ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η μαγεία ενός εικοσιτετραώρου

η-μαγεία-ενός-εικοσιτετραώρου-565051

Κόττες, μία αιφνιδιαστική πινακίδα ενός τοπωνύμιου, ένα ασυνήθιστο ακρογιάλι, πολύ κοντά στο Τρίκερι. Ας μη χασομερούμε, όμως. Παίρνουμε το δρόμο προς τα εκεί, αμέσως, γιατί οι θεοί της θάλασσας ζηλεύουν κι έχουν τέρατα που υπακούουν στις προσταγές τους…

Και δεν είναι ώρα να επιχειρήσουμε την ετυμολόγηση αυτού του τοπωνύμιου. Μου άρεσε, πάντως, η ενδιαφέρουσα εξήγηση, που μου έδωσε ο Μιχάλης Μιχαλάκης, κι ομολογώ ότι λογικά (αν όχι και γλωσσικά) με πείθει. Βασιλεύει νωρίτερα ο ήλιος σε τούτο τ’ ακρογιάλι, κι αυτό οφείλεται στο βουνό που υψώνεται ακριβώς πίσω του. Ετσι, πέφτουν γρήγορα τα σκότη στις Σκότες, και με την παραφθορά Κόττες. Και τα σκότη στις Κόττες χαρίζουν μία ευχάριστη ανάπαυλα κι έναν γλυκόν ύπνο.

Από τη μια πλευρά, λοιπόν, του Παγασητικού οι Κόττες, κι από την άλλη οι Κοκκωτοί, στην επαρχία του Αλμυρού. Υπάρχουν και οι Κοκκουσοί, αρχαία πόλη της Καππαδοκίας, όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Κι όπως παρατηρώ, όλα γράφονται με δύο «τ» και με δύο «κ», όπως και η γνωστή σε όλους μας Κοκκινιά και ο Κοκκιναράς, βόρειο προάστιο της Αθήνας. Αλλά δεν έχουν πια σημασία τα δύο σύμφωνα, που εξοβελίστηκαν και από άλλα τοπωνύμια. Έτσι, η Λάρισα γράφεται πλέον με ένα «σ», τα Τρίκαλα με ένα «κ», αλλά η Ελασσόνα με δύο «σ». Στη γλώσσα, υπάρχει το στοιχείο της αυθαιρεσίας, και στην Ακαδημία της Αθήνας επικρατούν οι νεωτεριστικές αντιλήψεις και η ανάγκη απλοποίησης της γλώσσας. Στην ποιητική Ελλάδα, τι να πει κανείς! Τα σύμφωνα συμφωνούν και τα φωνήεντα φωνάζουν…

Στην άκρη άκρη τ’ ουρανού, χλωμά χαμογελάει η μέρα. Ροδόχρυσα χαράματα, κι είναι Μεγάλο Σάββατο. Η θάλασσα γαληνεμένη. Από τη βεράντα του ξενοδοχείου (που ανήκει στη φιλόξενη και φιλότιμη Λίτσα Σταματά) κοιτάζω την πλαγιά του λόφου, τα αγριολούλουδα της άνοιξης, τα έντομα, τη γραφικότητα του τοπίου, το απέναντι κορφοβούνι, τις ασβεστωμένες γλάστρες της αυλής του ξενοδοχείου, κι όλα τα πράγματα που δημιούργησε ο Θεός ή ο άνθρωπος. Αλλά μόνο οι κτήσεις του Θεού είναι αθάνατες.

Κοιτάζω ολόγυρα κι αφουγκράζομαι. Ένα γαλάζιο πουλί πετάει κρώζοντας απ’ τη φωλιά του. Κάνει κύκλους πάνω από το λόφο, και τρία άλλα πουλιά περνούν, μεσ’ απ’ το τραχύ πράσινο χορτάρι, τιτιβίζοντας το ένα στ’ άλλο. Δεν ακούγεται τίποτα πέρα απ’ τον ήχο ενός μικρού κύματος, που χαϊδεύει τα βότσαλα της ακρογιαλιάς.

Προχωρώ στην ακροθαλασσιά, όπου, κάθε πρωί, οι ψαράδες έρχονται με τα καΐκια και τους καημούς τους. Βάζοντας όλη τους τη δύναμη, τραβούν τα τραχιά σκοινιά, ώσπου οι φλέβες φουσκώνουν στα μπράτσα τους σαν τις ραβδώσεις από γαλάζιο σμάλτο, σ’ ένα μπρούτζινο βάζο. Όταν ο άνεμος φυσάει απ’ τη στεριά, δεν πιάνουν σχεδόν τίποτα, ή λίγα πράγματα, γιατί είναι ένας πικρός άνεμος, με μαύρες τις φτερούγες. Και τ’ άγρια κύματα σηκώνονται ψηλά για να τον συναντήσουν. Όταν, όμως, ο άνεμος φυσάει προς τη στεριά, τα ψάρια έρχονται απ’ τα βαθιά και μπαίνουν κολυμπώντας στα δίχτυα. Και οι ψαράδες μονολογούν: «Δίχως άλλο, πιάσαμε πολλά ψάρια, σήμερα».

Οι άγριοι γλάροι διαγράφουν κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τα ψάρια πετάγονται απ’ τα δίχτυα σαν ασημένια πουλιά. Πέρα στα βράχια, γαντζώνονται οι πρώτες ανεμώνες, και κάτι ρόδινα μπουμπούκια φυτρώνουν στην άμμο. Σκέφτομαι τις μικρές πεταλίδες που είναι μεγάλοι ταξιδευτές. Κολλούν πάνω στις καρίνες των καραβιών και κάνουν το γύρο του κόσμου. Όσο για τις σουπιές, που ζουν στα ριζά των βράχων, απλώνοντας τα μακριά μαύρα μπράτσα τους, μπορούν να φέρουν τη νύχτα, όποτε το θελήσουν. Οι τόνοι έρχονται απ’ τα βαθιά, και οι νεαροί υπομονετικοί ψαράδες, γιοι του Δημήτρη Σταματά, τους πιάνουν, καθώς περνούν κατά κοπάδια, με κατακόκκινα πτερύγια και μάτια χρυσαφιά.

Η σκηνή που θα μου άρεσε περισσότερο είναι η στιγμή που πέφτει το πούσι πάνω στο καράβι και τους τυλίγει, ενώ το περιπλανώμενο φεγγάρι βάφει με ασήμι τα μελαμψά τους μέλη. Στο ίδιο καράβι βρίσκεται κι η Μαριγούλα, η καπετάνισσα, που ο φανταστικός ψαράς έμεινε να της φωνάζει και να της λέει: «Γοργόνα μου, γοργόνα, σ’ αγαπώ. Πάρε με για άντρα σου, για να με σώσεις».

Η γοργόνα, όμως, κουνάει το κεφάλι αρνητικά. «Έχεις ανθρώπινη ψυχή», απαντάει. «Μονάχα αν διώξεις την ψυχή σου, θα μπορέσω να σ’ αγαπήσω».

Κι ο νεαρός ψαράς σκέφτεται: «Τι μου χρησιμεύει εμένα η ψυχή; Δεν μπορώ να τη δω. Δεν μπορώ να την αγγίξω. Δεν την ξέρω. Αν τη διώξω, θα γνωρίσω, το δίχως άλλο, μεγάλη χαρά. Και παίρνει την μεγάλη απόφαση: «Θα τη διώξω την ψυχή μου», φωνάζει, «κι εσύ θα γίνεις γυναίκα μου. Θα γίνω κι εγώ ο άντρας σου. Στα βάθη της θάλασσας μαζί θα ζήσουμε, κι όλα όσα μου τραγουδούσες, θα μου τα δείξεις. Όσα επιθυμείς, εγώ θα σου τα κάνω, και οι ζωές μας δεν θα χωρίσουν ποτέ».

Δεν θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πόσο θαυμάσιο μέρος είναι τούτο το ακρογιάλι. Κι είναι παράξενο να βλέπεις τα ψαροκάικα να λικνίζονται στο νερό, με μια χάρη που σ’ αναστατώνει. Και στα κοχύλια των αυτιών τούτων των ψαράδων σταλάζει το κρασί της ιστορίας τους. Πικρή είναι η χαρά τους, και γεμάτος με μια αλλόκοτη χαρά ο πόνος τους. Όμως, η αγάπη τους για το ψάρεμα είναι καλύτερη κι απ’ τη σοφία, και απ’ τα πλούτη πολυτιμότερη.

Σκέφτομαι και κοιτάζω τους ψαράδες σαν άνθρωπος χαμένος σε όνειρο. Τούτοι οι άνθρωποι έζησαν (και ζουν ακόμα) τη ζωή τους στη θάλασσα. Αγγίζουν τις χορδές της περιέργειάς μου φέρνοντας ένα φύσημα θαλασσινού αέρα στα όνειρα της φυγής μου. Γνωρίζω τον Μήτσο, στο ποθητό ακρογιάλι της επιστροφής του από τα μεγάλα ταξίδια και τις ηδονές της αχαλίνωτης θαλασσινής ζωής. Κουβεντιάζω με τον Άγγελο, στο όμορφο κι απομακρυσμένο ταβερνάκι του, που το ξεπλένει η αλμύρα της θάλασσας. Αισθάνομαι μία άκακη χαρά στην ψαροταβέρνα της Λίτσας, κάτι σαν μαγική συνάντηση με την οικογένειά της. Αξίζει εδώ να γεύεσαι τα φαγητά της και να ξοδεύεται ο χρόνος σου. Μαζί με την αδερφή της, την καπετάνισσα, βλέπω μπρος μου δύο αγέραστες ελιές, καθώς προσπαθούν να σου χαρίσουν τον καρπό τους. Τα θαλασσινά ταξίδια, αυτές ξέρουν, είναι ένας αγώνας στον οποίο δοκιμάζεται κανείς. Και λίγο πιο πέρα, η ταβέρνα της κυρίας Ασημίνας και του Μιχάλη, που σου συμπεριφέρονται με ευγένεια, προθυμία και άριστη γνώση της δουλειάς τους, και σε χορταίνουν με τα καλομαγειρεμένα φαγητά τους.

Στο ξέφωτο της ακρογιαλιάς αισθάνομαι πως βλέπω όλα τούτα τα πρόσωπα, που συμμετέχουν στον πυρήνα της ζωής, ιδίως το καλοκαίρι, προσπαθώντας να κάνουν τη ζωή των επισκεπτών ευχάριστη και παραδοσιακή. Και φεύγοντας, αποθησαυρίζω όλες τις φευγαλέες αποδείξεις της κερδισμένης μου επίσκεψης σε τούτο το ήσυχο ακρογιάλι: φωτογραφίες, κουβέντες με τους ψαράδες αποσπασματικές και φιλικές, αναφορές στην τοπική ιστορία, χρώματα ανοιξιάτικα που σμίγουν φαντασμαγορικά στο μάτι, την απεικόνιση της θάλασσας και τ’ ουρανού, γλυκούς ήχους και θαλασσινά συμβάντα, που μπορούν να έχουν ή να μην έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Μία ολόκληρη κρυπτογραφία του Θεού στη φύση.

Η ισχυρότερη αίσθηση που έχω, τώρα που αφήνω τούτο το ακρογιάλι, είναι η πλουτισμένη μου όραση. Έχω εκδηλώσει την απληστία να περιεργαστώ τους ψαράδες, με τα δίχτυα τους απλωμένα στο μουράγιο, όπου, μέσα απ’ τις λεπτές χαραμάδες τους, μπορεί να φτάσει μία σταγόνα επικοινωνίας με τη θάλασσα. Μέσα από κάποιον περιορισμένο χώρο και χρόνο, νιώθω ότι οι οικογένειες εδώ, οι κοινωνικές κι επαγγελματικές δραστηριότητες που αναπτύσσουν, οι νέοι φίλοι που έκανα, τα καινούργια πρόσωπα που πλούτισαν τον κύκλο των γνωριμιών μου, όλα, μέσα από την οικειότητα, μου δημιούργησαν μία ιδανική πραγματικότητα.

Κοιτάζω το ακρογιάλι για τελευταία φορά, και δεν το χορταίνω. Μέσα στη θάλασσα, που θηλάζει όλη η γη από τα υγρά της στήθη, νιώθω κι εγώ να βυθίζομαι, με τη μαγική μορφή του ψαριού. Η ματιά μου αγκαλιάζει τ’ ακρογιάλι. Ήταν ένα επεισόδιο ενός εικοσιτετραώρου ζωής, μακριά από τον αποξηραμένο σημερινό κόσμο. Η επιστροφή μου στο Βόλο με βρίσκει ξεκούραστο, ύστερα από ένα διάλειμμα ομορφιάς, κι ένα αίσθημα ότι αν σηκωθώ, λίγο ακόμα, θα δω, θα συνεχίσω να βλέπω τη θάλασσα να κυματίζει, τα βότσαλα να λάμπουν στον ήλιο και τους γλάρους να πετούν. Κι όλη την ομορφιά να γίνεται δική μου. Κι αυτό είναι, νομίζω, το πιο προχωρημένο σημείο, που δέχομαι να σκεφτώ. Ότι ζούμε μέσα σε μία μυστική κατανόηση των πραγμάτων, σε μία Ελλάδα όπου όλοι ξοδεύουμε πολύ καιρό για να πεθάνουμε.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου