ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αγάπη ~ Γαλήνη και Τρικυμία της Καρδιάς

αγάπη-γαλήνη-και-τρικυμία-της-καρδιάς-679587

Tου Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα-πανεπιστημιακού

Μία σπίθα χοροπηδάει μέσα μου, πιάνει η φωτιά, λαμποκοπούν οι φλόγες. Κι όλο χαρά περιμένω, μες στο σκοτάδι, τούτες οι φλόγες ν’ αναζωπυρωθούν. Κι οι άνθρωποι που αγάπησα, να βγουν στο φως. Πού νά ‘σαι, λοιπόν, δολερή, βαθιά καρδιά, να τους χαμογελάσεις; Σ’ ένα αλαζονικό δάσος κρύφτηκες, και πώς θα ξαναγαπήσεις;

Όλοι ξέρουμε πως η φωτιά είναι η αρχή του φωτός, και η αγάπη, αρχή κάθε γνώσης. Αλλά έρχεται, χωρίς ποτέ να τη δούμε. Τη βλέπουμε μόνο όταν, φωτεινή σαν το ηλιοβασίλεμα, φεύγει. Φεύγει, γιατί οι μέρες του ρομαντισμού της, πέρασαν ανεπιστρεπτί. Το επιστημονικό πνεύμα βάζει τέλος σ’ αυτό το είδος της αυταπάτης, κι η αγάπη γίνεται πια κάτι σπάνιο. Κι όσο γι αυτούς που αγάπησαν, ρίχνοντας τους τοίχους της φυλακής, να λυτρωθεί η ψυχή τους, όλοι τους πρέπει να καταλυθούν απ’ τη φωτιά της αγάπης τους, διαφορετικά, θα ζήσουν μία αγάπη θνησιγενή. Η αγάπη πρέπει ν’ αποδείξει με πολύ αγώνα ότι είναι πιο δυνατή απ’ το μίσος, τη ζήλεια, την εκδίκηση και το χρόνο. Και, κυρίως, να μην είναι κυκλοθυμική. Δηλαδή, να μη γίνει μία αγάπη, που να παρουσιάζει περιοδική μετάπτωση από ένα συναίσθημα σε άλλο, από μία ψυχική και συναισθηματική κατάσταση σε άλλη – μία αύξηση και ελάττωση του ψυχικού τόνου.

Κάθε σκέψη, κάθε πάθος, κάθε απόλαυση, καθετί που συγκλονίζει το θνητό κορμί, δεν είναι τίποτ’ άλλο από ιέρειες της αγάπης, που την ιερή της φλόγα τροφοδοτούν. Υποστηρίζεται πως η αγάπη είναι μία φλόγα, που φλογίζει τις ανθρώπινες θελήσεις. Άλλοι πιστεύουν πως η αγάπη είναι μια φλόγα, που κατακαίει τους ανθρώπινους πόθους. Επισημαίνεται, επίσης, πως η αγάπη είναι μία φλόγα, που σπρώχνει τον άνθρωπο στο βάραθρο. Πάντως, μία απ’ τις τρεις τούτες αγάπες, θα κάνει, τελικά, δική του ο καθένας μας. Όποια αυτός διαλέξει.

Άλλοι, ωστόσο, έχουν διαφορετική άποψη. Η αγάπη, ισχυρίζονται, δεν είναι φωτιά, που κρύβουμε στην ψυχή μας. Γιατί όλα μάς προδίδουν: η φωνή, η σιωπή, το βλέμμα. Κι οι φωτιές που είναι κακά κρυμμένες, λάμπουν καλύτερα. Και η αληθινή αγάπη; Αυτή πρέπει να είναι πιστή! Αλλά η αγάπη αποφεύγει την αμφιβολία, γιατί δεν μπορεί να την υποφέρει. Όμως, από την άλλη μεριά, τυφλώνεται με ό,τι αγαπάει, όποιος αγαπάει αληθινά, κατά τον Πλάτωνα. Ενώ ο Δημόκριτος, αφαιρώντας τη λέξη «αληθινά», και με απολυτότητα, θα τονίσει: «Μου φαίνεται πως από κανένα δε θ’ αγαπηθεί, αυτός που δεν αγαπά κανέναν».

Προσωπικά, αγαπώ τη γνώμη του Σωκράτη. Ο μέγας φιλόσοφος, βλέποντας την αγάπη μέσα από το πρίσμα της φιλίας, μάς λέει ότι η αγάπη που δεν εκφράζεται, την κατάλληλη στιγμή, μοιάζει σα να ‘ναι μίσος. Ξέρει ο ανώτατος φιλοσοφικός Νους ότι απ’ όλα εκείνα, με τα οποία η σοφία συντελεί στην ευτυχία της ζωής, πολύ πιο σημαντικό είναι η απόκτηση της φιλίας. Εξίσου αρεστή βρίσκω και τη ρήση του Σοφοκλή, με την οποία θέτει τα σοφά όρια της αγάπης. «Όσοι αγάπησαν πιο πολύ απ’ όσο πρέπει, αυτοί μισούν και πιο πολύ απ’ όσο πρέπει», μας λέει. Μίσος κι αγάπη, το λοιπόν, εχθροί και φίλοι, αγκαλιασμένοι. Κι ανίκητος, βουβός πολεμιστής, ο σκώληκας, που και τους δυο τους τρώει!

Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που μπορούν να μη ντρέπονται. Γιατί, ενώ, κάποτε, αγάπησαν κι αγαπήθηκαν, τώρα, δεν αγαπούν πια και δεν αγαπιούνται. Μόνο αγωνίζονται στο ματωμένο της αγάπης πεδίο, μέσα στο δίκορφο και λιμασμένο στήθος, που έκλεισαν την αγάπη. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν πως η αγάπη κι ο πόλεμος είναι, ως ένα βαθμό, το ίδιο πράγμα. Γι αυτό και η στρατηγική το ίδιο εφαρμόσιμη και για τα δύο. Αλλ’ εκτός από πόλεμο, η αγάπη φέρνει ειρήνη, ανακωχή, ζωή και θάνατο, που κυριαρχούν εκ περιτροπής.

Όταν μιλάει κανείς γι αγάπη, αξίζει να θυμηθεί την ωραία Ελένη, που η απαγωγή της από τον Πάρη υπήρξε η αφορμή του τρωικού πολέμου. Η Ελένη που συνδέεται άμεσα με τον πόλεμο, τον πόθο, την ομορφιά, τον έρωτα και την αγάπη, δεν μας αφήνει ασυγκίνητους. Υπάρχουν επτά μυστικά μονοπάτια για τη σωτηρία του ανθρώπου: ο νους, η καρδιά, η σιγή, η πράξη, η απελπισία, η αγάπη κι ο πόλεμος, και η Ελένη διαλέγει το τελευταίο, κι αγωνίζεται να συνθέσει τις αντιθέσεις (και να τις εναρμονίσει). Το αρσενικό και το θηλυκό, η ενσάρκωση της αγάπης προσπαθεί να τα κάνει να γίνουν ένα στην ψυχή, όπως προσπαθεί να τα κάνει ένα και στο σώμα. Η αγάπη που, στην έκστασή της, σπάζει τα δεσμά της σάρκας και εξαϋλώνεται.

Υπάρχει, πάντως, μία μεγάλη διαφορά στον τρόπο που αγαπάει η γυναίκα. Αν η αγάπη είναι ένα μέρος της ανθρώπινης ζωής, για τη γυναίκα είναι ολόκληρη η ύπαρξή της. Όμως, αλίμονο! Η δύναμη της αγάπης εξασθενίζει και χάνεται, με την πάροδο του χρόνου, όπως, άλλωστε, χάνονται κι όλα τα άλλα συναισθήματα του ανθρώπου. Και, στο τέλος, μένει μετέωρη, απομωραμένη, αποστεωμένη ολόκληρη η ύπαρξη.

Σύμφωνα με τους Ψαλμούς του Σολομώντα, η αγάπη είναι παντοδύναμη. «Ούτε οι κατακλυσμοί μπορούν να την πνίξουν, ούτε οι πλημμύρες να τη σβήσουν». Δεν θέλει ν’ αφήσει τον άνθρωπο μοναχό στον κίνδυνο ποτέ της. Η αγάπη, σα μια κραυγάζουσα ψυχή, όλες τις πίκρες και τις χαρές της γης βαστάει, κι έναν καθρέφτη χαρίζει στον άνθρωπο, να βλέπει τη μοίρα του. Ω, ανθρώπινη αγάπη! Μας δίνεις στη Γη, αυτό που περιμένουμε στον Ουρανό!

Συχνά, έρχονται στιγμές που ο άνθρωπος αμφιβάλλει αν υπάρχει αγάπη. Και, τότε, μέσα του, το μίσος αρχίζει να φυτρώνει. «Να γελάσω ή να βλαστημήσω;» αναρωτιέται. Και η ηχώ τού απαντά: «Ν’ αγαπάς!»

Ω, Θεέ! Αναχαίτισε το χώρο και το χρόνο, για να κάνεις, δυο που αγαπιούνται, ευτυχισμένους. Ω, άνθρωπε! Αναζωπύρωσε την αγάπη. Όνομα ιερό, που συνώνυμο της ευγένειας, της φιλίας και της στοργής είναι τ’ όνομά της. Αγάπη, που εύκολα ναυαγεί το καράβι της όταν, στην πορεία του, χάσει τον αστερισμό του!

Αξίζει, τώρα, να συγκρίνουμε τις δύο παρακάτω ρήσεις. Η πρώτη είναι του Θαλή, ενός από τους σοφούς της αρχαιότητας, κι η δεύτερη (ειπωμένη αιώνες, αργότερα) του Χριστού. «Αγάπα τον πλησίον σου, ακόμα και με κάποιο κόστος», μας λέει ο σοφός. «Αγάπα τον πλησίον σου, ως σεαυτόν», μας ζητάει ο Χριστός. Και η αγάπη, προσωποποιημένη πια, μας αποκαλύπτει ότι είναι εύκολο ν’ αγαπάς τον πλησίον σου, γιατί ο καθένας είναι ο πλησίον του εαυτού του και, όπως βλέπουμε, καθημερινά, η καταστροφή τού πλησίον χαροποιεί και τον φίλο και τον εχθρό…

Η αλήθεια είναι ότι θ’ αγαπάμε, πάντα, είτε κερδίζοντας είτε χάνοντας στο παιχνίδι της αγάπης. Ίσως, όσο χάνουμε, άλλο τόσο να θέλουμε ν’ αγαπάμε, ώσπου ν’ αποδείξουμε ότι είμαστε άξιοι ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν αγαπούν, αλλά δεν ξέρω κανέναν, που να μη θέλει ν’ αγαπηθεί. Κατά κανόνα, αγαπάμε αυτόν που μας αγαπάει και καλοδεχόμαστε αυτόν που μας καλοδέχεται. Και στον πόλεμο της αγάπης, αυτός που το βάζει στα πόδια είναι ο νικητής. Έτσι τουλάχιστο λένε. Όσο για τη συμβίωση, πιστεύουμε ότι η φιλία είναι το τέρμα και η υπέρτατη ανταμοιβή της συζυγικής ευτυχίας. Στα φυλλοκάρδια, πολλή αγάπη κατεβαίνει κι αρχίζει να θρυμματίζεται και, πολύ συχνά, θυελλωδώς να διαφοροποιείται: Ο πεθερός αγαπάει το γαμπρό του, αγαπάει και τη νύφη του. Η πεθερά αγαπάει το γαμπρό της, αλλά δεν αγαπάει τη νύφη της. Και η νύφη που αγαπάει τον άντρα της, αγαπάει και την πεθερά της. Ο πατέρας αγαπάει περισσότερο την κόρη απ’ το γιο, κι η μάνα το γιο απ’ τη κόρη. Βλέπετε, όλα είναι αμοιβαία, και θα οδύρονται για τα σφάλματά τους οι αιώνιοι επιμηθείς.

Μυθολογείται ότι ο Ιάσων ήταν ένας άνθρωπος εγωιστής, και η αγάπη του για τη Μήδεια στάθηκε απλώς ένας σωματικός πόθος, και τίποτα περισσότερο. Η Μήδεια, αντίθετα, είναι η βάρβαρη, που δίνει όλο της το είναι στον άντρα που αγαπάει και που, όταν βλέπει πως την αφήνει, νιώθει γι αυτόν ένα μίσος εξίσου άγριο κι αδιάλλακτο με τον έρωτα, που πριν αισθανόταν. Η Μήδεια του Ευριπίδη ξετυλίγει το θέμα της διαμάχης ανάμεσα στα δύο φύλλα, που το οξύνουν οι φυλετικές διαφορές. Αφού πρώτα οικτίρει τη θέση της γυναίκας απέναντι στον άντρα, προχωρεί μετά στο καταχθόνιο σχέδιό της: Εκτελώντας το στυγερό της έγκλημα, που ήταν ο διπλός φόνος της Γλαύκης και του Κρέοντα, έφτασε και στο φόνο των παιδιών της. Μπορούμε ν’ ακούσουμε πώς διηγείται η ίδια τη συμφορά της στο Χορό: «Απ’ όλα εδώ τα πλάσματα που έχουν ψυχή και σκέψη, εμείς οι γυναίκες είμαστε τα πιο δυστυχισμένα. Αν τύχει και ταιριάσουμε, κι ο άντρας ζει μαζί μας αγόγγυστα, σηκώνοντας της παντρειάς το βάρος, λαμπρά περνάμε. Ειδεμή, καλύτερος ο Χάρος. Ο άντρας, όταν βαρεθεί το σπίτι, βγαίνει κι έξω, και διώχνει τη βαρυθυμιά στη συντροφιά των φίλων. Μα εμείς πρέπει να βλέπουμε προς μια ψυχή μονάχα. Μας λένε πως εμείς στο σπίτι δίχως κίνδυνο τη ζωή περνάμε, ενώ εκείνοι πολεμούν και κονταροχτυπιούνται. Κι όμως λογαριάζουν εσφαλμένα, γιατί τρεις φορές θά’ θελα να στήσω το κορμί μου ασπίδα, παρά μία μόνο φορά να γεννήσω!». Η Μήδεια, μετά την παιδοκτονία της, ανεβαίνει σε φτερωτό άρμα, που έστειλε ο Ήλιος, κοιτάζοντας τον Ιάσονα, θριαμβευτικά, ενώ κρατάει αιμόφυρτα τα σώματα των δύστυχων παιδιών της. Βλέποντάς τη, ο Ιάσων αναφωνεί: Τέτοιο κακούργημα ποτέ δεν τόκανε Ελληνίδα…

Αν η αγάπη, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι μία απάντηση για όλα τα πράγματα, τότε, μπορούμε να ξαναδιατυπώσουμε την ερώτηση με περισσότερη σοφία. Και να μη μας διαφεύγει απ’ το νου ότι η Αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα. Είναι και τέχνη. Και μαζί συνδαυλίζουν τις χλωμές καρδιές για να μη σβήσει ο κόσμος. Κι αν κάτι αθάνατο μπορεί ν’ ανθίσει ανάμεσα στους θνητούς, ανθίζει η αγάπη!

Και μία ακόμη αλήθεια, που δεν είναι δική μου, αλλά του Ευαγγελίου: Καθώς αυξάνεται στον κόσμο η ανομία, ψυχραίνεται, για το λόγο αυτό, και η αγάπη πολλών (Ευάγγ. Κατά Ματθ. 24,12). Εγώ θέλω μόνο ν’ αναφέρω αυτό που επαναλαμβάνουν οι σωτήρες της αγάπης. Λένε και ξαναλένε πως υπάρχουν αγάπες, που σβήνουν μόνο με το θάνατο. Μόνο που πριν σβήσουν, έχω την ιδέα πως, σαν το φως, αδυνατίζουν και χλωμιάζουν, ενώ οι αληθινές αγάπες, πιστεύω, πως πεθαίνουν, πριν ακόμα γεννηθούν. Τα προβλήματα, λοιπόν, που έχει ν’ αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, στις σχέσεις του με τους άλλους, συχνά, σκοτώνουν την αγάπη. Κι εκεί που δεν υπάρχει πια προσωπική σχέση, πρέπει κάτι να συμβεί (αλλά και κάτι να μη συμβεί), για ν’ ανθίσει κάποια μυθική σχέση. Πολλές γυναίκες, λόγου χάρη, μεταμορφώνουν τη σχέση τους με τους άντρες σε σχέση ασεξουαλική και ανέραστη, ξέροντας ότι δεν αγαπιούνται (ή δεν εμπνέουν πια αγάπη). Όμως, αυτές οι γυναίκες θα κυοφορήσουν το παιδί ενός άλλου άντρα. Και, τότε, με μια θρησκευτική έκσταση, αποφαίνονται ότι η αγάπη πρέπει να μας διδάξει να δεχόμαστε στο σώμα και στην ψυχή μας, ακόμα και τη ρυπαρότητα των άλλων. Το λέει η ανελέητη φράση του Γέητς: Η Αγάπη έχει στήσει το αρχοντικό της στο χώρο των περιττωμάτων.

Τι να πω, εγώ, τώρα; Τι να επαγγελθώ και ν’ απαγγείλω; Φωνάζει μέσα μου ο Ησίοδος (ο διδακτικός): «Ν’ αγαπάς», μου λέει, «όσους σ’ αγαπούν. Ν’ ανταποδίδεις την αγάπη με αγάπη, και να βοηθάς εκείνον που σε βοηθάει. Να δίνεις σ’ όποιον σου δίνει, και να μην δίνεις σ’ όποιον δεν σου δίνει». Παραδέχομαι, πάντως, πως πολλούς άθλους καταφέρνει η καρδιά, όταν αγαπάει. Πολλές τρικυμίες σμίγει μέσα μας, και μετά γαληνεύει!

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου