ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι βαθμολογίες των εκπαιδευτικών και η βαθμολογημένη εκπαίδευση

οι-βαθμολογίες-των-εκπαιδευτικών-και-559055

Γράφει ο Νίκος Κουρεμένος

Η βαθμολογική κλίμακα και η βαθμολόγηση είναι ίσως το απόλυτο μαθηματικό εργαλείο μέτρησης, καταγραφής, κατανόησης και συμφωνίας κάθε μεταβολής και διαδικασίας που συμβαίνει στη φύση αλλά και στη νεότερη κοινωνία. Σκεφτόμαστε, κρίνουμε και σχεδιάζουμε βάσει αριθμών ακόμη κι αν χρησιμοποιούμε στατιστικά μοντέλα για να προβλέψουμε τις αποκλίσεις της πραγματικότητας απ’ αυτό που εμείς επιδιώκουμε να αποδείξουμε.

Ασφαλώς έξω από το μυαλό μας, από κάθε εργαστήριο ή σπουδαστήριο τα πράγματα σε καμιά περίπτωση δεν εξελίσσονται με τον τρόπο της επιστήμης όμως προσπαθούμε ακατάπαυστα και εμπλουτίζουμε την τεχνοδομή της ζωή μας με κάθε είδους μετρησιμότητα η γραμμική αισθητική της οποίας ουδόλως ταιριάζει με την ποικιλομορφία της ζωής.

Στο βαθμό που η ηθική συνάδει με την λογική κατά την καντιανή παράδοση, η ανυπόφορη γειτνίαση του χαοτικού με το γραμμικό κατανοείται στο πλαίσιο μιας αναγκαστικής επιστημονικοποίησης που τελικά από μοιραίο (αφού δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος) καταντά λογικό. Ετσι πολλοί λέμε ότι οι βαθμοί στο σχολείο δεν μπορούν να μας δείξουν το πραγματικό επίπεδο μόρφωσης του μαθητή αλλά κανείς δεν μπορεί και να τους αψηφήσει.

Γεγονός πάντως είναι ότι ύστερα από πολλές δεκαετίες λαϊκής μόρφωσης η βαθμολόγηση «υποφέρει» απ’ το δικό της φαινόμενο του θερμοκηπίου! Οι βαθμοί από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο έχουν πάρει την ανιούσα σε σχέση με παλιότερα χρόνια με αποτέλεσμα οι λίστες των μετεξεταστέων του Σεπτεμβρίου να αποτελούνται από μερικά μόνο ονόματα, ενώ οι αριστούχοι συμπληρώνουν σχεδόν το ανώτερο βαθμολογικό όριο του 20!

Για την επιστημονική νοοτροπία κάθε βαθμολογική κλίμακα έχει φτιαχτεί με τέτοια βαθμοθέτηση ώστε οι ακραίες κατώτερες κι ανώτερες τιμές της να μην προσεγγίζονται ποτέ παρά μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες (και ασφαλώς καταστροφικές) περιπτώσεις. Η πιθανοτική διασπορά των βαθμολογήσεων σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης παρουσιάζει συσσώρευση προς τα πάνω που αν μη τι άλλο υποδηλώνει ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μαθητών και φοιτητών πράγμα που δεν φαίνεται ούτε από τις επιδόσεις στις γενικές εξετάσεις αλλά κι ούτε από τις εξεταστικές των σχολών. Αν θέλουμε να αποφύγουμε το κοινότυπο κατηγορητήριο προς τους επίσης κοινότυπους στόχους (γονείς, εκπαιδευτικοί, υπουργείο κ.λ.π.) είναι αναγκαίο να δούμε την εξελικτική ιστορία της αξιακής συνάφειας εκπαίδευσης και βαθμών στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής πορείας που σχετικοποίησε τα πάντα.

Η παραδοχή ότι οι παλιότεροι δάσκαλοι ήταν πιο υπεύθυνοι δεν παραπέμπει αναγκαστικά στην κατάρτιση ούτε και στη μεταδοτικότητά τους. Ανασύροντας πίσω στις δεκαετίες της ζωής μας τις σχολικές αναμνήσεις περισσότερο θυμόμαστε την αυστηρότητα αλλά και την τσιγγουνιά στους βαθμούς, τότε που οι άριστοι έφταναν στο 15 κι οι «αδύναμοι» απλά… παρατούσαν το σχολείο! Ο παλιός εκπαιδευτικός ζώντας και δουλεύοντας σε κοινωνίες με νωπή ακόμη την νεωτερική προσταγή περί ορθότητας, ευθύνης, λογικής, συνέπειας κ.τ.λ. (κάτι που τονώθηκε μεταπολεμικά ύστερα απ’ το δραματικό βίωμα του 2ου παγκ. πολέμου – όταν καταλύθηκε κάθε κοινωνικός ιστός λογικής και αξιοπρέπειας) είχε πίστη στην αναγκαιότητα της ετερογενούς σύμμειξης μάθησης και βαθμολόγησης. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν αυτή η πίστη χαλάρωσε καθώς περάσαμε στις δεκαετίες του βασιλεύοντος μεσαίου χώρου, ο νηστικός υπεράνθρωπος κατέβηκε κάτω στις κοσμοπόλεις (Σπένγκλερ) κι ο καθένας μας έφτιαξε κι οχυρώθηκε μέσα στη δική του αυτοσχέδια κοσμοαντίληψη. Από κει και πέρα έγινε χώρος για να παρεισφρήσουν διάφοροι εξωεκπαιδευτικοί παράγοντες που απομάκρυναν ακόμη περισσότερο την όποια συνάφεια επίδοσης και μόρφωσης.

Την ώρα που ο δάσκαλος βάζει τους βαθμούς σ’ έναν άριστο μαθητή στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει ζωντανή την ηθική τουλάχιστον απαίτηση των αγχωμένων γονιών που καταξοδεμένοι και πείσμονες προσπαθούν να προσθέσουν έστω κι έναν βαθμό παραπάνω στο κεφάλαιο που συσσωρεύουν για το παιδί τους, ένα γνήσιο άλογο κούρσας, ένα κουμπαρά μορίων! Απ’ την άλλη η βαθμολόγηση ενός αδιάφορου μαθητή δεν μπορεί να πέσει σε «επικίνδυνα επίπεδα» γιατί αυτό μπορεί να σημάνει μια σαφή ηθική αυτουργία στην πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του γονιού (για ιδιαίτερα το καλοκαίρι) ή ακόμη και τον πραγματικό κίνδυνο της αντεκδίκησης από μαθητές που αν μη τι άλλο επιδεικνύουν πλέον έντονη έφεση στη βία. Πιο πέρα βρίσκουμε την πανταχού παρούσα δημοσιοϋπαλληλική αρτηριοσκλήρυνση. Ενας εκπαιδευτικός που παραδίδει χωρίς πλάνο μαθήματος, χρήση του βιβλίου ύλης αλλά και το μισητό πλην αναγκαίο μαθητολόγιο είναι πρακτικά αδύνατο να μην βαθμολογεί βάσει του «ότι θυμάται χαίρεται!»

Οσο περισσότεροι «ιοί» γεμίζουν τις επιφάνειες επαφής τόσο η βαθμολογία αυτονομείται ως αυτόφωτος παράγοντας του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι. Αυτό μπορεί να δικαιολογήσει και τις εναγώνιες προσπάθειες κάθε υπουργού να την εντάξει σε μια μόνιμη εκπαιδευτική θέση μετακινώντας διαρκώς τη βαρύτητά της από τις τάξεις του λυκείου στις γενικές εξετάσεις και τούμπαλιν. Ομως κακά τα ψέματα, οι βαθμοί έχουν επισκιάσει κάθε μορφωτική διαδικασία. Εχουν αποκτήσει δική τους βαρύτητα και πλέον συντελούν ως δραστικός τελεστής στο σύγχρονο πρόσωπο της μαζικής παιδείας. Η γνώση και η μόρφωση μένουν έτσι ουσιαστικά αβαθμολόγητες και εν πολλοίς άφατες αφού ο αξιολογικός τελεστής τους – η βαθμολογία, κινείται σε άλλο σύμπαν αλληλοσυσχετισμών περισσότερο συναφών με την γραμμική επιστημονικογενή φύση των βαθμών – αριθμών, αυτό της εμπορευματοποίησης.

Η αυτονομούμενη βαθμολόγηση επιτρέπει αθρόα εισαγωγή σε σχολεία και σχολές διευκολύνοντας έτσι την εμπορευματική κινητικότητα της μάθησης χωρίς τους αποκλεισμούς της αυστηρής και υπεύθυνης βαθμολόγησης. Σήμερα η εκπαίδευση έχει να παρουσιάσει ένα απόλυτα επιχειρησιακό σύστημα προϊόντων, διαβαθμισμένων και τιμολογημένων για κάθε επίδοση και σε ανάλογη σχέση με την αγορά εργασίας. Υπάρχουν δημόσια σχολεία, καλά δημόσια σχολεία, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, «λουστραρισμένα» ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, δημόσιες σχολές, κολλέγια καθώς και διάφορα ρετιρέ (Χάρβαρντ, Πρίνστον, Μπέρκλευ, ΜΙΤ κ. λ.). Αυτά σε κάθε περίπτωση και ασχέτως του κόστους των διδάκτρων είναι πιστοποιημένα πακέτα πληροφοριών που τιμολογούνται βάσει συγκεκριμένων βαθμολογήσεων έσωθεν κι έξωθεν των εκπαιδευτηρίων. Κάθε εκπαιδευτήριο έχει θεσπίσει συγκεκριμένα βαθμολογικά στάνταρ για την εισαγωγή φοιτητών αλλά ταυτόχρονα αξιολογείται κι αυτό σε μια γενικότερη βαθμολογική κλίμακα από αρμόδιους οίκους αξιολόγησης που ειρήσθω εν παρόδω δεν χαίρουν καθολικής αναγνώρισης αλλά κινούνται από επιχειρηματικές και άλλες σκοπιμότητες. Μέσα σ’ αυτό το παγκόσμιο πλέγμα βαθμολογήσεων τα εκπαιδευτήρια ανά τον κόσμο συμμετέχουν σε μια μαρξιστικής φύσης πάλη ανταγωνισμού κι επιβίωσης παρά σε μια γενικευμένη συνειδητότητα που μεταδίδει κι αξιολογεί την μέχρι τώρα αποκτημένη γνώση κι εμπειρία των ανθρώπων.

Ολη η εκπαίδευση έχει τεμαχιστεί σε μια τεράστια βαθμολογημένη κλίμακα στην οποία ο εκπαιδευτικός δεν χρειάζεται τελικά να πασχίσει με πίστη να αντιστοιχήσει αριθμούς στις γνώσεις του κάθε μαθητή. Εδώ άλλωστε εδράζονται και οι γκρίνιες για την απουσία ελέγχου και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται καμιά αξιολόγηση γιατί είναι ήδη αξιολογημένος και τοποθετημένος σε θέση συγκεκριμένων εκπαιδευτικών δυνατοτήτων.

Είναι στατιστικά μάταιο ένας δάσκαλος σε σχολείο γεμάτο παιδιά μεταναστών να ασκήσει οποιαδήποτε αυστηρή βαθμολογία, ίδιο ακριβώς με τον καθηγητή του Χάρβαρντ που γνωρίζει ότι καμιά βαθμολόγηση δεν θα εμποδίσει τους φοιτητές να γίνουν οι αυριανοί κοσμοκράτορες. Και στις δύο περιπτώσεις η βαθμολόγηση αφορά μια εσωτερική υπόθεση αλλά κι ένα άυλο κεφάλαιο που θα χρησιμοποιηθεί για το επόμενο βήμα στην εκπαίδευση ή στην αγορά εργασίας.

Ετσι η βαθμολογική χαλάρωση ισορροπείται ηθικά και εξουδετερώνεται σημασιολογικά, έσωθεν από εκπαιδευτικούς που κινούνται και σκέφτονται ιδιοτελώς χωρίς την ανάγκη γενικότερης αναγνώρισης και συμφωνίας, έξωθεν από την κατατμημένη και εγκιβωτισμένη εκπαίδευση που χρησιμοποιεί τους βαθμούς τιμολογιακά/χρηματιστηριακά με γνώμονα την στοχευμένη κατάρτιση κι όχι τη γενική μόρφωση.

Οι βαθμολογίες σε κάθε δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο ή πανεπιστημιακή σχολή κινούνται τελικά ελεύθερα κι όχι χαλαρά μέσα στο χώρο τους χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν δραστικά το εξωτερικό περιβάλλον τους, άρα κάθε «υπερθέρμανσή» τους δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε κίνδυνο για το σύστημα όπως ένα χρυσόψαρο που κουτουλάει τη γυάλα του κολυμπώντας, γιατί κινούνται μέσα στη δική τους βαθμολογική και βαθμολογημένη ιδιοτέλεια.

Οι αριθμοί-βαθμοί αποκομμένοι πια από την μαθηματικογενή καθολικότητά τους σχηματίζουν δικές τους νησίδες αιτιότητας / βαρύτητας / αξίας δυσκολεύοντας την συνάφεια με τη Γνώση που δεν γνωρίζει τόπο, τρόπο ή χρόνο. Χρειαζόμαστε καταρτισμένους νέους, όχι μορφωμένους. Χρειαζόμαστε ευκίνητα πακέτα γνώσης, μια πραγματιστική κι όχι ιδεαλιστική εκπαίδευση.

Η εντροπιακή εξέλιξη μόρφωσης και βαθμών, η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνσή μεταξύ τους, συνιστά εκφυλισμό για τη νεωτερική κοινωνία που μιλάει και πιστεύει στους αριθμούς αλλά και το τέλος της αθωότητας για όλους εμάς που ζούμε σε εποχές φιλοσοφικής αποφενακοποίησης και επιστημονικής μετριοφροσύνης. Η ιστορία των τελευταίων αιώνων έχει να παρουσιάσει λαμπρές στιγμές ανθρώπινης διανόησης και βεβαιώνει με τις απίστευτες βιαιότητες, τα εκατομμύρια των φονευθέντων και την διαρκή απελπισία ότι η μόρφωση είναι ένα όνειρο στο μυαλό των στοχαστών ή αν όντως υπάρχει αν δηλαδή μπορούμε να ισορροπήσουμε τον εαυτό μας με το έμβιο κι άβιο περιβάλλον δεν είναι το ζητούμενο της σύγχρονης κοινωνίας, δεν είναι αυτό που την κινεί και την εξελίσσει.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου