ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«7 Μαρτίου 1948, ημέρα γιορτής»

7-μαρτίου-1948-ημέρα-γιορτής-626787

Νιώθω και εγώ σαν άνθρωπος άσχημα, γι’ αυτό πολλές φορές δε «συλλογάμε καλά», και χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις του Εθνεγέρτη Ρήγα, για να τονίσω πως: ενώ εκείνος, παρά τις όποιες προσωπικές ή και Εθνικές του σκοτούρες, της τότε εποχής, δεν είχε χάσει το θάρρος του και «καλά συλλογάταν».

Εμείς οι απόγονοι αυτών των Ηρώων, σε κάθε μας δυσκολία κρατάμε σφιχτά και απελπισμένα το κεφάλι μας σιγοτραγουδώντας το: μας πήρε το ποτάμι, μας πήρε ο ποταμός ή το: βουρκωμένο σύννεφο, τον ουρανό μαυρίζει.Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να εμψυχώσω τον όποιο απελπισμένο συμπατριώτη μας, όπως γινόταν με τους προγόνους μας που καρτερικά πρόσμεναν να «ξαστερώσει» ο ουρανός και να λιγοστέψουν οι κίνδυνοι, της όποιας πλημμύρας του ποταμού που και εκείνοι πάνω στην απελπισία τους τραγουδούσαν, για να περάσουν αντίπερα.

Και δεν είμαι, όπως είπα, ο κατάλληλος άνθρωπος της εμψύχωσης συν-Ελλήνων, γιατί και εγώ με τα όσα συμβαίνουν στο δύσμοιρο τόπο μας και που όλους αγγίζουν, λιποψυχώ.

Αλλά θυμήθηκα και θέλω να πω μια ιστορία που συνέβη πριν εξήντα οκτώ(68) ολόκληρα χρόνια και που η καλή δική μου τότε μοίρα, μου επεφύλασσε να βρίσκομαι κοντά και μέσα σε εκείνα τα συγκλονιστικά γεγονότα που ο ίδιος έζησα, πιο πολύ όμως έζησαν κάποιοι Έλληνες σκλάβοι, το κουράγιο και την προσμονή των οποίων πολλοί θαύμασαν για την υπερπήδηση των όποιων δυσκολιών τους, μέχρις ότου τους βρήκε η δικαίωση, ενώ εμείς «οι μεταγενέστεροι» λιποψυχούμε και σκεπτόμαστε χορούς Ζαλόγγου ή θηλιές αγχόνης.

Παρακολουθείστε νοερά τη χαρά χιλιάδων λαού όταν συνειδητοποίησαν πως εκείνο που με θέληση και προσμονή λαχταρούσαν χρόνια και χρόνια, το είχαν πλέον αποκτήσει. Ισως αυτή η δύναμη της θέλησης εκείνων των συμπατριωτών μας, δώσει και σε μας λίγο κουράγιο για να περάσουμε τα δύσκολα.

Ρόδος 7 Μαρτίου 1948

Τις πρωινές ώρες εκείνης της μέρας στη μεγάλη πλατεία του Διοικητηρίου και κατά μήκος της Λεωφόρου Μανδρακίου, χιλιάδες οι συγκεντρωμένοι πολίτες, όπως ήταν και στην ταράτσα του Δημοτικού Θεάτρου που κατά εκατοντάδες και σαν τσαμπιά σταφυλιών κρεμόντουσαν, με κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους.

Οι Αρχές της πόλεως με επικεφαλής τον ευγενή και καλοκάγαθο Δήμαρχο Γαβριήλ Χαρίτο μπροστά στο Ταχυδρομικό Μέγαρο, περίμεναν τους Βασιλείς που θα έρχονταν από τον αγκυροβολημένο Θεμιστοκλή.

Η υποδοχή των Βασιλέων έγινε και, όλοι μαζί οι επίσημοι, πεζή έφθασαν προ του Ηρώου, και πήραν θέσεις στην εξέδρα και γύρω από αυτή.

Μετά από λίγο και σε απόλυτη σιγή, ο Αντιπρόεδρος της τότε Κυβέρνησης Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, από το μπαλκόνι του Διοικητηρίου, διάβασε το Βασιλικό Διάταγμα προσάρτησης της Δωδεκανήσου:

ΠΑΥΛΟΣ Α’ Βασιλεύς των Ελλήνων.

Aποφασίζομε και διατάσσομε!

Αρθρον Ιον

Τα νησιά της Δωδεκανήσου Ρόδος, Σύμη, Κως, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος, Κάρπαθος, Κάσσος, Καστελόριζο κ.λ.π. (στο διάταγμα αναφέρονται ονομαστικά όλα τα νησιά και βραχονησίδες) από 28 Οκτωβρίου 1947 προσαρτώνται στην Ελλάδα. Το δε παρών Βασιλικόν Διάταγμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως!

Μετά τον Υπουργό πήρε το λόγο ο Βασιλιάς! Αργή, βραχνή, βαριά και επιβλητική, η φωνή του Παύλου.

«ΕΛΛΗΝΕΣ, Κατά την χαρμόσυνο αυτήν στιγμή, φέρω τον αδελφικό χαιρετισμό του Ελληνικού λαού, στους Ελληνες της Δωδεκανήσου. Και συνέχισε να διαβάζει το διάγγελμά του ! Παλλόμενη από συγκίνηση η φωνή του και αν το επέτρεπαν οι συνθήκες θα έβαζε τα κλάματα. Τι θα πει Βασιλιάς ή έτερος Αρχηγός Κράτους; Ενσωμάτωση σκλαβωμένων νήσων στη μητέρα Πατρίδα γινόταν εκείνη την ώρα. Δικαιολογημένα τα κλάματα όλων, ακόμη και των Αρχόντων.

Ο Δήμαρχος Γαβριήλ Χαρίτος είχε γονατίσει και έκλαιγε. Και σε αυτό το συγκινητικό πατριωτικό του ξέσπασμα, τον ακολούθησαν πολλοί.

Κωδωνοκρουσίες, σειρήνες, σφυρίγματα πλοίων, ζητωκραυγές και ακαταλαβίστικες φωνές δονούσαν την ατμόσφαιρα. Στην κορυφή του Μόντε Σμίθ οι δυναμίτες συναγωνιζόντουσαν στο ποιός θα κάνει περισσότερο κρότο.

Στο ξέφρενο εκείνο πλήθος ήταν αδύνατη η επιβολή της όποιας αστυνομικής τάξης. Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα κατέβηκαν από την εξέδρα τους και ηθελημένα μπερδεύτηκαν ανάμεσα στους απλούς πολίτες. Τα Πριγκιπόπουλα χάθηκαν και αυτά μέσα στο πλήθος, ενώ ο μικρός οχτάχρονος Κωνσταντίνος σε ένα χωροφύλακα τροχονόμο, επειδή του άρεσε η στολή του, είπε στον αστυνομικό πως: όταν μεγαλώσει θα γίνει… χωροφύλακας. Δεν γνωρίζω αν ο Κωνσταντίνος έγινε Χωροφύλακας, Βασιλιάς όμως άκουσα πως έγινε για ένα διάστημα.

Πριν από εκείνη τη χαρούμενη γιορτή και για τον ίδιο σκοπό το τελευταίο πενθήμερο του μηνός Μαρτίου του έτους 1947, ένα δηλαδή χρόνο νωρίτερα είχαν προηγηθεί κάποιες άλλες όμοιες γιορτές τόσο στη Ρόδο, όσο και στα νησιά Κω, Κάλυμνο και Λέρο. Ας τις παρακολουθήσουμε και αυτές.

Το πρωί στις 27 Μαρτίου 1947 από το Λιμάνι του Σκαραμαγκά το Αρματαγωγό «ΧΙΟΣ» σαλπάρισε για τα Δωδεκάνησα, στα οποία θα αποβίβασε κάπου εξακόσιους Αστυνομικούς, μια δύναμη της Χωροφυλακής, που για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και ύστερα από την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, θα επάνδρωνε τα αστυνομικά τμήματα εκείνων των νήσων.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας το αρματαγωγό μπήκε στο Λιμάνι του Λακκίου της Λέρου, στην προβλήτα του οποίου χιλιάδες Λεριοί με κλάματα και χειροκροτήματα υποδέχθηκαν τους άνδρες που προοριζόντουσαν για την πόλη τους και τα κοντινά νησιά, ενώ κάτω από το «ΧΙΟΣ» που ήταν αγκυροβολημένο σε κάποια απόσταση από την ακτή, βρισκόταν βυθισμένο από τις 26 Σεπτεμβρίου 1943 το αντιτορπιλικό μας «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ», το οποίο είχε παρασύρει στον υγρό του τάφο εβδομήντα δύο παλικάρια μαζί με τον Κυβερνήτη του Γιώργο Μπλέσσα. Και εδώ τα Γερμανικά Στούκας είχαν δείξει την παλικαριά τους.

Συγκινημένοι οι χωροφύλακες που από το ΧΙΟΣ έβλεπαν εκείνοι την υποδοχή των συναδέλφων τους, αλλά και για όσα μάθαιναν για τον άδικο χαμό τόσων παλικαριών, αναχώρησαν για την Κάλυμνο στην οποία και εκεί ένοιωσαν περηφάνια που συναντούσαν ανθρώπους που μύριζαν θυμάρι Ελληνικό, παρά τα τόσα χρόνια σκλαβιάς.

Η υποδοχή τους δεν περιγράφεται με εκείνες τις χιλιάδες λαού ,τις ατέλειωτες Κωδωνοκρουσίες, τα αδιάκοπα δαιμονισμένα σφυρίγματα πλοίων και ιδιαίτερα εκείνοι οι εκκωφαντικοί κρότοι που δημιουργούσαν οι εκατοντάδες χωρίς υπερβολή δυναμίτες που έπεφταν και καλωσόριζαν το ΧΙΟΣ με την αστυνομική δύναμη.

Εκεί ένας καθηγητής, παρασύροντας αστυνομικά όργανα μέχρι το κοιμητήριο της πόλεως, παρουσία εκατοντάδων πολιτών παρακαλούσε τους νεκρούς να σηκωθούν για να νιώσουν λίγη ώρα λεύτεροι και ύστερα να κοιμηθούν ξανά τον αιώνιο ύπνο τους.

Ό καλός εκείνος εκπαιδευτικός και μέχρι την ώρα κείνη Έλληνας σκλάβος έλεγε τούτα τα λόγια στους νεκρούς πατριώτες του με συγκίνηση και λυγμούς και συναισθηματική φόρτιση η οποία δικαιολογημένα παρέσυρε όλους σε εκείνο το βουβό αλλά χαρούμενο κλάμα.

Στο νησί του Ιπποκράτη, την Κω, πέρα από τις ξέφρενες τρέλες που έκαναν οι χιλιάδες κάτοικοι για να δείξουν τη χαρά που νοιώθανε βλέποντας στον τόπο τους Ελληνική Αστυνομική δύναμη, ένας πάμπτωχος βιοπαλαιστής στην μεγάλη πλατεία της πόλεως και παρουσία χιλιάδων πολιτών και Ελλήνων Αστυνομικών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Συνταγματάρχης Παπαδημητρίου Χαρίλαος Θεσσαλός την καταγωγή, σε ένδειξη χαράς που τον πρόλαβε ζωντανό-όπως φώναζε- η λευτεριά, κατάσφαξε ένα πανέμορφο μοσχαράκι του και το προσέφερε δωρεάν σε εκείνο το ξέφρενο πλήθος!

Το απόγευμα στις 29 Μαρτίου 1947 όταν το «ΧΙΟΣ» έμπαινε στο λιμάνι της Ρόδου οι χιλιάδες λαού που το περίμεναν έκαναν τρέλες.

Η Αστυνομική δύναμη που βρισκόταν στο κατάστρωμα του «ΧΙΟΣ» τα είχε χαμένα και όταν συντεταγμένη βγήκε από τη μπούκα-πόρτα του, οι Ρόδιοι κυριολεκτικά τους διέλυσαν με εκείνη την ένθερμη υποδοχή που τους επεφύλασσαν. Τους σήκωσαν στους ώμους, τους πήραν τα όπλα τους και κάποια παιδιά έκαναν παρέλαση με τα όπλα των χωροφυλάκων ενώ εκείνοι που τα είχαν χάσει βρισκόντουσαν σε απόγνωση, για λίγο όμως, επειδή όταν ηρέμισαν οι εκδηλώσεις, πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσα στους άνδρες της αστυνομίας τα παιδιά που είχαν πάρει τα όπλα. Έφεραν και το δικό μου, που θυμάμαι ότι είχε αριθμό 7.008.

Και μέσα σε τούτα τα χαρούμενα και τρελά ακουγόντουσαν οι κωδωνοκρουσίες όλων των Εκκλησιών της πόλεως, τα σφυρίγματα των πλοίων στα οποία και το «ΧΙΟΣ» συμμετείχε, επειδή η χαρά δεν ήταν μόνο των απελευθερωμένων πλέον Δωδεκανησίων, αλλά και εκείνων των Ελλήνων που για πρώτη φορά πατούσαν τα ιερά χώματα της Δωδεκανησιακής Γης.

31 Μαρτίου 1947

Ηταν η Αγια κείνη μέρα που ο Αγγλος Στρατιωτικός Διοικητής Δωδεκανήσου Πάρκερ, στη Ρόδο και στη μεγάλη πλατεία του Διοικητηρίου, σε επίσημη τελετή, παρέδιδε τα Δωδεκάνησα στον δικό μας Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη.

Βλέπω μπροστά μου, ενώ συγχρόνως η φωνή του ακούγεται από τα μεγάφωνα, ένα Ναύαρχο φορώντας την επίσημη στολή του και στην αντιφώνηση, απαντώντας στον Ταξίαρχο Πάρκερ, να κλαίει από συγκίνηση και να μη μπορεί να αρθρώσει λέξη! Πρέπει να ήταν οι πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής του Ανωτάτου εκείνου Ελληνα Αξιωματικού, όπως ήταν και όλων μας όσων την ιερά εκείνη στιγμή παρακολουθούσαμε τα τεκταινόμενα !

Δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί το παραλήρημα των Ροδίων πολιτών! Τρελός μα την αλήθεια εκείνος ο κόσμος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του! Χόρευε, έκλαιγε, τραγουδούσε ,έτρεχε δεξιά και αριστερά και φώναζε λέγοντας διάφορα.

Ηθελε να ακουστεί η φωνή του στα πέρατα του κόσμου και να του πει ότι νιώθει λεύτερος.

Αιματοβαμμένα τα ηρωικά χώματα της μαρτυρικής Δωδεκανήσου, αυτά τα νησάκια όμως δεν είχαν πάψει στα χρόνια της σκλαβιάς να μυρίζουν ελληνικό θυμάρι, παρά του ότι ξένοι άρπαγες για αιώνες πατούσαν τη μπότα τους ως κατακτητές.

Οι μεγαλοπρεπείς ή καλλίτερα «μικροπρεπείς» Σουλεϊμάν, Ηγεμόνες, Βεζίρηδες και Αγάδες (1522-1912),τριακόσια ενενήντα (390)δηλαδή χρόνια κατοχής, βρισκόντουσαν στον τράχηλο «άπιστων» Χριστιανών στον οποίο ακόνιζαν τις πελώριες αστραφτερές τους χαντζάρες.

Ύστερα ήρθε από τους Σουλτάνους η παράδοση των νήσων το 1912 στον «ευγενή» Ευρωπαίο και σημερινό μας φίλο, που και εκείνος, στα δικά του χρόνια και ανάλογα με τις διαθέσεις του, έπραττε τα «δέοντα».

Ιδιαίτερα επί των ημερών του αξέχαστου και «συμπαθέστατου» Ντε Βέκκι, Γενικού Διοικητού Δωδεκανήσου, που με δική του αυστηρή εντολή, στον Κυβερνήτη του Ιταλικού υποβρυχίου «delfino», εκείνο , ξεκινώντας στις 15 Αυγούστου 1940 από το Λακκί της Λέρου, έστειλε τα «χαιρετίσματά» του στη δική μας ΈΛΛΗ, η οποία-λόγω γιορτής και σημαιοστολισμένη, βρισκόταν στο λιμάνι της Τήνου.

Αυτός ο τελευταίος δυνάστης, τα νησάκια μας δεν τα κράτησε αιώνες, όπως ο προηγούμενος. Τα είχε στη δικαιοδοσία του κάπου τρεις και κάτι 10ετίες και τούτο επειδή, ένας δικός του σύμμαχος, περισσότερο σατανικός και προοδευτικός «επιστήμονας» στην κατασκευή αερίων εξόντωσης ανθρωπίνων υπάρξεων, τα «χάλασε» μαζί του στο μεταξύ τους πολεμικό παιχνίδι, και βιαίως τα άρπαξε στη δική του δικαιοδοσία. Ευτυχώς όμως δεν τα χάρηκε για πολύ, επειδή αναγκάστηκε, προ αδιεξόδου ευρισκόμενος και μάλιστα άνευ όρων, το Μάιο το 1945, να τα παραδώσει στο δικό μας -τότε και τώρα- σύμμαχο και «ανάδελφο φίλο», Άγγλο αποικιοκράτη.

Και εκείνος ο ανάδελφος φίλος μας, τα κράτησε στη δικαιοδοσία του κάπου δυο χρόνια και με πολύ θλίψη στις 31 Μαρτίου του έτους 1947 τα παρέδωσε στο δικό μας Ναύαρχο Στρατιωτικό τότε Διοικητή Δωδεκανήσου.

Φίλοι μου αναγνώστες σας είπα πιο πάνω πως συμμετείχα και εγώ σε εκείνα τα γεγονότα και έτσι είναι επειδή ανήκα στην Αστυνομική δύναμη που βρισκόταν πάνω στο «ΧΙΟΣ» και πέρασα από όλα τα νησιά και χαιρόμουνα και έκλαιγα στη χαρά των Δωδεκανησίων πατριωτών μας που με καρτερία και προσμονή απέκτησαν την λευτεριά τους. Και μα την αλήθεια δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το μεγαλείο ψυχής του Δωδεκανησιακού Λαού.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου