ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

«Πάμε σαν άλλοτε»

πάμε-σαν-άλλοτε-790208

Ένα ρομαντικό μελωδικό αφιέρωμα στα αθάνατα τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη, διοργανώνει το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου, στην πανοραμική αυλή της οικίας Μπορλότου στα Ανω Λεχώνια. Η εκδήλωση, η οποία θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 30 Ιουλίου στις 8.30 το βράδυ, έχει τίτλο «Πάμε σαν άλλοτε» και αποτελεί ένα συμβολικό φόρο τιμής στον πηλιορείτικης καταγωγής μουσικοσυνθέτη, που με βάση την παραδοσιακή μουσική μεγαλούργησε.

Την παρουσίαση της ζωής και του έργου του μεγάλου δημιουργού θα κάνει η Ξανθούλα Παπαπαναγιώτου, δρ. Μουσικής Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, μέλος ειδικού επιστημονικού προσωπικού (Ε.Ε.Π.) του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος του ΛΕΒ. Ενδιάμεσα θα παρεμβάλλεται μουσική του Γιαννίδη με γνωστές του μελωδίες που θα αποδοθούν χορευτικά (ταγκό, βαλς, ρούμπα).

Η εκδήλωση θα κλείσει με αγαπημένα τραγούδια του τιμώμενου, που θα ερμηνεύσει στο πιάνο η γνωστή Βολιώτισσα πιανίστα Κασσιανή Αμυγδαλίτση. Τιμή συμμετοχής 5 ευρώ. Τηλέφωνα επικοινωνίας για πληροφορίες Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου, Κοραή 79, 2421033938 και 2421350353.

O συνθέτης

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (1903 – 1984) ή επί το γνωστότερο Κώστας Γιαννίδης σφράγισε με την ποιοτική του μουσική συνεισφορά το μουσικό θέατρο στην τριακονταετία 1930 – 1960. Γόνος εύπορης οικογένειας, με καταγωγή από τη Ζαγορά Πηλίου, πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας στη Σμύρνη από τον Δημοσθένη Μιλανάκη. Τις παραμονές του 1922 κατέφυγε στη Γερμανία όπου για αρκετά χρόνια σπούδασε μουσική, αρχικά στη Δρέσδη με τον Γ.Γ. Μράσζεκ και μετά στο Βερολίνο (στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία και στο Ωδείο «Στερν». Στο Βερολίνο για βιοπορισμό αναγκάστηκε να παίζει πιάνο σε ζαχαροπλαστεία, καμπαρέ, θέατρα και κινηματογράφους. Υπήρξε και ζωγράφος, ή μάλλον σκιτσογράφος, επηρεασμένος από τη γερμανική καρικατούρα του Gross που αποτελούσε χαρακτηριστικό στυλ της εποχής εκείνης.

Πρωτοεμφανίστηκε ως συνθέτης στο Θέατρο του Στράλσουντ (Βόρεια Γερμανία) με την οπερέτα «Το μικρόβιο της αγάπης» (1927). Το 1931 ήρθε στην Ελλάδα και, γοητευμένος από το ελληνικό τοπίο, αποφάσισε να παραμείνει. Επί 30 χρόνια εργάστηκε στο μουσικό θέατρο με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης, για να μην συγχέεται με τον καθιερωμένο τότε συνθέτη Γρηγόρη Κωνσταντινίδη. Ως Κώστας Γιαννίδης συνέθεσε 50 οπερέτες και πολλές επιθεωρήσεις, ενώ χάρη στα υπέροχα τραγούδια του κατέκτησε διεθνή βραβεία ελαφρού τραγουδιού. Στον χώρο αυτό, αν ο Αττίκ και ο Χρήστος Χαιρόπουλος ήταν οι συνθέτες που πρωταγωνίστησαν στη δεκαετία του ’20, ο Κώστας Γιαννίδης (μαζί με τον Μιχάλη Σουγιούλ) είναι οι πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ’30. Αργότερα έγραψε μουσική για θεατρικά έργα. Η πρώτη αδιαφιλονίκητη επιτυχία του ήρθε το 1933, όταν έγραψε μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο Αλέκο Σακελλάριο το πασίγνωστο «Θα ξανάρθεις» που τραγούδησε η νέα τότε στη δισκογραφία Δανάη.

Η συνεργασία του Γιαννίδη με τη Σοφία Βέμπο απετέλεσε σταθμό στη σταδιοδρομία του. Ο Γιαννίδης χάρη στη φωνή της κάνει τη στροφή του, μη αντέχοντας να γράφει πια μόνο ταγκό (όπως απαιτούσαν οι θεατρικοί επιχειρηματίες και οι παράγοντες της δισκογραφίας της εποχής). Έγραψε λοιπόν… βαλς, όπως τα: «Κάποιο μυστικό», «Ψεύτικα βγήκανε όσα ονειρεύτηκα», «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα» κ. ά. Στη συνέχεια, έπειτα από προτροπή του Δημήτρη Μητρόπουλου έγραψε έργα για ορχήστρα, τις «Δύο Δωδεκανησιακές Σουίτες» και « Μικρασιατική Ραψωδία». Aργότερα με πρόταση του διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Σπύρου Φαραντάτου έγραψε τα «44 παιδικά κομμάτια», που καθίστανται με τον καιρό βασικά για το ρεπερτόριο του πιάνου.

Το 1962, ο συνθέτης αποσύρθηκε από τον ελαφρό χώρο και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λόγια μουσική του, που βασίστηκε στη «μουσική αναφοράς» όπως αποκαλούσε το δημοτικό τραγούδι. Οι συνθέσεις αυτού του τομέα σκιαγραφούν μια συνθετική μορφή συγκροτημένη, ευρηματική, λεπτολόγο, εμπνευσμένη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του έζησε αθόρυβα. Πέθανε σχεδόν ξεχασμένος (λίγους μήνες μετά την προβολή της αφιερώματος στο έργο του που επιμελήθηκε ο Γιώργος Παπαστεφάνου) στις 17 Ιανουαρίου 1984. Μην έχοντας απογόνους, τον «υπερασπίζεται» μόνον η δύναμη της μουσικής του τέχνης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου