ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο ξενιτεμένος

ο-ξενιτεμένος-618952

Γράφει ο Ανδρέας Φ. Βασιλείου, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός, Πολιτικός Επιστήμονας

Ολοι στο νησί γνώριζαν τον Μπάρμπα-Νικολό με τη μεγάλη καμπούρα, τα γαλανά, γεμάτα λύπη, μάτια και τα άσπρα μαλλιά. Αυτόν το γεροντάκο συνηθίζω να τον επισκέπτομαι πολλές φορές όταν ο βοριάς φοβέριζε το νησί και η θάλασσα χτυπούσε αλύπητα τα βράχια. Ακουγα τις ωραίες ιστορίες του ώρες ολόκληρες καθισμένος κοντά στο τζάκι.

Ετσι και σήμερα, πήγα στο μικρό του δωμάτιο, όπου κατοικεί μόνος. Τον καλησπέρισα και μου ανταπόδωσε θερμά τον χαιρετισμό ανασηκώνοντας με κόπο την καμπούρα του. Κάθισα δίπλα του και τον παρακάλεσα να μου διηγηθεί όπως πάντα, μια ιστορία.

«Σήμερα, παιδί μου Ανδρέα, θα σου πω μια δική μου ιστορία που την πλήρωσα πολύ ακριβά. Κάποτε, ήμουν δεκαοχτάχρονο παλληκάρι, αποφάσισα, όπως τόσοι άλλοι, να πάρω το δρόμο για τα ξένα. Ακόμα θυμάμαι τα κλάματα της μητέρας και του αδελφού μου που με παρακαλούσαν να αλλάξω γνώμη. Εγώ όμως, ήμουν αμετάπειστος. Είχα πάρει την απόφασή μου. Ενα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά ήταν το όνειρό μου. Σε λίγες μέρες το πλοίο αναχωρούσε απ’ το μικρό λιμάνι του νησιού παίρνοντας μαζί του κι εμένα.

Εφυγα μακριά. Δούλεψα σκληρά. Πλούτισα. Ενας όμως, ήταν πάντα ο πόθος μου και να πέσω στην αγκαλιά της μάνας από καιρό είχε να μου δώσει σημάδια ζωής.

Κάποτε πήρα τη μεγάλη απόφαση να γυρίσω και να ζητήσω συγγνώμη από τη μανούλα μου για την πίκρα που την πότισα, όταν με παρακαλούσε να αλλάξω απόφαση και δεν την άκουγα».

Το πλοίο έφτασε επιτέλους, στο λιμάνι του νησιού. Αγωνία και συγκίνηση με κατείχε. Πήρα τον παλιό χωματόδρομο που οδηγούσε στο σπίτι μας. Ηταν όπως το άφησα. Κάτι όμως είχε αλλάξει. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και η καπνοδόχος δεν κάπνιζε, όπως συνήθιζε παλιά. Πάγωσα. Μήπως… Θεέ μου! Χτύπησα την πόρτα. Καμία απάντηση. Μόνο το μεγάλο κυπαρίσσι της αυλής λύγισε θλιμμένο τα κλαδιά του, σαν να ήθελε να μου πει κάτι. Ασυναίσθητα πήρα το δρόμο για το νεκροταφείο.

Ούτε ξέρω πώς έφθασα. Νόμιζα πως τα δέντρα και συμπόνια. Πλησίασα την πόρτα του, προχώρησα μέσα και ξαφνικά. Ω, όχι, Θεέ μου, δεν είναι Μαρία Κ., ετών 65. Η μάνα μου! Αν ήξεραν, θα έγραφαν ακόμη: «Πέθανε από τη μεγάλη λύπη, που την πότισε ο γιος της».

Συντριμμένος πήρα το δρόμο για το λιμάνι. Ούτε άκουγα ούτε αισθανόμουν τι γινόταν γύρω μου.
Ετσι, σήμερα βρέθηκα μόνος κι έρημος εδώ.

Σήκωσε το κεφάλι του, είδα ένα δάκρυ να κατρακυλάει στα ρυτιδιασμένα του μάγουλα. Υστερα ξανάσκυψε και έμεινε έτσι για πολλή ώρα.

Σηκώθηκα κι έφυγα σιγά – σιγά μουρμουρίζοντας μουδιασμένα μια καληνύχτα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου