ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Αγόρω και η Πολυξένη

η-αγόρω-και-η-πολυξένη-523409

Του συνταξιούχου δασκάλου, Νικ. Τσεκούρα

Αγαπητοί μου αναγνώστες, πιστεύω ότι διαβάζοντας τον τίτλο του σημερινού δημοσιεύματός μου, σίγουρα, θα κάνετε την πιθανή σκέψη ότι πρόκειται για δύο πραγματικά γυναικεία ονόματα, που γύρω τους, θα γράφτηκε κάποιος θρύλος.

Για να σας απαλλάξω, όμως, από κάθε λαθεμένη υποθετική σκέψη, σας πληροφορώ ότι δεν πρόκειται για αληθινά γυναικεία πρόσωπα. Αυτά έχουν μεταφορική έννοια, την οποία σοφίστηκε ένας πανέξυπνος Αργιθεάτης, ο γερο-Λιάκος.

Αυτός ήταν μικροκτηνοτρόφος και πήγαινε κάθε Σάββατο στην εβδομαδιαία αγορά, της κωμόπολης Μουζακίου και πωλούσε τα γαλακτοκομικά του προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Επειδή, όμως, δεν έβγαζε καλό μεροκάματο για να συντηρεί τη μεγαλοφαμελιά του, βασάνισε το μυαλό του και βρήκε την εξής πονηρή λύση.

Πήγε στην πόλη των Τρικάλων σ’ ένα σιδηρουργό, ειδικό τεχνίτη και του είπε να του φτιάσει δυο παλάντζες, σύμφωνα με τις δικές του προδιαγραφές: Την μια να ζυγίζει μισή οκά παραπάνω από τα δικά του προϊόντα που θα πουλούσε και τη δεύτερη, μισή οκά λιγότερο, από τα ξένα προϊόντα που θ’ αγόραζε ο ίδιος.

Ο μάστορας, όταν άκουσε την πονηρή παραγγελία του προβληματίστηκε και σκέφτηκε να του πει, πως αυτό που θέλει να κάνει, δεν είναι τίμιο. Αφού, όμως, ξανασκέφθηκε καλύτερα, δεν του είπε τίποτε, φοβούμενος μήπως ο γερο-Λιάκος, θα ματαίωνε την παραγγελία του και θάχανε και ο ίδιος το δικό του μεροκάματο.

Στη συνέχεια, ο γερο-Λιάκος, ρώτησε το μάστορα. «Δε με λες μάστοραμ’, πόσα χρήματα θα κοστίσουν οι παλάντζες;». Ο μάστορας του είπε μια λογική τιμή και ο γερο-Λιάκος, αφού άκουσε ότι η τιμή δεν ήταν ακριβή, συμφώνησε και του ρώτησε:

– «Μάστορα, πότε θα τις έχεις έτοιμες;».

– Σε μια ώρα νάρθεις να τις πάρεις.

Αφού πέρασε η ώρα, ο γερο-Λιάκος, πήγε στο μαγαζί του μάστορα για να πάρει τις παλάντζες και τον ρώτησε:

– Μάστορα τις έφτιασες όπως συμφωνήσαμε;

– Ναι, ναι, γερο-Λιάκο, τις έκανα όπως μου είπες.

Ο γερο-Λιάκος, αφού πλήρωσε την αμοιβή του μάστορα και τις παρέλαβε, τις έχωσε μέσα σε δυο τρουβάδες και ξεκίνησε να φύγει. Πριν, όμως, βγει από το μαγαζί, ο μάστορας τον ευχαρίστησε για την παραγγελία και του ευχήθηκε και καλές δουλειές. Βγαίνοντας, όμως, ο γερο-Λιάκος από το μαγαζί, ο μάστορας κούνησε το κεφάλι του, αγανακτισμένος από την αχαρακτήριστη πονηριά του.

Οταν ο γερο-Λιάκος γύρισε στο χωριό του, σκαρφίστηκε και ένα ακόμα πρόσθετο κόλπο για να κάνει επικερδέστερη τη δουλειά του:

Αυτοχρίστηκε και Νονός! Την παλάντζα που φτιάχτηκε να ζυγίσει παραπανίσια κιλά και μ’ αυτή, ο ίδιος θ’ αγόραζε ξένα προϊόντα, αφού την έβαλε μέσα σ’ ένα τροβά, απέξω έγραψε, με κόκκινη μπογιά, το κεφαλαίο γράμμα «Α» και τη βάφτισε με το όνομα «ΑΓΟΡΩ», τη δεύτερη, που φτιάχτηκε για να ζυγίσει λιγότερα, έγραψε απέξω από τον τροβά της το κεφαλαίο γράμμα «Π» και τη βάφτισε «ΠΟΛΥΞΕΝΗ», διότι μ’ αυτή, θα πουλούσε τα δικά του προϊόντα.

Ο γερο-Λιάκος αφού τελικά κατάστρωσε το πονηρό του σχέδιο, ως άλλος πολυμήχανος Οδυσσέας, την αυγή ενός Σαββάτου, φόρτωσε στο γαϊδουράκι του τους τενεκέδες με τα γαλακτοκομικά του προϊόντα (τυρί και βούτυρο), καθώς και τους δυο τροβάδες, που είχαν μέσα τις παλάντζες και με τη συνοδεία της κόρης του, Λαμπρινής, με την ανατολή του ήλιου, έφτασαν στην αγορά του Μουζακίου.

Αφού κατέβασε από το γαϊδουράκι του τα τενεκέδια και τους τροβάδες του, μετά έπιασε ένα καλό πόστο και άρχισε να διαλαλεί τα προϊόντα του:

– Εδώ! Εδώ! Το καλό πρόβειο τυρί και το μοσχομυρωδάτο βούτυρο.

Υστερα από λίγη ώρα, πήγε στο στέκι του, ένας καραγκούνης για ν’ αγοράσει βούτυρο.

– Παππού, είναι καλό το βούτυρο;

– Κουμπάρεμ’, το θκόμ’ το βούτυρο, είναι τόσο καλό, που άμα τώρα τηγανίσουμε αυγά, δω απάν’ στο Μπζάκ = (Μουζάκι), η μυρωδιάτ’ θα φτάσ’ μέχρι κατ’ στον κάμπο και θ’ απορρίξουν (αποβάλλουν) οι γκαστρωμένες γναίκες.

Ο Αγοραστής, όταν άκουσε την έξυπνη απάντηση του γερου-Λιάκου, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Στη συνέχεια, τον ρώτησε:

– Παππού, πόσο το πουλάς την οκά;

– Δέκα πέντε δραχμές.

– Α! α! παππού, δε θα πάρω· το πουλάς ακριβά.

Ο πονηρός γερο-Λιάκος για να μη χάσει τον πελάτη του, του είπε χαμογελώντας:

– Άντε, άντε, εσένα θα στο δώσω (12) δραχμές, διότι θα μου κάνεις σεφτέ…

Αφού προσυμφώνησαν, ο γερο-Λιάκος έκανε κρυφά νόημα την κόρη το Λαμπρινή και του πήγε την παλάντζα «ΠΟΛΥΞΕΝΗ», που έκλεβε. Στη συνέχεια, ρώτησε τον αγοραστή.

– Κουμπάρεμ’ πόσο βούτυρο θα πάρσ’;

– Δυο, δυο οκάδες…

Ο γερο-Λιάκος, έχωσε το χέρι του μέσα στον τενεκέ και έβγαλε ένα στρογγυλό κομμάτι βούτυρο. Το έδειξε στον αγοραστή και του είπε:

– Το βλέπψ κουμπάρεμ’, τι καθαρό που’ναι;

– Το γλέπω, το γλέπω, παππού.

Τελικά, αφού έκλεισε η συμφωνία, ο γερο-Λιάκος πήρε την παλάντζα, έβαλε το βούτυρο στο δίσκο της και άρχισε και μετατόπιζε το βαρίδι (το γνωστό στούμπο), μέχρι που το σταθεροποίησε πάνω στη χαρακιά του άξονα, που έγραφε (2) οκάδες και γυρίζοντας προς τον αγοραστή, του είπε:

– Κουμπάρεμ’, το βούτυρο είναι ακριβώς (2) οκάδες.

Ο αγοραστής, όμως, για να βεβαιωθεί ότι πράγματι ήταν (2) οκάδες, έσκυψε και έκανε έλεγχο.

Ο γερο-Λιάκος βλέποντας, την υποψία του αγοραστή, του είπε:

– Κουμπάρεμ’, η θκιμ’ η παλάντζα είναι καινούργια και ζυγίζει με ακρίβεια.

Πού, όμως, ο αγοραστής να υποψιαστεί ότι ο γερο-Λιάκος είπε στον τεχνίτη που την κατασκεύασε να κλέβει; Αφού, λοιπόν τελείωσε το ζύγισμα, ο αγοραστής πλήρωσε το γερο-Λιάκο και έφυγε ευχαριστημένος.

Μ’ αυτό, λοιπόν, το πονηρό κόλπο, ο γερο-Λιάκος τα κατάφερνε και πουλούσε τα δικά του προϊόντα με κέρδος και αγόραζε τα ξένα φθηνότερα και έβγαζε καλό μεροκάματο.

Από τα βαφτιστικά ονόματα που έδωσε ο γερο-Λιάκος στις παλάντζες, πήρα και εγώ αφορμή και έδωσε τον τίτλο στο σημερινό μου δημοσίευμα.

Και τώρα αγαπητοί μου αναγνώστες που τελείωσα την εξιστόρηση του γερο-Λιάκου, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ και γενικότερα για την εξυπνάδα όλων των Αργιθεατών.

Οι Αργιθεάτες έχουν πράγματι μεγάλο δείκτη νοημοσύνης διότι συνηγορούν δυο σοβαροί λόγοι:

1) Ο καθαρός αέρας με το πολύ οξυγόνο φιλτράρει το μυαλό τους και λειτουργεί ασταμάτητα, σαν το εκκρεμές ρολόι. Και,

2) Η φτώχεια τους, τους αναγκάζει ν’ ακονίζουν το μυαλό τους και να βρίσκουν λύση για όλα τα προβλήματά τους. Για την οξύνοιά τους, προσθέτω και εγώ τα προσωπικά μου βιώματα:

Θα ήτανε μεγάλη η παράλειψή μου, να μην αναφερθώ και στο ότι κατά την κατοχική περίοδο, που ήμουνα μαθητής του Γυμνασίου Καρδίτσας, είχα συμμαθητές και παιδιά από την Αργιθέα.

Επειδή την περίοδο εκείνη μας μάστιζε η φτώχεια, όλοι μας νοικιάσαμε δωμάτια χωρίς ηλεκτρικό φωτισμό, διότι ήταν φθηνότερα.

Τη χειμερινή περίοδο που σκοτείνιαζε γρήγορα και δεν βλέπαμε να διαβάσουμε, ανάβαμε τις πασχαλιάτικες κουτσολαμπάδες, που προβλέψαμε και τις πήραμε από τα σπίτια μας. Κατά καλή μας, όμως, συγκυρία, κοντά στη γειτονιά μας, υπήρχε ένας ηλεκτροφωτισμένος στύλος, που έριχνε άπλετο φως. Αυτός, λοιπόν, μας έλυσε το πρόβλημα του φωτισμού μας. Κάθε σούρουπο, μαζευόμασταν όλοι οι μαθητές της γειτονιάς κάτω από αυτόν τον ηλεκτροφωτισμένο στύλο και διαβάζαμε τα μαθήματα για την επόμενη μέρα.

Ανάμεσα στους Αργιθεάτες συμμαθητές μου, ο (Α.Α.) ξεχώριζε για την μαθηματική του σκέψη. Αυτός ως άλλος Αϊνστάιν και σύμφωνα και με τη λαϊκή ρήση, ως ξυράφι από τα Γιάννενα, βοηθούσε όσους μαθητές βρίσκανε δυσκολίες στα μαθηματικά, όχι μόνο με θεωρία, αλλά και μια πρόχειρη εποπτεία. Είχε ένα σκουριασμένο μπαλόσυρμα και μ’ αυτό χάραζε πάνω στο φαλακρό έδαφος, που ήταν κάτω από τον ηλεκτροφωτισμένο στύλο, τον τύπο της αλγεβρικής εξίσωσης που κάποιος μαθητής δυσκολεύοταν να βρει τη λύση.

Πολλοί συμμαθητές μου, εκτός από τις δυσκολίες που συναντούσαν στα προβλήματα της Άλγεβρας, συναντούσαν και παρόμοιες δυσκολίες και στη Γεωμετρία. Και γι’ αυτές ο φίλος μου, έδινε τη δέουσα λύση. Έγραφε το σχετικό τύπο για την εύρεση του εμβαδού για κάθε γεωμετρικό σχήμα.

Μα και εμείς όμως, επειδή νιώθαμε υποχρέωση, του δίναμε πότε λίγα σταφιδοστράγαλα και πότε λίγα κάστανα, απ’ αυτά που παίρναμε, από το κυλικείο του Γυμνασίου μας.

Αγαπητοί μου αναγνώστες, αυτά τα βιώματα, μου έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου, γι’ αυτό, με την ευκαιρία του σημερινού δημοσιεύματός μου, αφιερώνω αυτές τις λίγες γραμμές ως μνημόσυνο στον αγαπητό μου και αλληλέγγυο συμμαθητή μου (Α.Α.).

Τέλος, σας αναφέρω σ’ όσα σχολεία υπηρέτησα και φοιτούσαν και παιδιά κτηνοτρόφων από την Αργιθέα, ομολογώ με παρρησία, ότι ήταν άριστοι μαθητές. Σπούδασαν και έγιναν άριστοι επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι κ.λ.π.) και όταν σήμερα, τυχαία με συναντάει κάποιος από αυτούς, στέκεται και με χαιρετάει με σεβασμό, μα και εγώ, όμως, νιώθω περηφάνια, τον αγκαλιάζω και τον φιλώ σαν στοργικός πατέρας.

Αυτά για την εξυπνάδα των Αργιθεατών.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου