ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Γ Ελληνική Δημοκρατία και ο Μοντεσκιέ

η-γ-ελληνική-δημοκρατία-και-ο-μοντεσκι-399012

Γράφει ο Χάρης Δημητρίου, Πληρεξούσιου Υπουργού Α’ επί τιμή

O Μοντεσκιέ (Montesquieu) είναι Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, στις ιδέες τού οποίου κυρίως στηρίζεται η αρχή τής διάκρισης των εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική), που αποτελεί το βάθρο όλων των σύγχρονων δημοκρατικών καθεστώτων. Το πλήρες όνομά του είναι Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρώνος τού Μπρεντ και του Μοντεσκιέ και έζησε από το 1689 μέχρι το 1755.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, σε ένα δημοκρατικό κράτος οι τρεις αυτές εξουσίες πρέπει να είναι διακριτές και ανεξάρτητες, ώστε να αντισταθμίζει η μια την άλλη και έτσι μέσα από την ισορροπία αυτή να αποφεύγεται η κατάχρηση εξουσίας σε βάρος των πολιτών.

Στη χώρα μας οι εξουσίες αυτές είναι πράγματι διακριτές. Είναι όμως και ανεξάρτητες; Και αν όχι, πόσο αυτό επηρεάζει τη λειτουργία τού πολιτεύματός μας; Αρχίζοντας από τη Νομοθετική εξουσία, την οποία θεωρώ ως τη σημαντικότερη όλων, αφού από αυτή πηγάζουν οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία τού κράτους και ρυθμίζουν τις σχέσεις κράτους – πολιτών και των πολιτών μεταξύ τους, είναι γεγονός ότι οι βουλευτές χαίρουν πράγματι προνομίων που τους επιτρέπουν καταρχήν να λειτουργούν ανεξάρτητα, δηλαδή υψηλότατες απολαβές, πλήρη ελευθερία έκφρασης γνώμης και απόλυτη νομική προστασία. Δυστυχώς, τα μοναδικά αυτά προνόμια σε συνδυασμό με τη μονοπώληση τής υπουργικής εξουσίας, μετέτρεψαν τη Βουλή σε ένα είδος μοντέρνου Far West, που με τη συνενοχή των κομματικών ηγεσιών γέμισε από τυχάρπαστους πολιτικούς, χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις τής νομοθετικής εργασίας, κύριος στόχος των οποίων είναι να πλουτίσουν. Οι λίγες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν απλά τον κανόνα.

Από την άλλη, η Εκτελεστική εξουσία, δηλαδή οι υπουργοί και η υπό αυτούς Διοίκηση, τελούν στη χώρα μας υπό ιδιόρρυθμο καθεστώς. Οι υπουργοί, όντας σχεδόν πάντοτε και βουλευτές, “πατούν σε δυο βάρκες”, δηλαδή είναι ταυτόχρονα ελεγκτές και ελεγχόμενοι και μοιραία παρασύρουν στη σύγχυση και τους δημοσίους υπαλλήλους. Θυμάμαι ένα περιστατικό με τον σημερινό πρόεδρο των ΑΝ.ΕΛ κ.Π.Καμμένο όταν ήμουν πρέσβης τής χώρας μας στην Ουκρανία, εκείνος δε είχε έλθει να μετάσχει σε κάποια διάσκεψη με την τότε ιδιότητά του ως πρόεδρος μιας επιτροπής τής Βουλής. Είχε θυμώσει μαζί μου με αφορμή ένα ασήμαντο όσο και γελοίο θέμα και όταν συναντηθήκαμε μού είπε οργισμένα: “Μα δεν γνωρίζετε ότι είμαι προϊστάμενός σας;”. Μην έχοντας καταλάβει τι θέλει να πει, τον ρώτησα τι εννοεί. Και εκείνος πολύ φυσικά μού είπε: “Είμαι πρόεδρος τής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων τής Βουλής!”. Του απάντησα ότι προφανώς συγχέει τη Νομοθετική με την Εκτελεστική εξουσία, αλλά δεν νομίζω ότι κατάλαβε. Και πάντως πόσοι δημόσιοι υπάλληλοι τολμούν να υπενθυμίζουν σε έναν υπουργό την αρχή αυτή;

Η λανθασμένη όσο και επικίνδυνη αυτή αντίληψη, που επικρατεί μεταξύ βουλευτών και που πολύ εύγλωττα φάνηκε στο επεισόδιο τής κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου με τον Αστυνομικό Διευθυντή, έχει επηρεάσει την κρίση των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι αντί να βασίζουν τις εισηγήσεις τους σε αυτό που θεωρούν σωστό από τη δική τους υπηρεσιακή σκοπιά, προσπαθούν να είναι ευχάριστοι στον βουλευτή-υπουργό, μοναδικό μέλημα τού οποίου είναι να προτείνει στη Βουλή μέτρα αρεστά στο κόμμα και τους συναδέλφους του τού ίδιου κόμματος. Εάν κάποιος υπάλληλος επιμένει να εισηγείται “μη αρεστά” μέτρα απομακρύνεται ή περιθωριοποιείται. Άλλες φορές πάλι ο υπουργός γεμίζει το γραφείο του με “ειδικούς συμβούλους”, καθήκον των οποίων είναι να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσιακές προτάσεις προς τη Βουλή δεν θα δυσαρεστήσουν το κόμμα. Αυτό οδηγεί με τη σειρά της την Αντιπολίτευση να λέει μονίμως “όχι” σε κάθε πρόταση των κυβερνητικών υπουργών.

Πρόσθετο στοιχείο υπονομευτικό τής αρχής τής διάκρισης των εξουσιών είναι εξάλλου και η μεγάλη ισχύς των κομματικών οργάνων επί των βουλευτών και των υπουργών κάθε κόμματος. Τα κόμματα είναι βέβαια σημαντικός θεσμός των δημοκρατικών καθεστώτων, εφόσον όμως λειτουργούν ως ομάδα πίεσης, ανάλογη των διαφόρων οργανώσεων ή συντεχνιών. Στη χώρα μας – και πάλι δυστυχώς – τα κόμματα είναι πανίσχυρα και συχνά επιβάλλουν τη θέλησή τους στη Νομοθετική όσο και στην Εκτελεστική εξουσία . Στην πρώτη, το φαινόμενο είναι γνωστό με τον όρο “κομματική πειθαρχία”, η οποία αναιρεί στην πράξη την αρχή τής ανεξαρτησίας γνώμης των βουλευτών, ενώ στη δεύτερη η παρέμβαση γίνεται μέσω των κομματικών “συμβούλων”, οι οποίοι, όπως προανέφερα, πλαισιώνουν τους υπουργούς, αποτρέποντας τη Διοίκηση από το να περάσει τις δικές της προτάσεις και ιδέες που μπορεί να μην είναι σύμφωνες με την κομματική γραμμή.

Οπως προκύπτει από τα παραπάνω, που στηρίζονται σε προσωπική εμπειρία 35 χρόνων, κοινός παρονομαστής των στρεβλώσεων αυτών τόσο στη Νομοθετική όσο και στην Εκτελεστική εξουσία είναι η δυνατότητα που παρέχει το σύνταγμά μας να γίνεται ένας βουλευτής υπουργός χωρίς να χάνει την βουλευτική του ιδιότητα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σε πολλά κράτη οι ιδιότητες βουλευτή και υπουργού είναι ασυμβίβαστες, αλλά και ο λόγος για τον οποίο το κομματικό κατεστημένο τής χώρας μας αρνείται πεισματικά να αλλάξει το καθεστώς αυτό.

Οσον αφορά, τέλος, τη Δικαστική εξουσία, η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη. Παρόλον ότι στις υψηλές βαθμίδες των μεγάλων δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο τής Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο) η επιρροή τής Κυβέρνησης είναι αναμφισβήτητη, αφού αυτή αποφασίζει για την ανάδειξη των προέδρων, οι δικαστές είναι κατά γενική ομολογία και παρά κάποιες εξαιρέσεις ανεξάρτητοι και ανεπηρέαστοι. Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι οι άλλες δυο εξουσίες δεν έχουν την πρακτική δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε κάθε δικαστική υπόθεση, αλλά και στην παράδοση δικαστικής ανεξαρτησίας που δημιουργήθηκε συν τω χρόνω και ενισχύθηκε με την εξομοίωση των αποδοχών των δικαστών με αυτές των βουλευτών.

Το συμπέρασμα είναι ότι στη χώρα μας κατά την Γ’ Δημοκρατία η αρχή τής διάκρισης των εξουσιών έχει υποστεί σημαντική στρέβλωση υπέρ της Νομοθετικής, η οποία μέσω των υψηλών αποδοχών των μελών της, της αυτοτέλειας τού προϋπολογισμού τής Βουλής και χάρις στην πλήρη ασυλία των βουλευτών για πράξεις και παραλείψεις πάσης φύσεως, κυρίως όμως χάρις στην πρακτική να μονοπωλούν τη υπουργική εξουσία, έχει κυριαρχήσει επί των δυο άλλων.

Συνεπώς εάν ο Μοντεσκιέ ζούσε στην εποχή μας και μάθαινε τι ισχύει στην Ελλάδα, σίγουρα δεν θα αυτοκτονούσε από απελπισία, ίσως όμως να πάθαινε πολλαπλά εγκεφαλικά.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου