ΑΛΜΥΡΟΣ

Αρχαιολογικά ευρήματα 7.000 ετών στο φως. Σημαντικές εισηγήσεις στο Συνέδριο στον Αλμυρό

αρχαιολογικά-ευρήματα-7-000-ετών-στο-φως-σ-684838

Σημαντικά στοιχεία για το αρχαιολογικό προφίλ της περιοχής του Αλμυρού, αλλά και την ιστορική διαδρομή 7.000 χρόνων, ήρθαν στο φως στη διάρκεια των εργασιών του Ε’ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών που συνεχίζονται και σήμερα στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αλμυρού. Για πρώτη φορά γίνονται γνωστά τα αποτελέσματα των γεωφυσικών διασκοπίσεων που αποκαλύπτουν σημαντικά κτίρια και μνημεία που βρίσκονται στο υπέδαφος της Ελληνιστικής Αλου, ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά στους θολωτούς τάφους που ανακαλύφθηκαν πριν από 70 χρόνια στην περιοχή του Πτελεού και αποτελούν σημαντικό εύρημα, το οποίο χρίζει περαιτέρω ανάδειξης. Διακεκριμένοι επιστήμονες συνθέτουν με τις εισηγήσεις τους καρέ – καρέ το παζλ της διαχρονικής πορείας του Αλμυρού και της ευρύτερης περιοχής, η οποία δημιουργεί ευρύ πεδίο έρευνας και γνώσης.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Αίσθηση προκάλεσε η εισήγηση του Απόστολου Σαρρή, διευθυντή του Εργαστηρίου Γεωφυσικής – Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης, Iδρυμα, Τεχνολογίας και Eρευνας και ομάδας επιστημόνων, σχετικά με τα άγνωστα δεδομένα που φέρνουν στο φως οι έρευνες που διεξάγονται με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας.

Ο συνδυασμός δορυφορικών εικόνων και γεωφυσικών διασκοπήσεων έφερε στο φώς τμήμα της οικιστικής οργάνωσης της ελληνιστικής Άλου και ενώ αρχικά είχε δοθεί έμφαση στα σπίτια της πόλης και στην ΝΑ πύλη των οχυρώσεων, τελευταία το ενδιαφέρον εστιάζεται σε μια νέα θέση κοντά στη θάλασσα, τη Μαγούλα Πλατανιώτικη, όπου εικάζεται ότι βρισκόταν η κλασική πόλη της Άλου.

Αναφερόμενος στα συμπεράσματα των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήχθη στην αρχαία Αλω, ο κ. Σαρρής επισημαίνει ότι «με βάση τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, είναι προφανές ότι η κατοίκηση της κλασικής πόλης αποτελείτο από μια πυκνή κατανομή των δομών που επεκτάθηκε σε όλα σχεδόν τα τμήματα του οικισμού και το πιο πιθανό είναι να συνεχίζεται νοτιότερα».

Τουλάχιστον δύο αρχιτεκτονικές φάσεις έχουν εντοπιστεί στην Άλω: Η πρώτη, ενδεχομένως πρωτύτερη φάση κατοίκησης, περιλαμβάνει τις εγχώριες δομές του κυρίου τμήματος του οικισμού, ενώ η δεύτερη μεταγενέστερη φάση αποτυπώνεται από το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα που εντοπίζεται στην ανατολική πλευρά του οικισμού. Η δεύτερη αυτή φάση κατοίκησης αποτελείται από πιο ογκώδες τοιχοδομές και εγχώριες δομές που συνδέονται με αυτά. «Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία του οικισμού, την καταστροφή και εγκατάλειψή του τον 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και την ανακατάληψή του κατά την διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου μετά την εγκατάλειψη της Νέας Άλως, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την πρώτη φάση κατοίκησης στην Κλασική περίοδο, ενώ την δεύτερη φάση μετά την εγκατάλειψη της Νέας Άλως. Μέχρι οι στοχευόμενες ανασκαφές να επιβεβαιώσουν την αρχιτεκτονική χρονολόγηση του οικισμού, αυτό πρέπει να θεωρείται μόνο ως υπόθεση εργασίας», τονίζει ο κ. Σαρρής.

Τα «μυστικά» μιας νεολιθικής θέσης

Ενδιαφέροντα δεδομένα για την Αλμυριώτικη Μαγούλα, η οποία αποτελεί νεολιθική θέση, θέτει στο επίκεντρο τη εισήγηση των Βάσω Ροντήρη, Κωνσταντίνου Βουζαξάκη, Απόστολου Σαρρή, Reinder Reinders, Mies Wijnen, Ευαγγελίας Καρίμαλη.

Οι επιφανειακές έρευνες που έγιναν κατόπιν συνεργασίας του Ολλανδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας τη δεκαετία του 1990, υποδεικνύουν σύμφωνα με τα ευρήματα που περισυλλέχτηκαν, ότι η Αλμυριώτικη Μαγούλα κατοικήθηκε από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο συνεχόμενα (6500-3000 π.Χ) έως και την Υστερη Εποχή του Χαλκού (1000 π.Χ.). Οι παραπάνω αρχαιολογικές επιφανειακές έρευνες συνέβαλλαν, εκτός από την καλύτερα τεκμηριωμένη χρονολόγηση του χώρου, στην κατανόηση του τρόπου χρήσης του από τις προϊστορικές κοινότητες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Εκτεταμένη έρευνα με σύγχρονες γεωφυσικές μεθόδους ήρθε πρόσφατα να συμπληρώσει με εντυπωσιακό τρόπο την εικόνα, αποκαλύπτοντας ίχνη του οικιστικού ιστού, καθώς και επί μέρους στοιχεία της οργάνωσης του χώρου εντός του οικισμού.

Τα ήδη γνωστά στοιχεία για την Αλμυριώτικη Μαγούλα συνθέτουν την ιστορία του οικισμού, ενώ παράλληλα προσθέτουν πολύτιμες πληροφορίες για την προϊστορική κατοίκηση της περιοχής γενικότερα, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο σε καινούργιες προοπτικές για μελλοντική ανασκαφική δραστηριότητα στους προϊστορικούς οικισμούς της πεδιάδας του Αλμυρού.

Νέα δεδομένα για τη Μαγούλα Ζερέλια

Νέα δεδομένα για την νεολιθική κατοίκηση της Μαγούλας Ζερέλια αποκαλύπτονται μέσω της έρευνας που διεξάγεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Στην εισήγηση της Αντίκλειας Μουνδρέα-Αγραφιώτη, επικεφαλής της έρευνας από την πλευρά του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αποκαλύπτονται νέα δεδομένα σχετικά με ευρήματα της 7ης χιλιετίας, τα οποία σχετίζονται με τις πρωιμότατες εγκαταστάσεις των πρώτων γεωργών στη Θεσσαλία και τον ελλαδικό χώρο.

Στη διάρκεια των ερευνών που διεξάγει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στη Μαγούλα των Ζερελίων, ήρθαν στο φως, την τελευταία πενταετία, κατάλοιπα διαφορετικών οικιστικών φάσεων της Μέσης Νεολιθικής εποχής. Εντοπίστηκαν λίθινες κατασκευές, εστίες, δάπεδα κατοίκησης και σημαντικά κινητά ευρήματα του πολιτισμού του Σέσκλου. Βρέθηκαν επίσης τμήματα από γραπτά και μονόχρωμα κεραμικά σκεύη της Μέσης Νεολιθικής, ειδώλια γυναίκειων μορφών, λίθινα και οστέινα εργαλεία, αντικείμενα από πηλό, πολυάριθμα οστά ζώων, τα οποία τεκμηριώνουν όψεις της καθημερινότητας αλλά και του συμβολικού κόσμου των νεολιθικών κατοίκων των Ζερελίων κατά την 6η και 5η χιλιετία π.Χ.

Η έρευνα των παλαιότερων στρωμάτων κατοίκησης της θέσης, η οποία διεξήχθη την περίοδο 2015-2016,έφερε στο φως, επιχώσεις κατοίκησης της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, άγνωστης μέχρι τώρα από τη Μαγούλα των Ζερελίων, ενώ εντοπίστηκαν, παράλληλα, διαδοχικές εστίες με στάχτες και άνθρακες και δάπεδα κατοίκησης συνολικού πάχους, 1,30 μ. «Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις πρώτες χρονολογήσεις που έγιναν με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα 14, η πρώτη εγκατάσταση στη θέση έγινε στα μέσα της 7ης χιλιετίας π.Χ. και είναι σύγχρονη με τις πρωιμότατες γνωστές εγκαταστάσεις των πρώτων γεωργών στη Θεσσαλία και τον ελλαδικό χώρο», υπογραμμίζει η κ. Αγραφιώτη.

Αρχαιότητες στην αφάνεια

Εύλογους προβληματισμούς από την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων στην περιοχή Αλμυρού εξέφρασε στην εισήγησή του ο Βίκτωρ Κοντονάτσιος, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και πρόεδρος της Οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου.

Οπως επισήμανε ο ίδιος, «στην περιοχή του Αλμυρού έχουν εντοπισθεί αρχαιολογικά ευρήματα που βεβαιώνουν την ανάπτυξη νεολιθικών οικισμών. Οι νεολιθικοί αυτοί οικισμοί, οι οποίοι είναι αρκετοί, υποδεικνύουν ότι όχι μόνο υπήρξε κατοίκηση της περιοχής κατά την Νεολιθική Εποχή αλλά και ότι ήταν συνεχής και πυκνή».

Στην ίδια περιοχή, ωστόσο, δεν έχουν εντοπισθεί ευρήματα Αρχαιολιθικής και Μεσολιθικής Εποχής. Το γεγονός αυτό, που μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη ανυπαρξίας κατοίκησης κατά τις εποχές αυτές, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα, δεδομένου ότι οι περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, τότε, ήταν κατάλληλες και πολύ ευνοϊκές για την ανθρώπινη κατοίκηση.

«Το γεγονός ότι σε κάποια συγκεκριμένα σημεία της περιοχής του Αλμυρού έχουν βρεθεί υπολείμματα κατοίκησης της Βυζαντινής Εποχής και της Εποχής της Τουρκοκρατίας κάτω από ιζηματογενείς προσχώσεις πάχους τριών μέτρων, μπορεί να θεωρηθεί ως μία ένδειξη ότι είναι πιθανόν κάποια αρχαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα να βρίσκονται σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος», επεσήμανε ο κ. Κοντονάτσιος.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΤΕΛΕΟΥ

Θολωτοί τάφοι 3.500 ετών

Ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα είναι οι θολωτοί τάφοι που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του Πτελεού πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια και παρουσιάστηκαν στο συνέδριο από την Δρ. Δήμητρα Ρουσιώτη, η οποία μελετά το συγκεκριμένο αρχαιολογικό υλικό.

Οπως ανέφερε στην εισήγησή της η κ. Ρουσιώτη, στην περίοδο μεταξύ 1950 και 1953 ο αρχαιολόγος Νικόλαος Βερδελής, υπό την εποπτεία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, διεξήγαγε ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή του Πτελεού και των Αγίων Θεοδώρων αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, μια σημαντική ομάδα θολωτών τάφων της Μυκηναϊκής εποχής. Η μοναδική παρουσίαση του υλικού των ανασκαφών αυτών, είχε γίνει συνοπτικά από τον ανασκαφέα στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Πρόσφατα το Υπουργείο Πολιτισμού χορήγησε στην κ. Ρουσιώτη άδεια μελέτης και δημοσίευσης του συγκεκριμένου υλικού, το οποίο φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο Βόλου.

Οι τάφοι ανήκουν στην κατηγορία των μικρών θολωτών τάφων, με διάμετρο από 2 έως 5 μέτρα, ενός αρχιτεκτονικού τύπου ιδιαίτερα δημοφιλούς στη Θεσσαλία. Οι τέσσερις θολωτοί τάφοι που ανακαλύφθηκαν στους πρόποδες της ακρόπολης Γρίτσας, ήταν χτισμένοι από μικρούς τοπικούς λίθους και κατασκευάστηκαν μέσα σε ένα νεκροταφείο της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2.000-1600π.Χ.). Διέθεταν έναν κτιστό δρόμο, ο οποίος οδηγούσε σε μια στενή και χαμηλή είσοδο, η οποία ήταν φραγμένη με ξηρολιθιά. Σε όλες τις περιπτώσεις η θόλος των τάφων είχε καταρρεύσει. Ορισμένοι από αυτούς ήταν διαταραγμένοι ήδη από την αρχαιότητα, καθώς πάνω τους χτίστηκαν τάφοι των Κλασικών και Ρωμαϊκών χρόνων. « Παρά το μικρό μέγεθός τους, προοριζόταν για πολλές ταφές και είχαν μακρά διάρκεια χρήσης. Ο Βερδελής αναφέρει την ύπαρξη τουλάχιστον 14 νεκρών σε έναν από αυτούς, με τα οστά διασκορπισμένα στο δάπεδο και άλλα τοποθετημένα σε λάκκο ανακομιδής. Ωστόσο από το σκελετικό υλικό αυτής της παλιάς ανασκαφής δυστυχώς σήμερα δεν έχει διασωθεί κάτι» σημειώνει η κ. Ρουσιώτη.

Οι θολωτοί τάφοι του Πτελεού βρισκόταν αδιάλειπτα σε χρήση από το τέλος του 14ου αιώνα π.Χ. ως και τον 12ο αιώνα π.Χ., ενώ ένας τάφος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και κατά τα πρώιμα ιστορικά χρόνια. Οι ανασκαφές του Βερδελή οδήγησαν το 1951 στην ανακάλυψη ενός θολωτού Μυκηναϊκού τάφου κοντά στο χωριό των Αγίων Θεοδώρων, στη θέση Μεταφιό. «Θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος τάφος δεν ανήκει στο ίδιο νεκροταφείο με τον προηγούμενο και ότι σχετίζεται με άλλον οικισμό που υπήρχε σε κοντινή απόσταση. Ο τάφος είναι κατασκευασμένος με αντίστοιχο οικοδομικό υλικό και τεχνική με τους τάφους στη Γρίτσα και βρισκόταν σε χρήση κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ», επισημαίνει η ίδια.

Τα ευρήματα από τους πέντε θολωτούς τάφους αποτελούνται από κοσμήματα από ημιπολύτιμους λίθους και ελάχιστα από χρυσό, λίθινους σφραγιδόλιθους με διάφορες παραστάσεις, λίθινα σφονδύλια, αγγεία που σχετίζονται κυρίως με τη μεταφορά και την αποθήκευση υγρών και αρωμάτων, ενώ βρέθηκαν επίσης ελάχιστα χάλκινα αντικείμενα, κυρίως οπλισμός.

«Η μεγάλη διάρκεια χρήσης των θολωτών τάφων της Γρίτσας, σε συνδυασμό με την ανέγερση πάνω από το πρωιμότερο νεκροταφείο, υποδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζαν οι συγκεκριμένοι τάφοι στη διαμόρφωση των τοπικών κοινωνικών σχέσεων. Επιπλέον η ποιότητα και η προέλευση ορισμένων κτερισμάτων αποδεικνύει ότι η περιοχή του Πτελεού και των Αγίων Θεοδώρων δεν αποτελούσε μια απομονωμένη περιοχή κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο, αλλά βρισκόταν στον άξονα σημαντικών δικτύων ανταλλαγών, πιθανότατα μέσω της θαλάσσιας οδού», τόνισε η Δρ. Δήμητρα Ρουσιώτη.

Χορηγός επικοινωνίας είναι η εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου