ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Το ζευγάρωμα του ποιμνίου»

το-ζευγάρωμα-του-ποιμνίου-489282

Του Σεραφείμ Αθανασίου

«Ισύ πιδάκιμ, δεν πρόκειτι να «βαλς πουτές μυαλό»!, μου έλεγε η μάνα μου. Και πράγματι γέρασα και μυαλό «δεν έβαλα».

Αντί να ξεκουράζομαι στην ηλικία που βρίσκομαι, θυμάμαι και «ανακατεύω» τα όσα στα παλιά δικά μου χρόνια, συνέβαιναν, και θέλω, αυτά τα παλιά, να τα διηγούμαι σε φίλους και γνωστούς, ιδιαίτερα στο πολυπληθές αναγνωστικό κοινό του «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ». Νοερά πάμε τώρα μαζί σε εκείνα «τα παλιά» που εγώ θυμήθηκα και που έγιναν σε ένα μικρό ορεινό Χωριό του Ορους Καλλίδρομου, οι κάτοικοι του οποίου ζούσαν μια ήσυχη ζωή από πλευράς έννομης τάξης, με έντονη όμως δραστηριότητα στις αγροτικές απασχολήσεις ή την φύλαξη των γιδοπροβάτων τους.

Γεμάτα τα σπίτια πολυμελείς οικογένειες, οι δε πάμπολλοι πιτσιρικάδες με τα παιχνίδια και τις χαρούμενες φωνές τους, όταν ξυπόλυτοι έτρεχαν στις αλάνες και τις γειτονιές, έδιναν μια ευχάριστη ζωντανή νότα στην όλη ατμόσφαιρα εκείνου του φιλήσυχου χωριού.

Λίγα όπως είπα τα σπίτια και ασταμάτητη η αγροτική εργασία, από το πρωί μέχρι το σούρουπο. Και μια που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, η υπάρχουσα λάμπα πετρελαίου με το λιγοστό τρεμάμενο φως της, συνεπικουρούμενη με την καθημερινή κόπωση, ανάγκαζαν τους ανθρώπους της βιοπάλης να κοιμούνται νωρίς, χωρίς καμιά ψυχαγωγία και «ξέδομα», επειδή αυτά τα «ξεφαντώματα» ήταν τελείως άγνωστα, εκτός από τα κατά καιρούς γλέντια σε γάμους, βαφτίσια και πανηγύρια, στα οποία γινόταν το έλα να δεις.

Ανέμελη και ήσυχη περνούσε ο κόσμος τη ζωή του χωρίς να γνωρίζει «τρόικες» και «πακέτα στήριξης Δ.Ν.Τ.», τα οποία, την σήμερον ημέρα, μας έγιναν εφιάλτες που, ανεύθυνοι Λαοπλάνοι Πολιτικοί, μας φόρτωσαν στους ώμους μας, επειδή πιστέψαμε στα πολλά τους «ΘΑ», και ιδιαίτερα σε εκείνο το-ιστορικό πλέον-«λεφτά υπάρχουν», για να «φάνε και οι κότες», συμπληρώνω εγώ.

Στη συνέχεια, αφού πέτυχαν το σκοπό τους και κάποιοι επιτήδειοι είχαν αδειάσει το «μπεζαχτά» και δεν υπήρχε μία να «φάμε μαζί με τις κότες», μας φόρτωσαν για μια βόλτα με τον Τιτανικό, και φτάνοντας στο όμορφο Καστελόριζο, αντί να μας πάνε να προσκυνήσουμε στον τάφο της ΚΥΡΑΣ ΤΗΣ ΡΩ, όπως ονομάζουμε την Ηρωίδα γιαγιά όλων μας, Δέσποινα Αχλαδιώτη, τρομοκρατημένος ο Κυβερνήτης μας είπε ότι το πλοίο μπάζει νερά και για να μας σώσει έπρεπε να βουλώσει τρύπες και πάτους.

Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε- μας είπε ο Κυβερνήτης- να του δώσουμε αμέσως όχι μόνο το παλιάμπελο και το καλύβι μας, αλλά και το γέρικό μας βόδι. Και αφού μας το πήραν και αυτό έρχεται συχνά στο νου μας η σοφή παροιμία των προγόνων μας «Εκείνοι που μας χρώσταγαν, μας πήραν και το βόδι», για να ακολουθήσουν τα εφιαλτικά μας όνειρα με εκείνη την «ομορφόφατσα» του «φίλου μας» Σόιμπλε, να κουνάει στο γυαλί πάνω-κάτω, τον αριστερό του ώμο.

Ομως οι «βουνήσιοι» δεν είχαν εφιάλτες, «χόρταιναν» ύπνο και πολλές φορές ξύπναγαν στις μεταμεσονύκτιες ώρες. Και ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους περίμεναν μέσα στο θεοσκότεινο δωμάτιο να έρθει το ξημέρωμα της άλλης μέρας προκειμένου να αρχίσουν τις γεωργικές τους εργασίες ή με την γκλίτσα τους να «σαλαγήσουν» τα πρόβατά τους στη βοσκή.

Ε, μέχρις ότου έρθει το χάραμα, και μια που δεν τους έλλειπε ύπνος, με κάτι το σημαντικό έπρεπε να απασχοληθούν. Οι παππούδες με τις γιαγιές για παράδειγμα έλεγαν μεταξύ τους παλιές συγκινητικές ιστορίες, οι πιτσιρικάδες παρακαλούσαν το Θεό να ξημερώσει όσο γίνεται πιο γρήγορα για να συνεχίσουν το μισο-τελειωμένο παιχνίδι τους, τα, δε, νέα ανδρόγυνα αντάλλασσαν όρκους αγάπης και κολυμπώντας σε πελάγη ευτυχίας δοκίμαζαν και την ανεμόσκαλα του έβδομου ουρανού, όπως ονομάζουν οι ερωτευμένοι αυτή τη σκάλα, της οποίας τα σκαλοπάτια ανεβοκατέβαιναν με ευχαρίστηση και αυτή τους η χαρά, με τη δύναμη του Θεού, συμπληρωνόταν αργότερα από ένα σωρό κουτσούβελα με φωνές και φυσιογνωμίες Αγγέλων.

Τα τότε χωριά( και εξ αιτίας της λάμπας πετρελαίου που έφερνε ύπνο και αυτός στη συνέχεια γινόταν χορταστικός), γέμιζαν από τσούρμο αγγελούδια, ενώ στα τωρινά μας χρόνια οι ανά τον κόσμο αμβλώσεις γεμίζουν από έμβρυα σκουπιδοτενεκέδες που μπορούσαν-αν ερχόντουσαν στη ζωή- να γινόντουσαν χρήσιμοι πολίτες.

Γεμάτα λοιπόν κόσμο τα σπίτια του ορεινού χωριού και πολλά τα νέα παιδιά που εργαζόντουσαν στα κτήματά τους χωρίς περαιτέρω από το Δημοτικό σπουδή, περίμεναν όμως να έλθει η «τυφλοβδομάδα» τους για να αποκτήσουν τη δική τους οικογένεια.

Όλα καλά και άγια μια που και ο παπάς του χωριού τους ήταν ένας άγιος άνθρωπος με λίγα μεν γράμματα (μήπως και οι άλλοι συγχωριανοί του γνώριζαν περισσότερα?) αλλά γεμάτος καλοσύνη γι’ αυτό Κυριακές και γιορτές η Εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο, ιδιαίτερα από νέους ανθρώπους που πήγαιναν με τον κτύπο της πρώτης κιόλας καμπάνας και όχι όπως γίνεται σήμερα που οι περισσότεροι από μας πηγαίνουμε στο «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων Ημών» της απόλυσης.

Και πήγαιναν οι νέοι από τους πρώτους για να παρακολουθούν τις «χαμηλοβλεπούσες» υποψήφιες νύφες την ώρα που άναβαν το κεράκι τους και να παίρνουν ανάλογες αποφάσεις για την όποια καλύτερη επιλογή συντρόφου αυτών.

Η Εκκλησία τα χρόνια εκείνα ήταν ο μόνος τόπος μετάβασης κοριτσιών χωρίς κουτσομπολιά και εκεί γινόταν η «επιλογή» και ακολουθούσαν οι προξενήτρες. Ομορφα ήταν.

Ο Παπά-Γιώργης δεν ήταν μόνο Ιερέας, ήταν και ποιμένας, έβοσκε μόνος του και τα δικά του πρόβατα, και πολύ του άρεσε όταν κάποιος μίλαγε μαζί του να τον λέει «Ποιμήν Παπα-Γιώργη».

Ενα καλοκαιρινό Σαββατόβραδο, ο Δεσπότης της Λαμίας και σε μια του περιοδεία στη δική του περιφέρεια, κατέλυσε σε εκείνο το χωριό και ως γεροντάκι πολύ κουρασμένο, από τον γεμάτο λακκούβες άσχημο δρόμο με εκείνο το σαράβαλο αυτοκίνητο που οδηγούσε Διάκος, πήγε αμέσως στο σπίτι του Παπα-Γιώργη και αναπαύτηκε νωρίς.

Την επομένη, που ήταν Κυριακή, τέλεσαν μαζί τη θεία λειτουργία και όλος ο κόσμος του Χωριού γέμισε την Εκκλησία, ιδιαίτερα από νέους, προς μεγάλη έκπληξη του Δεσπότη που έβλεπε τόσα πολλά νέα παιδιά,

Ο σεβάσμιος γέροντας στο τέλος της θείας λειτουργίας τους είπε λίγα ζεστά λόγια και τους ευχήθηκε να ζουν χαρούμενα και ευτυχισμένα.

Γύρισαν στο σπίτι του παπά στο οποίο τους περίμενε το ωραιότερο και πιο νόστιμο φαγητό που μπορούσε να δοκιμάσει ανθρώπινος οισοφάγος και που το φαγητό είχε ετοιμάσει η παπαδιά η οποία δεν παραβρέθηκε στη θεία λειτουργία προκειμένου να ασχοληθεί με τη γάστρα της.

Φάγανε, ήπιανε και τα ποτηράκια τους και η παπαδιά τους έψησε και το βαρύ γλυκό τους!

Εκεί που έπιναν τον καφέ τους και αφού ο Δεσπότης αρχικά έδωσε στον Παπα-Γιώργη τις ανάλογες συμβουλές, θέλησε να τον ρωτήσει για το δικό του ποίμνιο και ακολούθησε ο εξής διάλογος.

Δεσπότης: Πες μου Παπα-Γιώργη πως τα πας με το ποίμνιό σου;

Παπα-Γιώργης: Δόξα του Θειό Δισπότιμ, μόνο αυτόν του γκιρό υπάρχνε κατ μικρού-προυβλήματα με τσάρρενες που λένε και οι «καθαρευουσιάν»! Αυτοί οι άρρινες-συνέχισε να λέει ο Παπα-Γιώργης- κοιτάζνε ποιος να «πρωτουπδίς,τσθιλκιές»! Κι, κί, να δεις Δεσπότιμ, σπαζουκεφαλιές ! Γεμίζνε αίματα τα κιφάλιατς γιατί παίρνε φόρα κι ου ένας χτπάει μι δύναμι του κιφάλ τ’ άλνού . Καταλαβαίνς πως ιγώ είμι υποχριουμένους να μπου στη μες για να μη σκουτουθούν!

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του ο Δεσπότης και το μυαλό του αμέσως πήγε σε εκείνα τα νέα παιδιά που είδε στην Εκκλησία!

-Χριστέ μου-σκέφτηκε- τι ντροπή και έκκληση ηθών. Κρίμα τα παλικάρια και εκείνα τα όμορφα κορίτσια. Σε αυτό το χωριό συμβαίνουν τέτοια πράγματα και εγώ έχω μεσάνυκτα. Έχω στη δικαιοδοσία μου τα «Σόδομα και Γόμορρα» με διαιτητή ένα κατά τα άλλα ήσυχο Ιερέα που κάτω από το ράσο του κρύβεται ένας αδίστακτος έκφυλος που έπρεπε να είναι φυλακή.

-Τι μου λες τώρα παπά Γιώργη είναι δυνατόν να σπάζουν τα κεφάλια τους και εσύ να μπαίνεις στη μέση για τέτοιες δουλειές;

-Μα αν δε μπου Δισπότιμ, θα σκουτουθούν!

-Και υπάρχει έστω και ένα θηλυκό για χάρη του οποίου γίνονται αυτοί οι καυγάδες;

-Υπάρχ λέει!! Μόνου ένα θυλκό νουμίης ισύ ότι είναι? Ένα τσούρμο παρουσιάζεται μπρουστά «τσκα-βγατζίδες» κτάζνε και κάνε γούστο μι του αίμα απ’τρεχ σα μπουτάμ απ τα κιφάλιατς.

-Και οι άλλοι άρρενες πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση, ρώτησε ο Δεσπότης που μπέρδευε τα λόγια του το, δε, εγκεφαλικό του κριμένο πίσω από τον κορμό μιας μουριάς, καραδοκούσε να έρθει η κατάλληλη στιγμή και να ορμίσει δυναμικά.

-O παπά-Γιώργης γέλασε κουνώντας το κεφάλι του και απάντησε με όλη του την ειλικρίνεια .

Oποιους αρσενικός θέλ, έχ «κότσια» κι του λέει η «πιρδικούλατ», «πδάει» κι’ αυτός!

Δεσπότης αλλά και ο Διάκος άρχισαν να …ιδρώνουν! Προσπαθούσαν όμως να κρατήσουν την ψυχραιμία τους επειδή έπρεπε να μάθουν περισσότερα για τα σόδομα.

-Και δε μου λες παπά από πότε γίνονται αυτά;

-Ε, κάθε καλουκέρ συνβένε τέτια πράματα, γι’ αυτό πρέπ να ίμι κουντάτς, να προυσέχου για να μη σκουτουθούν τ’ αρσινκά.

-Για ποια αρσενικά μου μιλάς, του είπε πάλι ο Δεσπότης κατακόκκινος τώρα από θυμό που φόβισε τον Παπα-Γιώργη.

-Iσι καλά Δισπότιμ;

-Καλά είμαι, αλλά πες μου για ποια αρσενικά μου μιλάς;

– Γι’ αυτά π’ θέλνε να «μαρκαλίσνε».

-Για ποιο «μαρκάλο» και ποια αρσενικά μου κρένεις τόση ώρα, είπε ο Δεσπότης, χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του, ενώ το εγκεφαλικό σιγά σιγά και μπουσουλώντας, πήγαινε προς το μέρος του.

-Μα για το ζευγάρωμα Δισπότιμ που κάνε αυτό το γκιρό οι προυβατίνες μι τα κριάρια, κι το οποίου ιμίς οι «χουριάτες» του λέμι κι «μαρκάλο».

Το πρόσωπο του Δεσπότη μονομιάς ηρέμησε, το εγκεφαλικό σαν τον Ιορδάνη ποταμό, γύρισε προς τα πίσω για να πάει ίσως στον πέρα μαχαλά και σε άλλη αποστολή μια που ο Δεσπότης δεν το είχε «ανάγκη» επειδή είχε καταλάβει ότι ο Παπα-Γιώργης, όταν τον ρώτησε πως τα πηγαίνει με το ποίμνιό του, το μυαλό του πήγε στο ποίμνιο των προβάτων, ενώ ο Δεσπότης εννοούσε το Χριστεπώνυμο.

Ελάχιστη ήταν η σιωπή που ακολούθησε και με γαληνεμένο το πρόσωπό του τον ρώτησε ξανά.

Και δε μου λες παπά Γιώργη με τον κόσμο εδώ πως περνάς; Eχεις κανένα πρόβλημα;

Oχ Δισπότιμ, είναι καλοί άνθρωποι, μ’ αγαπάνε και τσ’ αγαπάου. Είμαι πουλύ ευχαριστημένους κι σ’ ευχαριστώ και σένα που με «χειροτόνσις» παπά!

Του χαμογέλασε ο Δεσπότης ευχαρίστησε εκείνον και την παπαδιά του για τη φιλοξενία που του πρόσφεραν και με το Διάκο οδηγό ανέβηκαν στο αυτοκίνητο που και αυτό ο Διάκος το είχε καθαρίσει από την πολύ σκόνη της προηγούμενης μέρας και αναχώρησαν για την έδρα της Μητροπόλεως, στη Λαμία.

Κατά την επιστροφή τους σχολίασαν την αγνότητα του ιερέα ο οποίος χωρίς καθυστέρηση έτρεξε στις προβατίνες προκειμένου να γίνει ο Διαιτητής κριαριών επειδή τα ζωντανά του βρισκόντουσαν στην έξαρση ζευγαρώματος!

Ομορφα τα παλιά χρόνια με αθώα καθημερινά συμβάντα και ήσυχη ζωή που δυστυχώς στο διάβα του χρόνου άλλαξε και έγινε ανυπόφορη, με τον «πολιτισμό» που μας προέκυψε.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου