ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Ηρθαν τα καράβια τα Ζαγοριανά»

ηρθαν-τα-καράβια-τα-ζαγοριανά-561161

«Νήες ωκείαι ωσεί «Καράβια μου περήφανα

πτερόν ηέ νόημα» Ζαγοριανά σαΐνια»

Ομ. Οδύσεια Δημοτ.

«ταχύπλοα πλοία σαν

Τα φτερωτά πουλιά

ή τις γοργότερες σκέψεις»

Ημουν στην πολύ ωραία παρουσίαση του καλαίσθητου βιβλίου: «Ηρθαν τα καράβια τα Ζαγοριανά», αυτό που με μεράκι περισσό έγραψαν οι αξιέπαινοι Πηλιορείτες συγγραφείς Αλέξανδρος Καπανιάρης και Νίκος Τσούνας. Πήρα το βιβλίο /την ίδια εκείνη ημέρα και τράβηξα για το σπίτι μου. Και ιδού το θαύμα! Τα χέρια μου λύγισαν, κατάλαβα πως αυτό ήταν από το βάρος του περιεχομένου του· μα και μια φωτιά ένιωσα να μου καίει τα δάκτυλά μου· ήταν κι αυτή από τη φλόγα του πνεύματος και τη θέρμη της ψυχής των συγγραφέων του. Δεν κρατήθηκα· άνοιξα το βιβλίο και το ξεφύλλισα επιτροχάδην. Εμεινα έκπληκτος, ήταν πολυτελές και αστραφτερό, από τις εκδόσεις «Μαγνήτων Κιβωτός» που τελεί υπό την αιγίδα του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη μας κ. κ. Ιγνατίου.

Το πρωί της άλλης ημέρες άρχισα την προσεκτική μελέτη που πήρε μάκρος, διαπιστώνοντας πως το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Η πρώτη είναι εκείνη που οι δύο συγγραφείς και ερευνητές διηγούνται οι ίδιοι την ωραία ιστορία των ποντοπόρων καραβιών και τη ζωή των δραστήριων ναυτικών του Ανατολικού Πηλίου. Εδώ η ανάγνωση γλιστρούσε ασκόνταφτα πάνω στις σελίδες του βιβλίου, όπως ανάλαφρα έπλεαν από το 1600 μέχρι το 1960 και τα Ζαγοριανά καράβια πάνω στα Ποσειδώνια κύματα στις αφροστεφανωμένες θάλασσες του Θερμαϊκού, του Παγασητικού και του Αιγαίου.

Η δεύτερη είναι εκείνη που η αφήγηση δίνεται στους ίδιους ναυτικούς ή σε συγγενείς και απογόνους των καραβοκύρηδων. Εδώ και πάλι η αφήγηση στα χείλη απλοϊκών ανθρώπων έχει τη δική της ξεχωριστή χάρη, οι λέξεις ειπωμένες με τη δική τους προφορά και σφιχτοδεμένες με το νόημα, έξω από μερικούς σολοκισμούς, καθώς τις διαβάζουμε ακούμε τον παλμό της καρδιάς των ανθρώπων τους που με τόση ζέση κρατούν τις αναμνήσεις των περασμένων τους και δεν αφήνουν να χαθεί τίποτε από την παράδοση του τόπου τους. Και είναι αυτή η μαγεία της ανάμνησης που ομορφαίνει τις διηγήσεις τους. Και αν είναι να επισημάνει κανείς κάτι από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι πως οι συγγραφείς μας τηρούν το πατροπαράδοτο: «Από Θεού άρξασθε». Ετσι γράφουν για τη θρησκευτικότητα των ναυτικών μας. Δύο φορές τουλάχιστον του χρόνου, στο έμπα της άνοιξης και στο έβγα του καλοκαιριού, όταν επέστρεφαν και όταν πάλι έφευγαν γέμιζαν οι εκκλησίες και τα εξωκλήσια από ναυτικούς και πλημμύριζαν από τάματα ναυτικών που γύριζαν ζωντανοί από τα μανιασμένα κύματα. Και τότε εκεί, άλλοτε ψηλά στις σκιερές πλατείες των χωριών και άλλοτε πάλι στις θαλασσοφίλητες ακρογιαλιές του Χορευτού και του Αη Γιάννη στήνονταν χοροί από τους ναυτικούς με τα ψημένα από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας γρανιτένια κορμιά τους, όπως και από τις βεργολυγερές κοπέλες του Πηλίου που σαν τη θεσπέσια Ναυσικά, την κόρη του Αλκίνοου και της Αρήτης στο νησί των Φαιάκων, έσερναν το χορό «της Αφροδίτης διαλεχτές στις Ελληνίδες μέσα». Ξέρουν οι Ελληνες ναυτικοί όχι μόνο να δουλεύουν σκληρά, αλλά και να γλεντούν όμορφα, στολίζοντας τη ζωή τους με χαρμόσυνες χαρές σε περιβόλια καλοσύνης.

Ακολουθούν και άλλες πολλές ενότητες στις οποίες αναφέρεται η όλη δραστηριότητα των καραβοκύρηδων του Κεραμιδιού, της Παλαιάς Μιτζέλας, της Ζαγοράς, του Αη Γιάννη που μπορεί να τα διαβάσει κανείς στο ίδιο το βιβλίο. Θα θαυμάσει ο αναγνώστης εκεί την εξυπνάδα των ναυτικών μας που έβρισκαν λύσεις ευφυέστατες στα δύσκολα της δουλειάς τους, όπως στην έξοδο των καραβιών από τη θάλασσα στη στεριά, όταν ήταν για επισκευή και συντήρηση, στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα των εμπορευμάτων, στην αντιμετώπιση των κυμάτων σε ώρες μεγάλης θαλασσοταραχής· θα γνωρίσει τη ζωή τους, θα μαγευτεί από τις περιπέτειές τους, τα θάρρη τους, τη λεβεντιά τους. Ναυτικοί με σιδερένια καρδιά «ατράνταχτοι στον ατράνταχτο της τρικυμίας τρόμο>> πάλευαν με τις θανάσιμες απειλές των κυμάτων και των αέρηδων, μόνοι τους χωρίς τα μέσα της σημερινής εποχής, αυτοί οι αψηφητές του χάρου που κοίταζαν προσεκτικά τις θέσεις, τις κινήσεις και το τρεμολάμπημα των λαμπερών άστρων εκεί ψηλά στο καμπυλωτό στερέωμα του ουρανού. Είναι όμως και το άλλο ακόμη· πολλοί από αυτούς είχαν και γνώσεις ναυπηγικής, από μόνοι τους κατασκεύαζαν μικρά καΐκια, σαν τον πρόγονό τους τον ομηρικό Οδυσσέα που στο νησί της Καλυψώς, όταν η νύμφη πήρε εντολή από τους Θεούς του Ολύμπου να αφήσει ελεύθερο τον ήρωα να γυρίσει στην Ιθάκη, αφού του έδωσε πελέκι κοφτερό και σκεπάρνι ακονισμένο, ο δαΐφρων γιος του Λαέρτη πήγε στο δάσος, έκοψε ξύλα και με την άσφαλτη τέχνη του κατασκεύασε τη Σχεδία του, αυτός ο ταξιδευτής του κόσμου και θηρευτής της γνώσης.

Πολλές ήταν οι οικογένειες του Πηλίου με πολλά και ωραία καράβια, αυτά που εμείς σήμερα βλέπουμε στις σελίδες του βιβλίου όπως τα αποθανάτισαν με το χρωστήρα τους ταλαντούχοι ζωγράφοι ή και δεξιοτέχνες φωτογράφοι. Οι άνδρες των οικογενειών αυτών ακούγοντας το μαγνητικό κάλεσμα της υγρής σειρήνας ως νέοι αργοναύτες ρίχνονταν στην αγκαλιά της θάλασσας ζητώντας σε ξένες χώρες το χρυσόμαλλο δέρας. Ενδεικτικά αναφέρω, σεβόμενος την πρόθυμη φιλοξενία της εφημερίδας, δύο μόνο οικογένειες καραβοκύρηδων των αδελφών Αναστασίου και Γεωργίου Μανίνη και του Ιωάννη Κλειτσινάρη (Τζοάνος) που με το στόλο των καραβιών έσκιζαν τα αφροπέλαγα υπακούοντας στην εντολή του λαϊκού τραγουδιστή:

«Φέρτε πραμάτειες μπόλικες, φλουριά μέσα στη χώρα,

για να’χει ο τόπος πόρεψη κι η φτώχεια ν’ ανασάνει».

Κι αν σήμερα κάποιος επισκεφθεί τις θάλασσες του Ανατολικού Πηλίου θα δει σε κάποιαν άκρη εγκαταλειμμένα καράβια, πεισματικά απομεινάρια μιας ένδοξης εποχής. Και όταν κάποτε η επιστήμη, όπως λέγεται, αποκρυπτογραφήσει τη φωνή των περασμένων χρόνων, θα έχουμε τη χαρά να ακούσουμε εκεί στις μαρμαροχάλικες ακρογιαλιές τον απόηχο της μπουρούς.

Και οφείλω τώρα να συγχαρώ εγκάρδια τους δύο εκλεκτούς συγγραφείς του βιβλίου, τον ακάματο Αλέξανδρο Καπανιάρη και τον εκλεκτό μου μαθητή Νίκο Τσούκα που μιμούμενοι τους παράλληλους βίους του Πλουτάρχου έγραψαν το δικό τους παράλληλο βίο τους: Μάηδες της Μακρινίτσας και τους «Καβαλάρηδες των Κυμάτων» ήτοι: «Τα Ζαγοριανά Καράβια». Και φαντάζομαι πως το δεύτερο αυτό βιβλίο θα το έγραψαν, ύστερα από τη συλλογή της ύλης, όπως και ο θείος Ομηρος την Οδύσσειά του, σε κάποιο ακρογιάλι του Πηλίου, εκεί κοντά σε «παφλάζοντα κύματα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης». Και είναι αλήθεια πως ξέχωρη ευχαρίστηση θα δοκιμάσει κανείς διαβάζοντας το ωραίο αυτό βιβλίο που είναι μια μακροχρόνια εργασία και ένα ανεκτίμητο μνημείο.

Και ευτυχώς δεν είναι σπάνιο ευτύχημα το ότι στο πολύκαρπο και αειθαλές Πήλιο υπάρχουν άνθρωποι που με γαλήνια τόλμη αποτολμούν δύσκολα πνευματικά τολμήματα και μας προσφέρουν τους εύχυμους καρπούς των προσπαθειών τους.

Σωτήρης Γεωργίου

Φιλόλογος

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου