ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Ελύτης και το Αιγαίο

ο-ελύτης-και-το-αιγαίο-515913

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Τι γύρευες [ω ποιητή]

Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα

Οπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος

Αγνωστος και γλαύκος, χαράζοντας στο στήθος σου το πελαγίσιο του έμβλημα [Τι γύρευες].

Ο έρωτας

Το αρχιπέλαγος

Και η πρώρα των αφρών του

Και οι γλάροι των ονείρων του

Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης αρμενίζει

Ενα τραγούδι.

Θα ’ναι, είμαι σίγουρος, το τραγούδι του ποιητή. Αυτό που τραγουδάει ο έρωτάς του για το Αιγαίο. Θα ’ναι το καράβι του έρωτά του, που βούλιαξε στο αρχιπέλαγος (για να σωθεί). Κι εκείνο το κοχύλι, που κρατάει στα χέρια του, θ’ αντηχεί το Αιγαίο. Το Αιγαίο που θέλει να υπάρχει, πέρα και πάνω από κάθε εναντιότητα, πέρα και πάνω από κάθε ξένη παρουσία και συμφορά της πάχνης του θανάτου.

Για τον Ελύτη, το Αιγαίο δεν είναι μόνο ένας γεωγραφικός χώρος, το τρίγωνο μέσα στο οποίο το υποσυνείδητό του ανθίζει τις φυλετικές καταβολές του. Γιατί, αν τραβούσε κανείς μία ευθεία από το Ηράκλειο, όπου ο Ελύτης γεννήθηκε, το 1911, ως τη Λέσβο, τον τόπο καταγωγής των γονιών του, και από κει ως την Αθήνα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, θα σχημάτιζε ένα μεγάλο τρίγωνο, που θα περιλάμβανε το Αιγαίο πέλαγος και τα λαμπερά νησιά του. Ολόκληρο, δηλαδή, το θαλασσινό τοπίο, που έδωσε στον Ελύτη τη βασική εικονογραφία και το ήθος της ποίησής του. Το Αιγαίο, όμως, είναι για τον ποιητή κι ένας χώρος φωτεινός και πνευματικός, όπου το παρελθόν και το παρόν της κομματιασμένης Ελλάδας υπόσχονται ν’ ανακτήσουν μιαν ηθική ενότητα. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι το γαλάζιο είναι το κυρίαρχο χρώμα σ’ ολόκληρη την ελληνική ποίηση, ένας εκθαμβωτικός θόλος, που περιέχει έναν περιορισμένο αριθμό οικείων φυσικών αντικειμένων: πέτρες, βράχους, θάλασσα, λιόδεντρα, κυπαρίσσια, κοχύλια, γλάρους και αηδόνια.

Η κριτική έχει υποστηρίξει ότι οι διαθέσεις, που υποβάλλει ο ποιητής, και από τις οποίες φαίνεται να κυριαρχείται, είναι εκείνες ενός εφήβου, τον οποίο εκπλήσσει και γεμίζει με χαρά το θέαμα της ζωής. Μεθάει από τις εντυπώσεις (στους Προσανατολισμούς που γράφει το 1940) και προσπαθεί να σπαταλήσει τη νεανική του ορμή στην απόλαυση των όσων η ζωή προσφέρει στην ανέμελη νεότητα. Στο τραγούδι του ναύτη, ποτέ σχεδόν δεν παρεμβάλλεται υπόνοια θλίψης, σκεπτικισμού ή μελαγχολίας. Υποστηρίζεται ακόμα ότι από την ποίηση του Ελύτη των πρώτων, κυρίως, χρόνων της δημιουργίας του απουσιάζει σχεδόν ολότελα το δράμα, που είναι στο βάθος η γνώση και η αίσθηση της φθοράς, της μεταβολής και του χρόνου, που αποτελούν τις πρώτες του πηγές. Ο ποιητής δείχνει να χαίρεται το καθετί γύρω του με τις αισθήσεις, τον βλέπουμε να κινείται με μια ματιά πλατιά, κι ο κόσμος ξαναγίνεται. Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

Όμως, μία καλοπροαίρετη ανάγνωση των πρώτων του ποιημάτων, θ’ αποκαλύψει (μέσα στις φλόγες του καλοκαιρινού ήλιου και της χαράς) κάποια αίσθηση μελαγχολίας και νοσταλγίας, κάποια θλίψη και απελπισία, που πηγάζει βαθιά μέσα απ’ τον ποιητή, σχεδόν χωρίς τη συγκατάθεσή του. Βέβαια, η συνολική γεύση των πρώτων εκείνων ποιημάτων του είναι η γεύση του φωτός και της ελπίδας. Ωστόσο, δε λείπουν οι ενδείξεις από σκοτεινά σύννεφα, αδυσώπητους καιρούς και χειμωνιάτικους ουρανούς. Ο ποιητής ποτέ δεν ήταν ο ξένοιαστος νέος, που τόσο νοσταλγικά ύμνησε στα ποιήματά του, παρά μόνο στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του και στη μεταμορφωτική του φαντασία. Το ψυχικό τοπίο του Αιγαίου έχει τις κακοκεφιές του, τις κηλίδες της απελπισίας του, κι όχι μόνο σαν σύμβολα που πρέπει να τα πολεμήσει, αλλά και σαν δυνάμεις καταστροφικές.

Ο Ελύτης αισθάνθηκε την ανάγκη να περιγράψει, όχι αυτό που του στέρησε η ζωή, αλλά αυτό που θα την ήθελε να είναι. Προσπάθησε λοιπόν να μετουσιώσει σε χαρά τη «Μελαγχολία του Αιγαίου», όπως τιτλοφορεί ένα του ποίημα. Η χαρά που ήταν για τον ποιητή, όχι τόσο μία πραγματικότητα, όσο ένα όραμα παραδεισιακής τελειότητας.

Στο Σώμα του Καλοκαιριού, γράφει:

Με τι πέτρες, τι αίμα, και τι σίδερο

Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν αεροβάτες

Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

Ένας Θεός το ξέρει (…)

Ο ποιητής, τελικά, αντιστέκεται στην απόγνωση με τρόπο ηρωικό, βλέποντας πως, επί τέλους, φαίνεται να έρχεται από μακριά η ακριβοθώρητη παρθένα Ελπίδα. Και μας επισημαίνει:

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν

Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες

Φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι

Σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά

Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

Έτσι, μέσα από την ατομική του περίπτωση, αισθάνεται κανείς ότι ο ποιητής προσπαθεί να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο των ονείρων του, να ταυτίσει τις ιδέες της ομορφιάς με τις ιδέες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αυτό που έχει σημασία είναι η θέση που παίρνει κάποιος, η τοποθέτησή του, ο αγώνας που έχει αναλάβει. Ολα τ’ άλλα είναι ασήμαντα. Στο ποίημα «Με τι πέτρες, τι αίμα, και τι σίδερο» ο ποιητής καταφέρεται εναντίον εκείνων που δεν ένιωσαν ποτέ «με τι/ σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά/Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε» (…). Κι οι φωνές των πουλιών, πού’ χουμε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς/ αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που/ δεν εστάθη βολετό να προχωρήσουμε σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου