ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η γειτονιά μου

η-γειτονιά-μου-614648

Γράφει ο Ανδρέας Φ. Βασιλείου, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός, Πολιτικός Επιστήμονας

Η γειτονιά μου είναι μια γέρικη συντροφιά από διώροφα και τριώροφα σπίτια που στο παρουσιαστικό τους έχει αποτυπωθεί το πέρασμα του χρόνου. Στέκονται εκεί, χρόνια τώρα, αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, θαρρείς και το καθένα τους έχει συνηθίσει την παρουσία του άλλου και έχει συνταιριάσει την ύπαρξή του μαζί τους.

Στο κέντρο της υπάρχει ένα μικρό πλάτωμα, όπου συναντιούνται τρεις δρόμοι. Εκεί βρίσκεται και ένας γερο-πλάτανος, που απλώνει τους ροζιασμένους κλώνους του και προσφέρει τη σκιά του στους περαστικούς. Το αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το μικρό πλάτωμα, γιατί εκεί έχω περάσει αξέχαστες ώρες με τους φίλους μου κι έχουμε παίξει τα πιο τρελά μας παιχνίδια. Αλλά και τη γειτονιά μου, στο σύνολό της, την αγαπώ πολύ, γιατί έχει δική της προσωπικότητα και είναι γεμάτη ζωντάνια. Μας δίνει τη δυνατότητα να ερχόμαστε σε στενή επαφή μεταξύ μας, όλοι εμείς οι κάτοικοί της και να τη θεωρούμε σαν κάτι δικό μας, που έχει σχεδόν ανθρώπινη υπόσταση.

Το πρωί, καθώς ακούγονται οι πρώτοι ήχοι από τα παραθυρόφυλλα που ανοίγουν, ανοίγει και αυτή τα αγουροξυπνημένα μάτια της. Χαμογελάει ευχαριστημένη, όταν ακούει τα εγκάρδια καλημερίσματα των γειτόνων και όλη η ατμόσφαιρα παίρνει το ζωηρό φιλικό τόνο της, που είναι πιο βασικό χαρακτηριστικό της. Έτσι η ζωή της αρχίζει με ευνοϊκές προϋποθέσεις, για να συνεχιστεί ήρεμα και απλά ως το βράδυ. Οι κάτοικοί της έχουν συνηθίσει από χρόνια τώρα, να αλληλοεκτιμούνται και να συνδέονται ψυχικά μεταξύ τους. Και φροντίζουν τις αρχές αυτές να τις επιβάλλουν με την ευγένεια και τον καλό τρόπο σε όλους τους νεοφερμένους.

Καθώς η μέρα προχωρεί, οι θόρυβοι γίνονται δυνατότεροι και ο ρυθμός ζωηρότερος. Οι πιο γνώριμες και συνηθισμένες φωνές είναι του γαλατά, του μανάβη και του εφημεριδοπώλη. Και οι πιο οικείοι αλλά και ενοχλητικοί κρότοι είναι τα χτυπήματα των σφυριών στο σιδεράδικο της γωνιάς.

Οταν φτάνει το απόγευμα, η γειτονιά μου γνωρίζει τον πιο ζωηρό και ξέφρενο ρυθμό της. Τότε, σαν να έχουμε μυστική κοινή συμφωνία, όλα τα παιδιά ξεχυνόμαστε στη μικρή πλατεία και αρχίζουμε τα τρεχαλητά και το ποδόσφαιρο. Οι φωνές μας ξεσηκώνουν τον κόσμο. Διαμαρτυρίες και απειλές εκτοξεύονται απ’ όλες τις μεριές. Η κυρία Ελένη για τη γλάστρα της που αναποδογυρίστηκε από μια φάλτση μπαλιά. Ο μανάβης για τα καλάθια του και τα κοφίνια του. Ο ταξιτζής που φρενάρει απότομα, για να γλιτώσει κάποιον που ξεπετιέται άξαφνα μπροστά του. Αυτά και άλλα πολλά που όμως δεν είναι ικανά να μας συνετίσουν και εξακολουθούμε να τρέχουμε ξεφωνίζοντας λυσσασμένα κλωτσώντας αδιάκοπα τη μπάλα προς όλες τις κατευθύνσεις, ώσπου να πέσει το σκοτάδι.

Και το βράδυ με το γλυκό σβήσιμο της μέρας, ενώ τα τζάμια των σπιτιών αρχίζουν να φωτίζονται ένα ένα, καθόμαστε για λίγο στα πεζούλια της αυλής συζητώντας, νιώθοντας να ολοκληρώνεται, την ειρηνική αυτή ώρα, η φιλία και η αγάπη μας για τη γειτονιά μας και τους ανθρώπους της.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου