ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι ελληνορωσικές σχέσεις μετά την επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα

οι-ελληνορωσικές-σχέσεις-μετά-την-επί-562165

Του Αντώνη Π. Σκοτινιώτη*

Μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Ελληνα Πρωθυπουργού στη Μόσχα, ζητούμενο αποτελεί μια ψύχραιμη αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτής, καθώς και η συνολικότερη ερμηνεία της ελληνικής στάσης έναντι της Ρωσίας, με δεδομένες και τις αιτιάσεις ότι μέσω των εκτός ΕΕ ανοιγμάτων, η Ελλάδα επιδιώκει την υποκατάσταση της ευρωπαϊκής της πορείας, καθώς και τον εκβιασμό των δανειστών της την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση.

Στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα κυριαρχούν δύο, εκ πρώτης όψεως αντίθετες, προσεγγίσεις σε σχέση με το πώς γίνονται αντιληπτές οι ελληνορωσικές σχέσεις. Η μία, ισχυρίζεται ότι οι Ρώσοι, ως ομόδοξο έθνος, ως λαός με τον οποίο μας χαρακτηρίζουν στενοί ιστορικοί και πολιτιστικοί δεσμοί, θα σπεύσουν να μας βοηθήσουν κάθε φορά που το έχουμε ανάγκη (άρα και τώρα). Η άλλη, υποστηρίζει ότι η Ρωσία αγνόησε κατά το -πρόσφατο και απώτερο- παρελθόν την Ελλάδα και σχεδόν ποτέ δεν τη βοήθησε όταν εκείνη το είχε ανάγκη (άρα το ίδιο θα κάνει και τώρα).

Και οι δύο αυτές απόψεις, οι οποίες ουσιαστικά αντιμετωπίζουν την πολιτική της Ρωσίας έναντι της Ελλάδας κατά τρόπο ενιαίο στο χρόνο, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση συζήτησης. Και τούτο, διότι αντιμετωπίζουν την πολιτική της Ρωσίας έναντι της Ελλάδας κατά τρόπο που δε λαμβάνει υπόψη του τους κάθε φορά διεθνείς και εσωτερικούς συσχετισμούς, από τους οποίους εξαρτάται η εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Επί παραδείγματι, η διαρκής επίκληση της άρνησης της Ρωσίας να βοηθήσει την Κύπρο κατά την προ διετίας κρίση της, με στόχο να καταδειχθεί ότι το ίδιο θα κάνει και τώρα –αλλά και στο μέλλον- με την Ελλάδα, παραβλέπει το γεγονός ότι το 2011 η ρωσική πλευρά χορήγησε δάνειο στη Λευκωσία, καθώς έκρινε προφανώς ότι αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της δεδομένων των τότε συγκυριών. Η αναφορά σε αυτό το παράδειγμα, επ’ ουδενί γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί ότι η Ρωσία θα χορηγήσει δάνειο ή άλλη οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα ώστε να αντιμετωπίσει την κρίση ρευστότητας- άλλωστε η ίδια η ελληνική κυβέρνηση δε ζήτησε κάτι τέτοιο. Γίνεται για να επισημανθεί η ανάγκη εξορθολογισμού και εκλογίκευσης του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις ελληνορωσικές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση της στάσης της Ρωσίας θα πρέπει κάθε φορά να γίνεται στη βάση των συμφερόντων της, στο πλαίσιο και των συσχετισμών που επικρατούν σε διεθνές επίπεδο, αλλά και των δεδομένων που επικρατούν στο εσωτερικό των δύο κρατών.

Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω πλαίσιο, το αποτέλεσμα των πρόσφατων επαφών των δύο πλευρών μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητικό, αφού:

Πρώτον, επιτεύχθηκε σε σημαντικό βαθμό η βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στις δύο πλευρές, δεδομένης και της ψυχρότητας που χαρακτήριζε τις σχέσεις τους κατά την τελευταία πενταετία, με ευθύνη τόσο της ρωσικής όσο και της ελληνικής πλευράς. Βελτίωση απαραίτητη για την προώθηση της περαιτέρω συνεργασίας μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη και του ελλείμματος εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια.

Δεύτερον, η Ελλάδα επανεντάχθηκε στα ενεργειακά σχέδια της Ρωσίας, όπως έδειξε και η εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους της προκειμένου να συμπεριληφθεί στα σχέδια επέκτασης του αγωγού «Turkish Stream» από τα ελληνοτουρκικά σύνορα προς τα δυτικά Βαλκάνια και εν συνεχεία -μέσω αυτών- προς την Κεντρική Ευρώπη. Ένα project που εφόσον υλοποιηθεί, θα αναβαθμίσει το γεωπολιτικό ρόλο της χώρας, καθώς θα καταστεί σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα του συστήματος μεταφοράς υδρογονανθράκων προς την Ευρώπη. Παράλληλα, θα διασφαλίσει την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, θα συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, ενώ θα δημιουργήσει ευνοϊκότερες προοπτικές στις σχέσεις της με γειτονικές χώρες (Τουρκία, ΠΓΔΜ) λόγω της διεύρυνσης της μεταξύ τους συνεργασίας ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στο συγκεκριμένο ενεργειακό project. Η Ελλάδα, ωστόσο, θα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους εντός ΕΕ για την προώθηση του εν λόγω σχεδίου, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την αναγκαιότητα να βρεθούν κράτη που προσφέρονται να διέλθει μέσω αυτών ο αγωγός (και τα οποία θα καταναλώνουν σημαντικό μέρος των διερχόμενων ποσοτήτων ώστε το έργο να καταστεί οικονομικά βιώσιμο) και αφετέρου το διακηρυγμένο στόχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για σταδιακή μείωση της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια. Ζητούμενο, εντέλει, για την Ελλάδα είναι να πείσει ότι το εν λόγω σχέδιο όχι μόνο δε βλάπτει, αλλά αντίθετα ωφελεί τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Τρίτον, φαίνεται πως άνοιξε ο δρόμος ώστε η Ρωσία να προκαταβάλει στην Ελλάδα μέρος των μελλοντικών κερδών του παραπάνω αγωγού (η λειτουργία του προγραμματίζεται να ξεκινήσει το 2019), γεγονός σημαντικό σε μια περίοδο που η χώρα μας αντιμετωπίζει κρίση ρευστότητας.

Αναφορικά με ζητήματα όπως η άρση του εμπάργκο για την εξαγωγή των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και η μείωση της τιμής του φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ελλάδα, η διευθέτησή τους παραμένει ανοιχτή και θα κριθεί σε μελλοντικό χρόνο. Σε σχέση με το ζήτημα του εμπάργκο, μένει να φανεί αν οι δύο πλευρές πράγματι επιδιώκουν την αλλαγή των δεδομένων σε αυτήν τη χρονική συγκυρία- η καθεμιά για δικούς της λόγους.

Σε κάθε περίπτωση, η βελτίωση των ελληνορωσικών σχέσεων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναβάθμισης της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας μέσω της άσκησης μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Βασικό στοιχείο της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής αποτελεί το άνοιγμα προς τις αναδυόμενες δυνάμεις (κράτη BRICS). Το άνοιγμα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως συμπληρωματικό και αναπόσπαστο μέρος της (δεδομένης) ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας και επ’ ουδενί ως εναλλακτική επιλογή σε σχέση με αυτή. Άλλωστε και η ίδια η Ρωσία, όπως αντίστοιχα και η Κίνα, ελάχιστα θα ενδιαφερόταν να αναπτύξει τις σχέσεις της με μια χρεοκοπημένη χώρα που θα βρίσκεται εκτός ευρωζώνης ή και εκτός ΕΕ. Ζητούμενο, αντίθετα, αποτελεί η ενίσχυση της ελληνικής θέσης εντός της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η σύνδεση της τρέχουσας διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, με τα διεθνή ανοίγματα της χώρας, μόνο σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει κατανοητή.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διαφαινόμενες επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς, το άνοιγμα προς τη Ρωσία (και άλλες χώρες) θα αυξήσει τη γεωπολιτική σημασία της χώρας εντός ΕΕ, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να συμβάλει σε μια καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές. Συνεπώς, η επιχειρούμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική σχετίζεται μεν με την τρέχουσα διαπραγμάτευση, αλλά παράλληλα την υπερβαίνει. Η δε αναβάθμιση των σχέσεών της χώρας μας με τη Ρωσία, πάντα σε συνδυασμό με την ιδιότητά της ως μέλους της ΕΕ, θα μπορούσε να μετατρέψει την Ελλάδα όχι σε «Δούρειο Ίππο» της Ρωσίας στην ΕΕ (όπως συχνά λανθασμένα κατηγορείται), αλλά αντίθετα σε αιχμή των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία, συμβάλλοντας –στο βαθμό που το επιτρέπουν οι δυνατότητές της- στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο πλευρών, προς το κοινό συμφέρον.

*Ο Αντώνης Π. Σκοτινιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στη Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου