ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μην καεί το κούτσουρο για πάντα

μην-καεί-το-κούτσουρο-για-πάντα-407109

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος (ούτε και θα υπάρξει) που, απ’ την πρώτη στιγμή που γεννιέται, να μην τον αγγίξει η δυστυχία. Ακόμα και οι πολύ μεγάλοι, με τις πιο μεγάλες δυστυχίες ζούνε (Ηρόδοτος). Η ψυχική κατάσταση εκείνων που τους βρήκαν συμφορές, δε σηκώνει από παχιά λόγια και υποδείξεις, αλλά έχει ανάγκη από κατανόηση και παρηγοριά (Πλούταρχος).

Προσπάθησε λοιπόν να κρύβεις τη δυστυχία σου, για να μην προκαλείς την ευχαρίστηση στους εχθρούς σου (Περίανδρος). Οι δυστυχισμένοι εύκολα μπορούν να γλιτώσουν απ’ τη δυστυχία (Αισχύλος). Δυστυχισμένος είναι αυτός που, ενώ έχει πολλά χρήματα, παρόλα αυτά βαρυγκωμάει. Οι δε μωροί βάζουν μυαλό, μόνο αν δυστυχήσουν (Δημόκριτος). Υπάρχει πάντα κάποιος περισσότερο δυστυχισμένος από σένα (Αίσωπος). Κανένας από τους θνητούς δεν είναι ευτυχισμένος (Σόλων). Εκείνον που δυστυχεί, ακόμα και οι δίκαιοι του κάνουν κακό (Σωκράτης). Δεν υπάρχει τίποτε πιο δύσκολο από το να κατευθύνεις έναν άνθρωπο που ευτυχεί, ενώ είναι πάρα πολύ εύκολο να επιβληθείς σε άνθρωπο που ατύχησε (Πλούταρχος). Αν τύχει και βρεθείς μες στη δυστυχία, θυμήσου τη ρήση του Ευριπίδη που λέει ότι δεν υπάρχει άνθρωπος ολοκληρωτικά ευτυχισμένος. Και η ψυχή σου θα ελαφρώσει. Υστερα, σκέψου ότι αποτελείς κι εσύ μέρος της μεγάλης μάζας του ανθρώπινου γένους (Φιλιππίδης).

Αγαπητοί μου φίλοι, όποιος κι αν είναι αυτός που δοκίμασε τη δυστυχία, γνωρίζει ότι, όταν μεγάλα κύματα συμφορών χτυπούν τους ανθρώπους, τότε οι άνθρωποι φοβούνται όλα τα πράγματα. Όταν, όμως, η τρικυμία της μοίρας μαλακώνει, πείθονται ότι η ίδια θεότητα θα σπρώξει σταθερά προς τα μπρος και το δικό τους σκάφος με ούριο άνεμο (Αισχύλος). Έχω κάτι σπασμένα φτερά.

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό (Κ. Καρυωτάκης). Γύρα μου ζητώ ένα χέρι, να με σφίξει, να το σφίξω. Άντρες και παιδιά και γέροι το τραβούν, ως τους αγγίξω (Κ. Βάρναλης). Κλειστοί Καιροί, κλειστοί περίκλειστοι, μακράν της θέας τ’ ουρανού, παρατημένοι σε ανέμους, θύελλες, χιόνια και θολούρες. Μάτην φωνούν οι αλέχτορες την εθισμένην ώρα: δεν ξεδιαλύνουν τα σκοτάδια, φως δεν έρχεται, κακές ειδήσεις φθάνουν (Π. Παπατσώνης). Όταν αρχίζεις να χάνεις τους φίλους, στο στόμα σου βουβαίνονται πια οι στεναγμοί.

Πόσο ήταν όμορφες όλες οι μέρες μου μαζί τους! Τώρα, ένα αγρίμι αιματοκυλιέται στους αγκαθωτούς θάμνους (Θ. Στραβέλης). Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας, κανείς δεν ξέρει να πει γιατί (Γ. Σεφέρης). Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου, λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ, – λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου, να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό (Ν. Λαπαθιώτης). Ο,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες, και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο, απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου (Γ. Ρίτσος).

Σιωπή μονάχα κι αδειασύνη κουρνιάζουν, λες και το νερό μέσα στο τρίσβαθο πηγάδι νά έχει στερέψει από καιρό (Κ. Ουράνης). Στον κόσμο που γεννήθηκα, τα χάνει κανείς όλα. Τις λέξεις τις τρώει ο καιρός και μέσα από τις λέξεις φαγώνονται τα μάτια, τα φιλιά, ακόμα κι η ανάγκη να υποφέρεις (Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ). Η ιστορία μας είναι αιώνια, μα εμείς ένα ελάχιστο κρατάμε, εφήμερες εικόνες του ύπνου μες στην αγρύπνια του Θεού. Κι όποιος γυρίζει σπίτι του, είναι νικημένος (Τ. Λειβαδίτης). Γιατί βασανιζόμαστε τόσο;

Το χρέος (όσο μεγάλο κι αν είναι) μπορούμε να το ξοφλήσουμε δουλεύοντας σκληρά και κάνοντας αυστηρές οικονομίες. Και θυσιάζοντας λίγη από την παχυδερμία μας. Και μη συνάπτοντας πια νέα δάνεια, που μας υποδουλώνουν. Ομως, μεγαλύτερο και δυσαναπλήρωτο θα παραμένει πάντα το μέγα χρέος να υπάρχουμε. Έτσι, για να τρεφόμαστε, μας φτάνει ένα καθαρό μέτωπο κι ένα λυχνάρι (που θα βάλουμε πάνω στη στέγη), για να ξαναβρούμε το σπίτι μας (Θωμάς Στραβέλης).

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου