ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Pacta sunt servanda;

pacta-sunt-servanda-441106

Γράφει ο Χάρης Δημητρίου, Πληρεξούσιος Υπουργός Α’ ε.τ.

Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια τα κόμματα, μαζί με τα ρουσφέτια των βουλευτών τους (όταν ήταν στην εξουσία) ή τον μονότονο καταγγελτικό τους λόγο για όλα (όταν ήταν στην αντιπολίτευση), κατάφεραν να διαστρεβλώσουν πολλές έννοιες καθημερινής χρήσης ή να υποβαθμίσουν τη σημασία βασικών αρχών στις σχέσεις τόσο μεταξύ κρατών όσο και τις ανθρώπινες. Υπερβολές, ψέματα, συκοφαντίες χρησιμοποιήθηκαν τόσο εύκολα και τόσο συχνά, που πλέον ο απλός άνθρωπος αμφιβάλλει για έννοιες που είχε διδαχθεί και αξίες που είχε μάθει να σέβεται.

Υπεύθυνοι βέβαια είναι βασικά οι βουλευτές, η πλειοψηφία των οποίων αντί να είναι υπόδειγμα ορθού λόγου και ευπρέπειας (τουλάχιστον όταν βγαίνουν στην τηλεόραση ή όταν βουλεύονται δημοσίως) ομιλεί και συμπεριφέρεται χυδαία. Αλλά υπεύθυνοι είναι και πολλοί δημοσιογράφοι που αγνοούν τον βασικό κανόνα τής δημοσιογραφίας, ότι δηλαδή οφείλουν να είναι ουδέτεροι και να μην λαμβάνουν θέση όταν συντονίζουν μια τηλεοπτική συζήτηση, αλλά ούτε καν μπορούν (ή μήπως δεν θέλουν;) να επιβάλουν έναν διάλογο χωρίς κραυγές, προσβολές και παράλληλη ομιλία, δίνοντας έτσι «μαθήματα» αγενούς συμπεριφοράς στους ακροατές τους.

Μέσα σε αυτή την πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική παρακμή τής χώρας μας, χάθηκαν όμως και κάποιες βασικές αρχές που ισχύουν εδώ και πολλούς αιώνες στις σχέσεις μεταξύ κρατών και που ισχύουν παγκοσμίως, εκτός – φαίνεται – τής χώρας μας. Αρχές που είναι θεμελιώδεις στις διεθνείς σχέσεις, κατοχυρωμένες στα σημαντικότερα διεθνή κείμενα και αδιαμφισβήτητες από όλα ανεξαιρέτως τα κράτη.

Μια από αυτές είναι η αρχή, γνωστή στους νομικούς με τον λατινικό όρο «pacta sunt servanda», δηλαδή «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται» (μια αρχή που βέβαια ισχύει κατ’ αναλογία και στο αστικό δίκαιο). Η αρχή αυτή, σε συνδυασμό με την αρχή τής συνέχειας των κρατών, επιβάλλει στις κυβερνήσεις να σέβονται ό,τι έχει συμφωνηθεί από τις προηγούμενες, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους διαφορές. Και ενώ η αρχή αυτή, χάρις στην προαιώνια εφαρμογή της, είναι αυτονόητη για όλα τα κράτη, μικρά ή μεγάλα, ανεπτυγμένα ή αναπτυσσόμενα, ο ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική του εκστρατεία δήλωνε απροκάλυπτα ότι όταν ανέλθει στην εξουσία θα την παραβιάσει, επιμένοντας ότι «…θα καταργήσει τα μνημόνια με ένα άρθρο»! Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αλλάξει όσα είχαν συμφωνηθεί από τις προηγούμενες, αλλά ότι για να το κάνει έπρεπε να τηρήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες, που και αυτές ήταν συμφωνημένες και συνεπώς εξίσου σεβαστές. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είχε κάθε δικαίωμα, αφού κλείσει το δεύτερο μνημόνιο με βάση τη συμφωνημένη διαδικασία, να επιδιώξει τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας που θα είχε ευνοϊκότερους όρους και θα άμβλυνε τα βάρη τής προηγούμενης.

Αυτά τα αυτονόητα, όμως, έπρεπε να συνοδευτούν από έναν ευπρεπή δημόσιο λόγο έναντι των εταίρων μας, οι οποίοι μάς δάνεισαν τεράστια ποσά με τους ευνοϊκότερους όρους παγκοσμίως (χωρίς να ξεχνούμε ότι από το 1981 μάς βοήθησαν με κολοσσιαία ποσά δωρεάν βοήθειας), όχι για την αποκατάσταση κάποιας φυσικής καταστροφής ή των συνεπειών κάποιου πολέμου, αλλά διότι αφρόνως όλοι μας (πολιτικοί και πολίτες) ξοδεύαμε επί 30 χρόνια περισσότερα από τα έσοδά μας, ενώ οι τράπεζες εξίσου αφρόνως μας δάνειζαν περισσότερο από τους διαθέσιμους πόρους τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λεγόμενοι «αντιμνημονιακοί» κύκλοι από την αρχή τής κρίσης αντί να στηλιτεύουν τις κομματικές «αμαρτίες» τού παρελθόντος, συνεργαζόμενοι όμως με τις εκλεγμένες (εξίσου δημοκρατικά με τη δική τους) κυβερνήσεις για τη λήψη μόνο των δίκαιων εκείνων μέτρων που δεν θα έθιγαν τα χαμηλότερα στρώματα, υιοθέτησαν διχαστικό λόγο που παρέπεμπε στον εμφύλιο πόλεμο. Tο χειρότερο όμως είναι ότι στοχοποίησαν συλλήβδην τους δανειστές μας και κυρίως τη Γερμανία, θυμίζοντάς της το ναζιστικό της παρελθόν και ανακινώντας το εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού χρέους.

Και εάν οι υπερβολές στο εσωτερικό είναι τόσο συχνές που κανένα πλέον δεν ενοχλούν, η πρωτοφανώς για τα διεθνή δεδομένα αγνώμων στοχοποίηση των εταίρων μας, σε συνδυασμό με την απειλή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ανέλθει στην εξουσία θα αθετήσει ακόμη και την παραπάνω αρχέγονη αρχή «pacta sunt servanda», μετέτρεψαν αμέσως τη νέα αριστερή κυβέρνηση τής χώρας μας σε «παρία» τής ευρωπαϊκής οικογένειας, αλλά και της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας. Διόλου περίεργο επομένως που οι εταίροι μας φάνηκαν τόσο αρνητικοί έναντι τής χώρας μας, συχνά σε υπερθετικό βαθμό, είναι αλήθεια. Αν ο κ. Τσίπρας είχε καταδεχθεί να συμβουλευθεί τους πολλούς έγκριτους διεθνολόγους που διαθέτει η χώρα μας, αλλά και το Υπουργείο Εξωτερικών, θα είχε μάθει ποιές είναι οι αρνητικές συνέπειες για τα κράτη που αθετούν θεμελιώδεις κανόνες τού διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πρακτικής και θα είχε αποφύγει την περιθωριοποίησή του. Θα του είχαν επίσης θυμίσει ότι στην αρχή αυτή βασίζεται η ίδια η ύπαρξη και λειτουργία τής Ευρ. Ενωσης.

Η ειρωνεία είναι ότι η απόφαση τού πρωθυπουργού να διακόψει τις διαπραγματεύσεις και να προκηρύξει δημοψήφισμα βασίστηκε στη δήθεν υπαναχώρησή των εταίρων μας από την «καταρχήν συμφωνία» επί της ελληνικής πρότασης! Δηλαδή ενώ εκείνος απειλούσε να καταγγείλει μονομερώς συμφωνίες που είχαν συναφθεί με βάση το διεθνές δίκαιο, αλλά και σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους τής χώρας μας, θεώρησε ότι η άρνηση των εταίρων μας να δεχθούν ένα κείμενο που ήταν ακόμη υπό διαπραγμάτευση συνιστούσε «τελεσίγραφο» και «εκβιασμό’!

Ας ελπίσουμε (τι άλλο μένει;) ότι στο μέλλον το παραπάνω πάθημα θα έχει γίνει μάθημα και ότι όποια κυβέρνηση προκύψει μετά το δημοψήφισμα θα διαπραγματευθεί με σύνεση και με τους κατάλληλους συμβούλους στο πλευρό της για να την προφυλάξουν από τα ολέθρια αυτά σφάλματα, εξαιτίας των οποίων η χώρα μας διέρχεται μια από τις πιο τραγικές στιγμές τής ιστορίας της.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου