ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μια πόρτα ανοιχτή

μια-πόρτα-ανοιχτή-494491

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, που οδηγεί στο Νόμο, ικετεύει να τον αφήσουν να μπει. Ο θυρωρός τού λέει πως δεν μπορεί, για την ώρα, να του επιτρέψει την είσοδο. Η πόρτα παραμένει ανοιχτή, κι αυτός κάθεται και περιμένει (κι όλο περιμένει) να του δοθεί η άδεια να μπει. Μόλο που νιώθει βαριεστιμάρα και μοναξιά, έχει πάρει την απόφαση πως πρέπει να περιμένει. Περιμένει μέρες, μήνες και χρόνια και, πολλές φορές, ζητάει απεγνωσμένα να τον αφήσουν επιτέλους να μπει, αλλά πάντα του λένε πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα να του επιτραπεί η είσοδος. Αυτός, όμως, ελπίζει πως η πόρτα τουλάχιστο δε θα κλείσει.

Γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο που συναντιούνται οι ακραίες δυνάμεις: Στη φυσική, λόγου χάρη, όταν φέρεις το στοιχείο του νερού σε υπερβολικά υψηλό σημείο ψήξης ή θερμότητας, παγώνει ή μεταβάλλεται σε ατμό. Και οι συγκινήσεις που φτάνουν, ξαφνικά, στο αποκορύφωμα της έντασής τους, παίρνουν την αντίθετη όψη: η αγάπη, τότε, γίνεται μίσος, ο πατριωτισμός προδοσία, η αρετή αμαρτία.

Όλα αυτά τα χρόνια της αναμονής (και της υπομονής), έχει μάθει να περιεργάζεται κάθε κίνηση του θυρωρού. Τον κοιτάζει, ακατάπαυστα, ζυγίζει τα λόγια του, σταθμίζει τα Οχι που ακούει και ευθυγραμμίζεται μαζί του. Βλέπει ακόμα και τους ψύλλους στη γούνα του σακακιού του, αντικρίζει όλα τα πάντα. Όμως, με τα χρόνια, γερνάει, ασπρίζουν τα μαλλιά, πλησιάζει στο θάνατο. Και αισθάνεται την ανάγκη να βρει μία δικαιολογία που ακόμα ζει. Πρέπει να υπομείνει πολλούς θανάτους, μαζί με τον δικό του. Γιατί κάτω από τέτοιες περιστάσεις, υπάρχουν πολλοί τρόποι να περιμένεις (και να πεθαίνεις).

Για πρώτη φορά, τώρα πια, αρχίζει ν’ αναρωτιέται: «Πώς συμβαίνει κι όλα αυτά τα χρόνια δε ζήτησε να μπει κανένας άλλος, εκτός από μένα;». Κι ο θυρωρός τού απαντάει: «Μονάχα εσύ μπορούσες να μπεις απ’ αυτή την πόρτα, αφού αυτή η πόρτα προοριζόταν για σένα. Τώρα, θα την κλείσω».

Στην ταπείνωση της ζωής μας, συμμετέχουμε κι εμείς, γιατί έχουμε γίνει σαν εκείνους τους ανθρώπους, που βάζαν μεγαλύτερα χρέη, για να ξοφλήσουν μικρότερα, και ξόδευαν κι αυτά κι εκείνα, δίχως να ξοφλήσουν κανένα!

Όσο για τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, δεν έχουν πια κανένα βάρος. Είναι σαν τα πούπουλα, μετά την τουφεκιά του κυνηγού. Πέφτουν στο βουβό ποτάμι.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου