οι άνδρες των οποίων υπηρεσιών κάποια μέρα κυριολεκτικά «ταρακουνήθηκαν», έτρεχαν και «δεν έφταναν» που λέει ο λόγος.

Η προσφορά υπηρεσιών και ανάλογα του πόστου του καθενός μας σε μάχιμες και επιτελικές υπηρεσίες έβαινε καλώς ,τουλάχιστον εγώ αυτό θυμάμαι για την Υποδιοίκηση στην οποία υπηρετούσα και υπαγόντουσαν οι πέριξ της πόλεως Λαμίας Αστυνομικοί Σταθμοί: Ανθήλης, Μοσχοχωρίου, Κόμματος, Λουτρών Θερμοπυλών, Οίτης, Δίβρης, καθώς και τα Φυλάκια Ελευθεροχωρίου και Δραχμάν Αγά.

Για την ιστορία αναφέρω πως οι κατά καιρούς υπηρετούντες σε εκείνα τα φυλάκια υπαξιωματικοί και χωροφύλακες, παρά του ότι δεν είχαν πολύ δουλειά να διεκπεραιώσουν, ερχόντουσαν σε επαφή με πολλούς ανθρώπους τους ποίους γνώριζαν και μπορώ να πω ότι πολλοί εξ αυτών των ανδρών στάθηκαν τυχεροί, με εκείνη τη γνωριμία. Θυμάμαι πως ένας συνάδελφος από χωροφύλακας με τις πενταροδεκάρες που έπαιρνε ως μισθό με μια τέτοια στιγμιαία γνωριμία άλλαξε η ζωή του, αφού παράφορα τον ερωτεύτηκε η αγαπημένη θυγατέρα ενός πλοιοκτήτη.

Ενας άλλος επίσης συνάδελφος από «κλητήρας» έγινε… «Δήμαρχος», επειδή και εκείνος εκτός από την ερωτευμένη θυγατέρα ενός γαιοκτήμονα που «φορτώθηκε» στην πλάτη του, έγινε και το αφεντικό σε εκατοντάδες στρέμματα βαμβακοκαλλιεργειών, πλέον δύο μεγάλων για τότε ξενοδοχειακών μονάδων, ιδιοκτησίας των γονιών της πολύφερνης συζύγου του.

Εκείνα τα «τυχερά» φυλάκια βρισκόντουσαν σε θέλεις κλειδιά .Το μεν Ελευθεροχωρίου ήταν στο όρος Οίτη (Χάνι Καρανάσιου στις στροφές Μπράλου) το δε άλλο στο όρος Ορθρυς (Χάνι Δραχμάν Αγά) και πάνω στον παλιό δρόμο Θεσσαλονίκης – Αθηνών, μέσω Δομοκού και Μπράλου, Δεν υπήρχε τότε η λεωφόρος Καμένων Βούρλων, στάσεις τροχοφόρων στου Λεβέντη και φυσικά ήταν ανύπαρκτος ο δρόμος στο πέταλο του Μαλιακού Κόλπου στο οποίο πολλοί συνάνθρωποί μας έχουν δυστυχώς αφήσει την τελευταία τους πνοή ανάμεσα σε άμορφες μάζες σιδηρικών.

Τα χιλιάδες-και τότε- από τα δύο Χάνια σε καθημερινή βάση διερχόμενα αυτοκίνητα των οποίων οι επιβάτες σταματούσαν για καφέ και οι σε στενούς, κακοτράχαλους και επικίνδυνους δρόμους προσεκτικοί οδηγοί για λίγη ξεκούραση, τα εκεί αστυνομικά όργανα είχαν ως αποτέλεσμα να γνωρίζονται με αυτόν τον κόσμο και πολλές φορές να προκύπτουν ευχάριστες καταστάσεις. Πόλεμος λοιπόν μεταξύ των ανδρών ακόμη και με πολιτικές παρεμβάσεις ιδιαίτερα για αγάμους που ήθελαν την εκεί τοποθέτησή τους.

Αναφέρθηκα στα φυλάκια επειδή κάποια μέρα ένα όργανο που υπηρετούσε στο Δραχμάν Αγά και για λίγες μέρες δι’ υπηρεσιακούς λόγους έπρεπε να βρίσκεται μέσα στη Λαμία, έβαλε «λυτούς και δεμένους» προκειμένου να πετύχει την διακοπή εκείνης της ολιγοήμερης απόσπασής του, στην πόλη της Λαμίας. Ας μπω όμως στο κυρίως θέμα το οποίο έχει σχέση τόσο με τον τίτλο αυτού του κειμένου όσο και με τα όσα μέχρι τώρα έγραψα.

Στην Λαμία, κοντά στην Πλατεία Λαού και σε ένα δρόμο πλάτους περίπου πέντε μέτρων, νομίζω ονομάζεται Καλύβα Μπακογιάννη (λέγεται πως το Διάκο τον σούβλισαν έναντι μιας καλύβας που έμεινε ένα γεροντάκι ονόματι Μπακογιάννης, γι’ αυτό και ο δρόμος πήρε το όνομά του).

Εκεί λοιπόν στο δρόμο αυτό που βρίσκεται το κενοτάφιο του Ήρωα της Επαναστάσεως του 1821 Θανάση Διάκου και που ενώνει τις δύο πλατείες Λαού και Πάρκου, στο μέσον αυτού του δρόμου λειτουργούσε ένα κατάστημα ρολογιών. Ανήκε στον ΑΣΤΡΑΚΑ, ένα πανέξυπνο έμπορο και καλοσυνάτο Λαμιώτη, ο οποίος με δόσεις είχε εφοδιάσει χιλιάδες κόσμο με ρολόγια ΑΣΤΡΑΚΑ. Όποια ώρα και αν άκουγες ραδιόφωνο-δεν υπήρχαν τα χαζοκούτια των TV- πρώτη και καλύτερη η διαφήμιση, κάπως έτσι.

«ΡΟΛΟΓΙΑ ΑΣΤΡΑΚΑ, ΟΛΑ ΜΕ ΔΟΣΕΙΣ, ΤΡΕΞΤΕ ΓΙΑΤΙ ΕΞΑΝΤΛΟΥΝΤΑΙ, ΛΙΓΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝ, ΜΗ ΧΑΝΕΤΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ. ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΑΣ Ο ΑΣΤΡΑΚΑΣ, ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ»!

Και ο κόσμος μικροί – μεγάλοι, προκειμένου να κάνουν πιο όμορφο τον καρπό του χεριού τους έτρεχε να προλάβει τα ρολόγια ΑΣΤΡΑΚΑ μήπως και «εξαντληθούν»!

Θυμάμαι οι περισσότεροι των συναδέλφων μου, μέσα σε αυτούς πρώτος και καλύτερος εγώ -μια που αυτά ήταν με δόσεις- φορούσαμε τέτοιο ρολόι, κάνοντας το χέρι μας πιο όμορφο, κατά τα λεγόμενα του ΑΣΤΡΑΚΑ. Και για να βλέπουν την ομορφιά του χεριού μας οι όποιοι γνωστοί ή ξένοι μας πλησίαζαν, όλο την ώρα κοιτάζαμε.

Και εκεί που όλα ήταν ήσυχα και τα ρολόγια ΑΣΤΡΑΚΑ παρά την «εξάντλησή» τους(όπως έλεγε η διαφήμιση)συνεχώς οι βιτρίνες του καταστήματος γέμιζαν με νέες παραγγελίες για να αισθάνεται όμορφα και ο καλός επαγγελματίας που είχε βρει την χρυσή πηγή, ένα πρωινό όλος ο κόσμος μάθαινε τι είχε γίνει εκείνη τη νύκτα.

Η βιτρίνα του καταστήματος ΑΣΤΡΑΚΑ είχε γίνει κομμάτια. Ολα τα ρολόγια είχαν κάνει φτερά. Οι κλειδαριές είχαν εξαφανιστεί, η τζαμαρία σε μικρά κομμάτια βρισκόταν διασκορπισμένη στο δρόμο και στο εσωτερικό του καταστήματος, ο δε Αστρακάς παρ’ ολίγο να πάθει εγκεφαλικό ο άνθρωπος. Ανάστατη η Αστυνομία και πιο πολύ το Τμήμα Ασφαλείας και ο Διοικητής αυτού Μοίραρχος Τσάντης Πέτρος, ένας πανέξυπνος άνθρωπος και πετυχημένος στη δουλειά του αστυνομικός.

Για μέρες ο κόσμος την κουβέντα του Αστρακά είχε στα χείλη του. Και επειδή η δύναμη του τμήματος ασφαλείας βρισκόταν σε μικρό αριθμό ενισχύθηκε και από άλλους συναδέλφους διαφόρων υπηρεσιών. Εμείς από την δική μας υπηρεσία στείλαμε κάπου πέντε άνδρες τους οποίους πήραμε από τους Σταθμούς ΑΝΘΗΛΗΣ, ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΟΥ και Φυλάκιο ΔΡΑΧΜΑΝ ΑΓΑ.

Οι μέρες όμως περνούσαν και οι διαρρήκτες παρέμειναν ασύλληπτοι προς μεγάλη στενοχώρια Αστρακά και Αστυνομικών Αρχών, μπορώ δε να πω και όλων των κατοίκων της Λαμίας επειδή και εκείνοι είχαν δεθεί με τους λεπτοδείκτες των ρολογιών του συμπαθούς εκείνου επαγγελματία ο οποίος μέσα σε λίγη ώρα είχε σχεδόν καταστραφεί, χάνοντας ολόκληρη περιουσία.

Πλησίαζε μεσημέρι όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του γραφείου μου και μπαίνει σ’ αυτό ένας γεροδεμένος άνδρας με μια βαριά φωνή.

-Καλημέρα παιδιά ο Διοικητή σας δεν είναι εδώ, γιατί δεν είναι στο γραφείο του.

-Καλημέρα γιατρέ, όχι εδώ είναι αλλά κάπου θα έχει πάει, καθίστε.

-Εσύ που ξέρεις ότι είμαι γιατρός;

Γέλασα και…

-Πως δεν σας ξέρω αφού στην κλινική σας γέννησε η γυναίκα μου.

Εσκασε στα γέλια και κάθισε κοντά μου. Ηταν ο Μαιευτήρας Τσαγκάρης, ένας πασίγνωστος άνθρωπος που χιλιάδες παιδιά είχε πρώτος κρατήσει στα δικά του χέρια.

Τον κέρασα καφέ και περίμενε τον Διοικητή μας, τον Μοίραρχο Αλεξόπουλο Κωνσταντίνο.

-Εγώ μπορώ να σας εξυπηρετήσω γιατρέ μου;

-Δεν νομίζω αλλά θα σου πω τι θέλω. Πριν λίγες μέρες φέρατε από το Φυλάκιο ΔΡΑΧΜΑΝ ΑΓΑ τον χωροφύλακα τάδε. Αυτό το παιδί πρέπει να επιστρέψει στη θέση του γιατί εκεί σε κάποιο μικρό σπιτάκι κοντά στο φυλάκιο έχει φέρει και τη μάνα του η οποία τώρα υποφέρει ακόμη και από το φαγητό μια που λείπει ο γιός της και είναι μόνη της, δεν έχει βλέπεις και άλλα παιδιά να πάει να μείνει.

-Ναι είναι αλήθεια γιατρέ δεν μπορώ να κάνω τίποτε επειδή τον έχουμε στείλει για ενίσχυση στο Τμήμα Ασφαλείας και εκτελεί εκεί υπηρεσία.

-Καλά αν δεν ενοχλώ θα περιμένω το Μοίραρχο. Και μια που δεν ενοχλούσε ο καλός μας γιατρός, περίμενε τον Αλεξόπουλο.

Δεν άργησε να έρθει ο Διοικητής μας και έκανε τόση χαρά που είδε το γιατρό ο οποίος του είπε τι ήθελε.

-Πάρε τηλέφωνο τον υπενωμοτάρχη και να στείλει αύριο το πρωί ένα χωροφύλακά εδώ και εσύ, όταν έρθει, να τον στείλεις στο τμήμα Ασφαλείας σε αντικατάσταση του «τάδε» ο οποίος θα επιστρέψει στη θέση του και κοντά στη μάνα του, που κάθεται μόνη της μέσα στο Βουνό.

-Μάλιστα κ. Μοίραρχε. Και πήρα τηλέφωνο τον Υπενωμοτάρχη και του μεταβίβασα την προφορική διαταγή του προϊσταμένου μας και εκείνος δεν άργησε να μου πει το όνομα του χωροφύλακα που την άλλη μέρα θα ερχόταν σε αντικατάσταση του συναδέλφου του.

Ο προστατευόμενος του Μαιευτήρα Τσαγκάρη γύρισε στη θέση του στο ΔΡΑΧΜΑΝ ΑΓΑ και κοντά στη μάνα του, που όμως δεν ήταν εκεί και ούτε είχε ποτέ πάει στο Φυλάκιο στο οποίο υπηρετούσε ο γιός της.

Εκείνος ο πανέξυπνος Χωροφύλακας που ήθελε να επιστρέψει στο ΔΡΑΧΜΑΝ ΑΓΑ χρησιμοποίησε τον γιατρό Τσαγκάρη επειδή είχε μάθει ότι ήταν φίλος του Αλεξόπουλου, του είπε ένα ψεματάκι για τη δήθεν μάνα του που «υποφέρει μόνη της τόσες μέρες» και πέτυχε το σκοπό του. Γιατί το έκανε; Το έκανε γιατί φοβόταν ότι θα χάσει τα ίχνη της κοπέλας που γλυκοκοίταζε όταν κάθε τόσο εκείνη περνούσε με τον πατέρα της από το Χάνι και βλέποντάς την ένοιωθε μια αναστάτωση σύγκορμη και πέρα από αυτή άκουγε στο στήθος του και κάποιους ακαθόριστους καρδιακούς παλμούς.

Για την ιστορία: εγώ προσωπικά με τον καλό μας προϊστάμενο Αλεξόπουλο, το γιατρό Τσαγκάρη και τη Γερμανίδα σύζυγό του, αργότερα βρεθήκαμε στο γάμο εκείνων των παιδιών. Αετός ο Χωροφύλακας , πανέξυπνη και η χαμηλοβλεπούσα κοπελιά που κάθε τόσο περνούσε από το Χάνι με τον πατέρα της στον οποίο παρ ολίγο να του έρθει ταμπλάς, όταν κατάλαβε ότι η κόρη του «σαν τρελή και παλαβή», έκανε για το ομορφόπαιδο.

Πολλές οι αρνητικές του αντιδράσεις, αλλά ο Αετός είχε με το μέρος του τη στήριξη της χαμηλοβλεπούσας και του γιατρού Τσαγκάρη που έπεισε τον σκληρό τότε γονιό να πει το Ναι του. Και ήταν μόνο στις αρχές σκληρός γιατί αργότερα αγάπησε τον Αετό χωροφύλακα με την ίδια αγάπη που ένοιωθε για την κόρη του.

Κάποιο πρωινό παίρνουμε μια προφορική διαταγή του Ανωτέρου μας Διοικητού προκειμένου να συγκεντρωθεί όλη η διαθέσιμη δύναμη στη μεγάλη αίθουσα του αστυνομικού εστιατορίου(δεν υπήρχε άλλη) για να μας μιλήσει.

Γεμάτη η αίθουσα από Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Χωροφύλακες όλων των υπηρεσιών. Νάσου και ο Συνταγματάρχης. Ψηλός, ωραίος μέσα στη στολή του και με αυστηρό ύφος μας έψαλε τον αναβαλλόμενο, εξ αιτίας της μη σύλληψης των διαρρηκτών του καταστήματος ΑΣΤΡΑΚΑ.

Μας κοίταζε όλους αυστηρά οι πιο αυστηρές όμως ματιές του έπεφταν στον, με πολιτική περιβολή Διοικητή Ασφαλείας, Πέτρο Τσάντη.

Είπε, είπε, είπε ούτε θυμάμαι και εγώ πόσα μας έψαλε ότι «δεν κάνουμε τίποτε» και πρέπει να αξιοποιήσουμε όλοι και όχι μόνο οι άνδρες του τμήματος Ασφαλείας, κάθε μας πληροφορία από τις γνωριμίες που έχουμε , μήπως και πιαστούν αυτοί που « κυριολεκτικά μας ξευτέλισαν τόσες μέρες τώρα».

Ετοιμάστηκε να φύγει, κάποιος διέταξε προσοχή και στην προσπάθειά μας να σταθούμε προσοχή «αναποδογυρίσαμε» πολλές καρέκλες.

Προχωρώντας για την έξοδο γύρισε απότομα το κεφάλι του και αυστηρά κοίταζε τον Τσάντη στα μάτια.

-Κύριε Τσάντη.

Σε στάση προσοχής ο Διοικητής Ασφαλείας απάντησε.

-Διατάξτε κ. Ανώτερε.

– Να μη διαλυθείτε αμέσως, αλλά να φύγεις πρώτα μόνος σου.

-Μάλιστα κ. Ανώτερε

-Θα μεταβείς εδώ κοντά στον Ορχο αυτοκινήτων.

-Μάλιστα κ. Ανώτερε

-Θα τους πεις να σου δώσουν ένα μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο.

-Μάλιστα κ. Ανώτερε.

-Θα διατάξεις τον οδηγό να φέρει το αυτοκίνητο εδώ που είναι οι άνδρες συγκεντρωμένοι.

-Μάλιστα κ. Ανώτερε.

-Θα μπείτε όλοι στην καρότσα του αυτοκινήτου και εσύ θα καθίσεις στη θέση του συνοδηγού

-Μάλιστα κ. Ανώτερε.

-Θα πάρετε το δρόμο της Στυλίδας και θα πάτε στην Αγία Μαρίνα (χώρος παραθαλάσσιος, λέω εγώ).

-Μάλιστα κ. Ανώτερε

-Και θα πέσετε όλοι στη θάλασσα να πνιγείτε γιατί είστε άχρηστοι.

-Κόκαλο ο Τσάντης, χάθηκαν μονομιάς όλα του τα «Μάλιστα κ. Ανώτερε» και κοίταζε τον Ανώτερο αποσβολωμένος, όπως τον κοιτάζαμε όλοι μας, ενώ εκείνος περισσότερο αυστηρός, μας γύρισε την πλάτη και έφυγε.

Ύστερα από δυο περίπου μήνες στη Θεσσαλονίκη συνέλαβαν τους δράστες εκείνης της διάρρηξης και πριν συλληφθούν με τις έρευνες που γινόντουσαν στη Λαμία σε κάποια γωνιά του κενοτάφιου του Θανάση Διάκου είχαν βρεθεί σπασμένες οι κλειδαριές του καταστήματος ΑΣΤΡΑΚΑ. Εκείνο το ατυχές ξέσπασμα του Ανωτέρου Διοικητού είχε και συνέχεια.

Τα μεταξύ μας κουτσομπολιά έλεγαν πως ο Τσάντης ο οποίος πράγματι ήταν ένας έξυπνος και δραστήριος Αξιωματικός με πολλές αστυνομικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, αλλά και άλλοι συνάδελφοί του, κυριολεκτικά τα έβαλαν με τον Συνταγματάρχη (Α) προσφεύγοντας στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και στο Αρχηγείο της Χωροφυλακής από τις οποίες υπηρεσίες ζητούσαν δικαίωση.

Θυμάμαι πως και ο Συνταγματάρχης (Α), Ανώτερος Διοικητής Στερεάς Ελλάδος ήταν ένας πολύ καλός Αξιωματικός και άνθρωπος, αυτά του όμως τα χαρίσματα τα είχε μόνο όταν ήταν στις καλές του. Με τα «μπουρίνια του» και πάνω στα νεύρα του άνοιγε μια «πιλοτή» και η μπόρα της έπαιρνε μπροστά δικαίους και αδίκους. Βέβαια μετά την καταιγίδα ερχόταν η γαλήνη και το μετάνιωνε, ήταν όμως αργά.

Οι κακές γλώσσες πολλά έλεγαν ότι συνέβαιναν, εγώ όμως ήμουνα ο τελευταίος τροχός της υπηρεσιακής άμαξας και μέσες «άκρες λύπες» μάθαινα από αυτά που οι μεγάλοι σε βαθμό γνώριζαν χωρίς να λένε τίποτε στους μικρούς. Ως εκ τούτου τα όσα θυμάμαι εξιστόρησα και αυτό όχι τίποτε άλλο αλλά να έτσι απλά, για να περάσω την ώρα μου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου