ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν ~ Μ. Καραγάτσης

ο-συνταγματάρχης-λιάπκιν-μ-καραγάτση-485393

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Θεσσαλού μυθιστοριογράφου και διηγηματογράφου Μιχάλη Καραγάτση. Ο συγγραφέας γεννήθηκε στο Βόλο το 1908, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου για μερικά μόνο χρόνια. Πέθανε στην Αθήνα το 1960.

Οι ήρωές του είναι, κατά κανόνα, ξένοι, που έρχονται, ο καθένας για δικό του λόγο, να ζήσουν στην Ελλάδα. Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, από μακρινό βορεινό τόπο, αντικαθιστά τον Φόγκελ, έναν αγαθό Αυστριακό, που ανέλαβε τα υψηλά καθήκοντα Επιστάτη Σταύλου Επιβητόρων Ίππων, στην Αβερώβειο Γεωργική Σχολή Λάρισας, το 1914. Ο συνταγματάρχης άφησε πίσω του μία ολόκληρη Οκτωβριανή επανάσταση για να ριζώσει πια στην Ελλάδα. Αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες, τα πρώτα χρόνια, αλλά κατορθώνει να διατηρήσει το σθένος και την αξιοπρέπειά του, παρά το γεγονός ότι φέρει μέσα του μία βαρύτατη κληρονομιά και μία ταραγμένη ψυχή. Μία συγκινητική όαση, μέσα στη λαρισινή κοινωνία, είναι η Κατερίνα, που σκορπίζει γύρω του ένα φέγγος ανθρωπιάς. Στο τέλος, θα καταλήξει σε μία πικρή διαπίστωση: Ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος, το αλάτι, που τη ζωή πολύ τη νοστιμίζει.

Δοκιμάζοντας το ηλιόκαμα του Ελληνικού ουρανού, παρουσιάζεται στη Σχολή με στολή εκστρατείας συνταγματάρχη τού ποτέ ρωσικού Τσαρικού στρατού, αυτοπαρουσιάζεται στον Διευθυντή της ως απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων της Μόσχας, που πολέμησε τίμια κι απελπισμένα στην Ανατολική Πρωσία και στη Γαλλία, αποστρατεύτηκε κι ήρθε στην Ελλάδα να βγάλει το ψωμί του.

Αλλά ο ήρωας του Καραγάτση δεν αρκείται σ’ αυτό. Ερωτοτροπεί, κάνει εφήμερες γνωριμίες, κατανικώντας τη νοσταλγία της πατρίδας και του αξιώματός του και, τελικά, γνωρίζει και νυμφεύεται μία Καραγκούνα, την Κατερίνα Θωμά Τσιφτούλη, απ’ τον Παλαμά Καρδίτσας, που δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της μια τέτοια υλική ευτυχία, που ξεπερνούσε και τα πιο τρελά – και σβησμένα πια – όνειρά της.

Ο γάμος του Λιάπκιν έγινε στο μικρό σπιτάκι του συνοικισμού τής Φιλιππούπολης. Ηρθε ο παπάς της ενορίας, μ’ ένα παιδί για βοηθό και ψάλτη. Ο Λιάπκιν παρουσιάστηκε με μεγάλη στολή. Έλαμπε ολόκληρος από χρώματα, χρυσάφια και χαρά. Τώρα, πώς τα κατάφερε, ένας αριστοκράτης, τέως ανώτερος αξιωματικός, μορφωμένος, άνθρωπος του κόσμου, με θέση αξιόλογη και μισθό πρώτης τάξεως, που μπορούσε νά’ ναι πρώτος, τότε, μέσα στη λαρισινή κοινωνία, πώς τα κατάφερε να πάρει γυναίκα του μία Καραγκούνα, κι όχι μία νέα κοπέλα, από καλή οικογένεια και με προικούλα στρογγυλή, είναι δυσεξήγητο και δυσεπίσχετο.

Οι νιόπαντροι πηγαίνουν στον νυμφώνα τους. Από του νυν αρχίζει η νέα τους ζωή. Η νύφη είναι τσαχπίνα και μάγος ο γαμπρός. Γδύνεται, ξαπλώνει στο κρεβάτι, παίρνει το ξύπνιο μωρό απ’ την πλαϊνή κούνια και του δίνει τον πλούσιο μαστό της, να θηλάσει. Ο Λιάπκιν βγάζει το χιτώνιο και τις μπότες του, ανάβει τσιγάρο, κι ορθός, μπροστά στο παράθυρο, κοιτάει τον κάμπο της αυγής και δέχεται την καινούργια μέρα όπως όλες τις μέρες. Νιώθει την ψυχή του βαριά, το κορμί του άτονο και κουρασμένο. Γυρίζει και πλησιάζει στο κρεβάτι. Η Κατερίνα και το μωρό έχουν αποκοιμηθεί αγκαλιά. Την πρώτη νύχτα του γάμου του ήταν το μέλι πικρό. Φόρεσε τα παλιά καθημερινά ρούχα, βγήκε απ’ την κάμαρα νυχοπατώντας και πήγε στη δουλειά του. Δούλευε, όπως πάντα, σκληρά κι ακούραστα, ως το βράδυ.

Σαν σουρούπωνε, δίχως να περάσει απ’ το σπίτι του, έπαιρνε το δρόμο της ταβέρνας, όπου τον περίμεναν οι φίλοι του. Δεν πολυανακατευόταν στις ασούμπαλες κουβέντες τους. Μόνο έπινε σιωπηλός κι ανέκφραστος, σχεδόν αποκτηνωμένος. Στο σπίτι του, γύριζε αμίλητος, κοίταζε τη γυναίκα και τα παιδιά του με μάτι ψόφιο, γδυνόταν με αδέξιες χειρονομίες, έπεφτε μπρούμυτα στο κρεβάτι και βούλιαζε σε λήθαργο.

Ο καιρός περνούσε μονότονα μεταξύ σπιτιού και δουλειάς, ένιωθε, όμως, πως ζώντας στην Ελλάδα, ότι είναι πολίτης της Οικουμένης. Πρώτα, κατά το πιστεύω του, είναι κανείς πλήρης άνθρωπος, κι ύστερα οτιδήποτε άλλο. Πατρίδα του θα είναι πάντοτε εκείνο το κομμάτι της Οικουμένης, όπου θα βρει στερνό καταφύγιο η πιο ψηλή έκφραση της ανθρώπινης ιδιότητάς του: η ελευθερία.

Οσες στιγμές ήταν σκυμμένος πίνοντας, μακριά από κάθε άρωμα αγιότητας, ή, μάλλον βασανισμένος από τις τύψεις του, αγωνιζόταν να καταλάβει γιατί σκότωσε, δίχως λόγο κι αιτία, ένα σωρό ανθρώπους: την πρώτη του γυναίκα, το Γιαπωνέζο φαντάρο, το μικρό Ρώσο στρατιώτη, τον πρίγκιπα Μαλίτζιν… Αναστενάζει δίχως λυτρωμό. Σκοτεινά πλέγματα κατωτερότητας τον τυραννούν, και σπαράζει από φθόνο για τον πολιτισμό των άλλων.

Μα πιο πολύ φαίνεται να σπαράζει από τα φαντάσματα του παρελθόντος που τον κυνηγούν: πολιτιστικά, πολιτικά κι ανθρώπινα. Στην Ελλάδα, έζησε τη μεταβατική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας φτερουγίζει η δημιουργική μεγαλοφυΐα ενός Ντοστογιέφσκυ και την καταστροφική μεγαλοφυΐα ενός Λένιν.

Νύχτωσε. Σαν έμεινε κατάμονος, αναστέναξε με ανακούφιση. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, βγήκε στον κήπο και κάθισε κάτω απ’ την κληματαριά. Είχε πάρει, απ’ την κουζίνα μια μποτίλια ούζο. Ήπιε πεντέξι γερές γουλιές, ένιωσε καλύτερα. Η νύχτα είχε έρθει μαζί με το φεγγάρι. Αρπαξε ξανά τη μποτίλια και την άδειασε μονορούφι. Ζαλίστηκε. Έπεσε στο κρεβάτι και τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε ύστερα από μιαν ώρα. σε μια γωνιά είδε το πιστόλι, στο συρτάρι του κομοδίνου, το επικίνδυνο πράγμα, μα δεν πρόφτασε να το αλλάξει, γιατί χάθηκε απ’ τα μάτια του. κάπου τρύπωσε. Αναστέναξε ανακουφισμένος, σηκώθηκε με κόπο, γέμισε ένα νεροπότηρο ούζο απ’ την νταμιτζάνα και το ρούφηξε με διψασμένες γουλιές.

Γδύθηκε τα ρούχα της και ντύθηκε τη μεγάλη του στολή. Εσταξε τις επωμίδες, τα παράσημα. Κρέμασε το σπαθί, φόρεσε την παπάχα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της ντουλάπας. Βρήκε πως ήταν πολύ ωραίος και μεγαλοπρεπής. Αυτοθαυμάστηκε. Κι απέ, ένιωσε δίψα αβάσταχτη. Πήγε στην κουζίνα, να πιει λίγο ούζο. Καθώς γέμιζε το νεροπότηρο απ’ τη μπουκάλα, το χέρι του έτρεμε. Χύθηκε ένα σωρό ούζο στο τραπέζι. Γύρισε στην κάμαρα, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και ξανακοιτάχτηκε. Ναι, ήταν ωραίος μέσα στα χρυσάφια και τα παράσημα.

Βγήκε στον κήπο, στον αέρα, στον ανοιχτό ουρανό. Ήταν ανήσυχος. Δρασκέλισε την εξώπορτα και χάθηκε τρεχάτος, μες στη νύχτα. Στάθηκε λαχανιασμένος και κοίταξε γύρω. Οι παραισθήσεις του έζωναν. Έφτασε στην ακροποταμιά. Τώρα, δοκίμασε με προσοχή τις αισθήσεις του. δούλευαν καλά. Υπήρχε μονάχα ένας τρόπος σωτηρίας: Να συνεχίσει τη βαριά και θετική περπατησιά. Εκοψε ανάμεσα απ’ τα χωράφια. Έλαμπε ολόκληρος μέσα στο φως του φεγγαριού, καταστόλιστο με χρυσάφια και παράσημα. Κάποιο αηδόνι, μέσα στην καλοσύνη της φθινοπωρινής νύχτας, θυμήθηκε την άνοιξη, ξεγελάστηκε κι άρχισε το τραγούδι ερωτικό.

Ο συνταγματάρχης κόμης Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν γονάτισε στη νοτισμένη άμμο της ακροποταμιάς και, βγάζοντας την παπάχα του, την απόθεσε καταγής. Σταυροκοπήθηκε με κατάνυξη και προσευχήθηκε:

-Θεέ μου, δεν πιστεύω πια σε σένα. [Δεν πιστεύω ούτε και σε μένα]. Δεν πιστεύω πια σε τίποτα. Κι όμως προσεύχομαι. Γιατί απ’ την παλιά πίστη απομένει η θύμηση… Θεέ μου, συγχώρα τον αμαρτωλό.

Σηκώθηκε με δυσκολία κι ανάσανε ηδονικά τον πεντακάθαρο αγέρα της νύχτας. Ύστερα κοίταξε κατά τον Ολυμπο, που ορθωνόταν μεγαλοπρεπής μπροστά του. Κι έξαφνα ο Όλυμπος γίνηκε διάφανος, αχνός. Το διάστημα χάθηκε. Η στέπα της ρωσικής γης απλώθηκε απέραντη μπροστά στα μάτια του, κι αυτός στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε στρατιωτικά τη γη της φυλής του. Κι ύστερα, προχώρησε στο νερό του ποταμού. Μια ρουφήχτρα τον άρπαξε και τον έσυρε στο βάθος. Όταν ξαναβγήκε στον αφρό, ήταν νεκρός. Το ρέμα τον τραβούσε στο γοργό του δρόμο. Επλεε ανάσκελα. Στο Τζάγεζι, η θάλασσα τον δέχτηκε μ’ ανοιχτή αγκαλιά.

Στην Ανατολή, η καινούργια μέρα πρόβαλε μέσα σε ρόδινα χρώματα. Στο βάθος, ο Όλυμπος δείχνει το φωτεινό δρόμο της παντοδυναμίας των θεών. Στα χέρια τους, από τώρα και για πάντα, θα κρατούσε τον συνταγματάρχη Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν. Κι όταν ο γέρος ήλιος βασιλεύει, καινούργιος ήλιος βγαίνει. Κι όταν στα μαύρα χώματα πέφτει ο παππούς, ο εγγονός θα ρίχνει φύτρο, να φυτρώσει στη γη μας, να βγάλει άνθη να μυρίσουμε, στάρι χοντρό να φάμε.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου